Οι ανώτεροι αξιωματικών των γερμανικών στρατευμάτων που εγκαταστάθηκαν στην Παραμυθιά και στη Μενίνα (Μηνίνα), ο Fantler, ο Stettner, ο Remold, ο Stockert, ο Hindelang και ο Hirschfelder, από το καλοκαίρι του 1943, είχαν αρχίσει να βλέπουν ότι έχαναν τον πόλεμο. Από τον πανικό τους, άρχισαν να σκοτώνουν κόσμο, να καίνε χωριά και να καταστρέφουν περιοχές που συντηρούσαν αντάρτικό, έχοντας την εντύπωση πως με τον τρόπο αυτό θα γλίτωναν από τους αντάρτες και θα είχαν εξασφαλισμένες τις πλάτες τους όταν θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν. Μέσα στα σχέδιά του ήταν και η μεθόδευση της φονικής επιχείρησης της Παραμυθιάς.
Ο Παπαβαγγέλης ζύγωσε στον Κοτζαλέρη. Όλοι έκαναν κύκλο γύρω τους. «Θάρρος, πατριώτες» είπε. «Σ’ εμάς έλαχε τούτη η βαριά θυσία. Από εμάς θα ξεπηδήσει η λευτεριά».
Έτσι, το πήραν απόφαση ότι θα πεθάνουν. Αλλά να πεθάνουν αλύγιστοι. Είχαν δυνατό μέσα τους το συναίσθημα του πατριωτισμού και της αξιοπρέπειας. Και το βράδυ, όταν ο Γερμανός αξιωματικό τους ανακοίνωσε ότι το πρωί θα εκτελεστούν, σε αντίποινα για τους 6 Γερμανούς που σκοτώθηκαν στη Σκάλα, στάθηκαν αντίκρυ του αμίλητοι, σοβαροί. Ήταν μια στιγμή υπέρτατης ψυχικής ανάτασης. Και, όταν οι φρουροί τους πήγαν το φαγητό που είχαν φέρει οι δικοί τους, κανείς τους δεν θέλησε να το δεχθεί από τα χέρια των Γερμανών. Οι Γερμανοί το πήγαν στους Σιαμετιώτες, από τους οποίους, καθώς ήταν αραδιασμένοι πάνω σε ένα σωρό από πέτρες, κρατούμενοι κι αυτοί έξω από το σχολείο, κανείς τους δεν δέχτηκε να φάει από το φαγητό εκείνων, αν και όλοι τους ήταν νηστικοί και πεινασμένοι από μέρες. Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε εκείνες τις ώρες να σκεφτεί το φαγητό;
Ψάχνουν οι φονιάδες τούτοι Γερμανοί, οι Lanz, ο Stettner, ο Remold, ο Stockert κ.ά., να βρουν την αιτία για την οποία έχασαν τον πόλεμο. Και λένε για τα περισσότερα τα κανόνια, τα αεροπλάνα, τις βόμβες, τα πολυβόλα. Όχι. Δεν έχασαν τον πόλεμο από αυτά. Το αίμα των χιλιάδων σκοτωμένων τους έπνιξε. Αυτό το αίμα, που έγινε ορμητικό και γιγάντιο ποτάμι. Αυτό ξέπλυνε και ξεκαθάρισε τον κόσμο από το μίασμα τούτο των άθλιων φονιάδων του φασισμού. Τους αναζήτησαν ως εγκληματίες. Αλλά ποιος να τους προδώσει; Ήταν όλοι τους φονιάδες. Οι Γερμανοί δεν ήρθαν σαν κατακτητές. Σαν φονιάδες ήρθαν.
Ο Παπαβαγγέλης φόρεσε το πετραχήλι. Πήρε τη λαμπάδα στο χέρι κι έκανε το σταυρό του. Όλοι κοντοζύγωσαν γύρω του. Τα δάκρυα, που ετούτοι οι αγέρωχοι άνδρες δεν ήθελαν να τα δουν οι Γερμανοί, πλημμύρισαν τώρα τα μάτια τους. Οι άνδρες που φθάνουν στο ύψος του ήρωα κλαίνε. Ο Παπαβαγγέλης έβγαλε το καλημαύκι. Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό. «Κύριε!» είπε. «Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν μας». Έβαλε ύστερα το καλημαύκι. Έκανε το σταυρό του κι άρχισε να ψέλνει: «Σώσον Κύριε τον λαόν του». Κι εκεί, στο σκοτεινό εκείνο δωμάτιο του σχολείου, που πήρες την όψη εκκλησίας, ο Παπαβαγγέλης, σε μια πρωτόγνωρη ιερουργία, έκανε ολόκληρη τη λειτουργία που είχε μάθει να κάνει σε νεκρούς. Δεν έχει ματαγίνει οι ζωντανοί να ψέλνουν τη νεκρώσιμη ακολουθία του εαυτού τους. Νύχτα αγωνίας. Και σε κάθε λεπτό που περνάει η αγωνία να σου σφίγγει το λαιμό. Τούτης της νύχτας το πρωί μην έσωνε ποτέ να ξημερώσει. Οι 52 κρατούμενοι επίλεκτοι πολίτες της Παραμυθιάς, που είχαν συλληφθεί βάσει μίας εκ των προτέρων συναχθείσης κατάστασης, θα οδηγούνταν το πρωί στον τόπο της εκτέλεσης. Και την αυτή της ημέρας αυτής, της 29ης Σεπτεμβρίου του 1943, την ώρα που η ροδοδάχτυλη τούτη κόρη της νύχτας έδιωχνε τα τελευταία της σκοτάδια, μια μεγάλη ομάδα πάνοπλων Γερμανών στρατιωτών έρχεται στην αυλή του σχολείου, κατεβαίνει τη σκάλα και κάνει έναν κλοιό, εκεί έξω από την πόρτα του σχολικού δωματίου όπου ήταν φυλακισμένοι οι 52 τούτοι οι πολίτες της Παραμυθιάς. Είναι μία από τις ομάδες του εκτελεστικού αποσπάσματος, που, με διοικητή της τον Alfred Hindelang, ήρθε να παραλάβει τους 52 κρατούμενους και να τους οδηγήσει στον τόπο της εκτέλεσης.
Ο Alfred Hindelang, προσαχθείς ως κατηγορούμενος ενώπιον των δικαστικών αρχών της Γερμανίας, παραδέχτηκε ότι έπειτα από διαταγή προχώρησε στη συγκρότηση του εκτελεστικού αποσπάσματος και ότι ανακοίνωσε το μέτρο των αντιποίνων με την ημερήσια διαταγή της μονάδας. Οι Γερμανοί στρατιώτες έβγαλαν πρώτα από το κρατητήριο τους 23 κρατούμενους Ζερβοχωρίτες και τους έβαλαν πίσω από ένα σωρό λιθαριών μαζί με τους Σιαμετιώτες και τους άλλους. Ύστερα, εκεί στην αυλή, έξω από την πόρτα του σχολικού δωματίου-κρατητηρίου, έκλεισαν τον κλοιό και έβγαλαν έναν-έναν τους 52 υπό εκτέλεση πολίτες. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος, κρατώντας ένα χαρτί, διαβάζει τα ονόματα. Και με το κάθε όνομα, σπρώχνει τον καθένα με αγριάδα, «Ράους», προς την άλλη μεριά. Ο Γερμανός τούτος αξιωματικός είδε τότε ότι μεταξύ των 52 αυτών ατόμων, που είχαν συλληφθεί και θα οδηγούνταν προς εκτέλεση, υπήρχαν και τρεις οι οποίοι ήταν γνωστοί του. Αυτούς τους τρεις τους βγάζει αμέσως από τη σειρά και τους εξαιρεί από την εκτέλεση. Ήταν ο Γρηγόρη Μαραγκός, ο Σταύρο Σακαρέλης και ο 18χρονος φοιτητής της Γεωπονικής Δημήτριος Αθ. Ράφτης. Οι δύο πρώτοι ήταν ξυλουργοί, που τις προηγούμενες μέρες επισκεύαζαν τα έπιπλα του γραφείου του. Ο άλλος, ο Δημ. Ράφτης, ήταν γνωστός του. Οι πληροφορίες λένε ότι στο σπίτι αυτουνού έμενε. Μιλούσε γαλλικά ο Δημ. Ράφτης και πολλές φορές είχε συνομιλήσει με τούτον το Γερμανό αξιωματικό. Και, πριν φύγουν από το σχολείο για τον τόπο της εκτέλεσης, βγάζει αυτούς τους τρεις από τη γραμμή και τους εξαιρεί από την εκτέλεση. «Ράους» τους είπε. Και τους έσπρωξε να φύγουν για τα σπίτια τους. Τους άλλους 49 τους έβαλαν στη γραμμή, ανάμεσα σε δύο σειρές οπλισμένων Γερμανών στρατιωτών και μουσουλμάνων, και τους οδήγησαν με τα πόδια μέχρι έξω από την Παραμυθιά.
Πέρασαν από τη βρύση του Καρκαμισιού, διάβηκαν το λάκκο του Μάνη Σιάνη και πήραν τον κατήφορο προς το ξωκλήσι του Αγιώρη. Εκεί σε μια λακκιά, ανάμεσα στη θέση Πουρνάρι και στο ξωκλήσι αυτό του Αγιώρη, σε ένα μικρό χωραφάκι του Τσαμάτου, 23 χωρικοί από το Ζερβοχώρι είχαν σκάψει τις προηγούμενες μέρες τη γούρα που θα γινόταν ο τάφος των 49 τούτων παιδιών της Παραμυθιάς. Μπροστά τους, για φοβέρα, πήγαινε ένα θωρακισμένο-τανκς, για να στηρίζει τους Γερμανούς και για να καλύπτει με το θόρυβό του τις φωνές τούτης της τραγικής πορείας. Γι’ αυτό κυρίως, αλλά και για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μετακίνηση στρατιωτικής μονάδας! Πίσω από τούτη τη φάλαγγα, ανάμεσα σε Γερμανούς στρατιώτες, είχαν διαταχθεί και ακολουθούσαν οι 23 φυλακισμένοι Ζερβοχωρίτες και πολλοί άλλοι κρατούμενοι από τα Σιαμέτια και από αλλού. Οι Γερμανοί θα τους χρειάζονταν για μετά την εκτέλεση. Μόλις πέρασαν την κατηφόρα κι έφθασαν έως τη λακκιά του Αγιώρη, εκεί, λίγο πριν από τη μεγάλη συκιά, που υπήρχε κατήδρομα, τους ανέβασαν από ένα μικρό μονοπάτι και τους πέρασαν πάνω από το δημόσιο δρόμο, σε μια μικρή χωραφιά δίπλα στο σκαμμένο εκεί τάφο. Γύρω τους, σε διπλή και τριπλή σειρά, οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες και μουσουλμάνοι παρατηρούσαν την κάθε τους κίνηση. Τούτοι οι φονιάδες είχαν πείρα. Ποιος ξέρει πόσες παρόμοιες εκτελέσεις είχαν κάνει! Και το θωρακισμένο-τανκς ακολουθούσε με μεγάλο θόρυβο. Τώρα πια έφυγε κάθε αμφιβολία. Το κατάλαβαν καλά όλοι τους πως εδώ θα τους σκοτώσουν.
Ο Κώστα Τσίλης, ένας γεροδεμένος και ηλιοκαμένος άνδρας, κοίταζε ξερβά-δεξιά. Με λοξές ματιές έψαχνε ανάμεσα στους Γερμανούς και στους μουσουλμάνους να βρει πέρασμα να φύγει. Αν έφθανε ως τη στροφή στο εικόνισμα του Αγιώρη και γύριζε τον κατήφορο προς τα σπίτια των Κατσαίων, θα σκαπέταει από εκεί στα χωράφια, κι άντε να τον βρουν μετά. Άραγε θα τα καταφέρει; Μια φωτιά αγωνίας τον έκαιγε. Και το στήθος του φούσκωνε με δυνατό χτυποκάρδι. Έτριζε τα δόντια του. Έσφιγγε τις γροθιές του Κόχλαζε η ψυχή του. Λιοντάρι γίνεσαι όταν βρίσκεσαι μπροστά στην απόγνωση. Έβραζε μέσα του η ζωή. «Μωρέ, τι λες που θα κάτσω να με σκοτώσουν!» Άμπωξε δίπλα του το δάσκαλο, τον Γιάννη Μπαζάκο. «Τι καθόμαστε, ωρέ. Ρίξου να φύγουμε!» Κι εκείνη την ώρα, που το εκτελεστικό απόσπασμα είχε πάρει τη θέση του, κι ήταν όλα έτοιμα για την εκτέλεση, με ένα άγριο και αποφασιστικό ξετίναγμα ρίχνονται μεμιάς και οι δύο. Ο Γιάννης ο Μπαζάκος, με μια ακράτητη ορμή, περνάει ανάμεσα από τις γραμμές των Γερμανών, στρίβει τον ανήφορο και φθάνει έως τη βρύση, πάνω από τον Αγιώρη. Εκεί τον βρήκαν από πίσω οι σφαίρες. Την ίδια στιγμή ο Κώστα Τσίλης δίνει μια αμπωξιά στο Γερμανό, πηδάει τον όχτο, ρίχνεται στον κατήφορο, κατεβαίνει στο δρόμο και τρέχει να ξεφύγει. Α, και λίγο ακόμα, και θα ‘παιρνε τη στροφή. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε έναν ένοπλο μουσουλμάνο. Κάνει να στρίψει προς το εικόνισμα του Αγιώρη. Δεν πρόλαβε. Χτυπήθηκε. Και εκεί, στην άκρη από το εικόνισμα του Αγιώρη, έπεσε.
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος Γερμανός αξιωματικός δεν το περίμενε τούτο το άγριο γιουρούσι των δύο μελλοθάνατων. Δεν την φανταζόταν μια τέτοια απόφαση! Φυσικά, είχε κάνει κι άλλες τέτοιες εκτελέσεις. Κι ίσως ποτέ να μην του ‘χε συμβεί παρόμοια περίπτωση. Έδωσε αμέσως αυστηρές διαταγές. Πύκνωσε τη φρούρηση κι επιτάχυνε τις διαδικασίες της εκτέλεσης. Τούτοι οι φονιάδες είχαν πείρα, ποιος ξέρει από πόσες άλλες εκτελέσεις! Στρίμωξαν τώρα τους άλλους 47 σε ένα σημείο εκεί κοντά στο σκάμμα όπου θα τους εκτελούσαν. Εδώ τους έφεραν αντίκρυ στο θάνατο. Από την μια η ζωή κι από την άλλη ο θάνατος. Γύρω τους οι ζωντανοί άνθρωποι, ο λαμπερός ουρανός, ο ορίζοντας, που άρχισε να λούζεται από τις πρώτες ηλιαχτίδες, η καινούργια μέρα, η ζωντανή φύση, η ζωή! Και λίγα βήματα πιο πέρα το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο θάνατος, το μαύρο χώμα, το σκοτάδι. Εκεί μπροστά από το σκάμμα, που θα γινόταν ο τάφος τους, τους χώρισαν σε ομάδες. Οι άνθρωποι τούτοι, που είχαν συλληφθεί χωρίς να έχουν άμεση σχέση με το επεισόδιο των 6 Γερμανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στη Σκάλα, εκτελούνται τώρα εδώ με το αιτιολογικό των αντιποίνων.
Οι φονιάδες του Χίτλες στο φριχτό τους έργο. Ύστερα από λίγο ξεχώρισαν μερικούς, καμιά δεκαριά ανθρώπους, και τους έσπρωξαν προς το σκάμμα, στον ανοιγμένο τάφο, σε ένα σημείο απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, που ήταν έτοιμο. Η διαταγή έπεσε σαν αστραπή και σαν βροντή αντάμα «Άχτουγκ, Φόυερ». Τους τουφέκισαν μπροστά στα μάτια των άλλων. Ήταν κι αυτό μια φοβερή επινόηση των σαδιστικών, εγκληματικών τους ενστίκτων. Τους ικανοποιούσε να μεγαλώνουν την αγωνία των μελλοθανάτων. Είναι φοβερή τούτη η ώρα. Οι σκηνές των άγριων αυτών στιγμών είναι απερίγραπτες,. Πώς να περιγράψεις τη σκηνή, όταν ο Γερμανός αξιωματικός με μια περίεργη σκληρή γκριμάτσα αρνιόταν στον πατέρα να αφήσουν το παιδί του να ζήσει και όταν η ίδια ώρα αρνιόταν και στο παιδί να αφήσουν τον πατέρα του, για να φροντίσει την άλλη οικογένεια; Και, όπως τους είχαν χωρίσει, έπαιρναν από το σημείο όπου τους είχαν συγκεντρώσει μία-μία τις ομάδες, ανά περίπου 10 άνδρες, και με βάρβαρο τρόπο, «Ράους», τους έσπρωχναν και τους τουφέκιζαν μπροστά στα μάτια των άλλων. Δεν τους έφθανε μόνο το αίμα. Ήθελαν να απολαύσουν και την αγωνία των άλλων που περίμεναν τη σειρά τους. Και, όταν όλοι τους είδαν ότι οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα και ότι δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα, τότε έγινε κάτι το αφάνταστο. Κάτι πρωτοφανέρωτο. Ηρωικό. Γιγαντώθηκε μέσα τους μια πυρκαγιά ηρωικής αφοβίας. Φούντωσε η ψυχή τους. «Μη φοβάστε … Θάρρος. Το αίμα μας θα ποτίσει το δένδρο της λευτεριάς. Ζήτω η Ελλάδα. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού του τρομερ …».
Όσο κι αν η περιγραφή τούτη φαίνεται υποθετική, δεν είναι καθόλου μακριά από την πραγματικότητα. Αποτελεί, όσο γίνεται, πιο παραστατική καταγραφή των πληροφοριών και των αφηγήσεων αυτοπτών μαρτύρων. Αμέσως μετά την εκτέλεση, ένας μεγάλος θρήνος αγκάλιασε την Παραμυθιά. Τούτο το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου του 1943 οι σφαίρες των Γερμανών έσβησαν το χαμόγελο 49 αγέρωχων ανδρών. Η επιλογή είχε γίνει χωρίς έρευνα ή ανάκριση. Είχαν συλληφθεί αδιάκριτα ιερωμένοι, αγρότες, καθηγητές, έμποροι, βιοτέχνες, εργάτες. Εκτελέστηκαν κατά ομάδες κι έπεσαν εδώ από τις σφαίρες των Γερμανών, χυτπημένοι, άλλοι θανάσιμα και άλλοι ελαφρότερα, ο ένας πάνω στον άλλο. Η γη πλημμύρισε από αίμα.
Ο Θύμιος του Κίτσιο Βαγγέλη (Αναστασίου) μου είχε πει: «Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, ένας Γερμανός αξιωματικός μαζί με δύο στρατιώτες, ήρθε εκεί στην άκρη που ήμασταν εμείς από το Ζερβοχώρι, μας έδωσε φτυάρια και μας είπε να σκεπάσουμε όλους τους σκοτωμένους. Φθάνοντας στο σημείο όπου είχε γίνει η εκτέλεση, αυτό που αντικρίσαμαν ήταν τρομαχτικό. Και, μόλις κάναμαν να αρχινίσουμε να ρίχνουμε χώμα, είδαμαν πολλούς από αυτούς, που ήταν χτυπημένοι και ξαπλωμένοι μέσα στο αίμα, να μας κάνουν νοήματα με τα μάτια ότι ήταν ζωντανοί. Εμείς, για να μην καταλάβουν οι Γερμανοί και οι μουσουλμάνοι, που μας παρακολουθούσαν, ρίχναμαν τις φτυαριές με το χώμα προσεχτικά και σκόρπια». Οι μουσουλμάνοι, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, δεν μας άφηναν από τα μάτια τους. Για μια στιγμή βλέπουμε να πετάγεται μέσα στη γούρα ένας μουσουλμάνος από το Καρβουνάρι μαζί με ένα Γερμανό και, πατώντας απάνω τα πτώματα των εκτελεσθέντων, αποτελειώνουν με τα περίστροφά τους όσους έδειχναν ακόμα σημεία ζωής. Και το απαίσιο έγκλημα ολοκληρώθηκε.
Σε γραπτό σημείωμα (που θα καταθέσω στο Ιστορικό Αρχείο Παραμυθιάς), σχετικά με τα γεγονότα εκείνων των ημερών, ο Νάσιο Κίτσιος (Ιωάννου) από το Ζερβοχώρι (για το οποίο έχω αναφερθεί και πιο πάνω) μας περιγράφει την προσωπική του μαρτυρία: «Ο μουσουλμάνος Βεϊσέλ Πρέκας, που πετάλωνε άλογα, μας απειλούσε. Τέλος, σταμάτησαν τα πολυβόλα. Τότες προχώρησαν προς τον τάφο. Στο δρόμο βρήκαμαν τον Νάσιο Ρίγγα σκοτωμένο. Τον αρπάζω με τα χέρια μου και, με άλλον χωριανό, τον πήγαμαν στον τάφο. Τι να έβλεπες! Αίματα και βογκητά. Συνάμα ένας Τούρκος από το Καρβουνάρι, που τον έλεγαν Κιλέλη, πάταε επάνω στα πτώματα. Όσοι βογκούσαν του αποτελείωνε. Εμείς καθόμασταν με τα φτυάρια στο χέρι όσο που τελείωσαν. “Εμπρός” μας είπαν “σκεπάστε τους”».
Εκεί, στον τόπο που εκτελέστηκαν, στο μνημείο που έχει στηθεί, είναι γραμμένα τα ονόματά τους:
1) Τσαμάτος Π. Ευάγγελος, ιερέας, 1879. 2) Αλιγιάννης Φ. Δημήτριος, χαλκουργός, 1876. 3) Αλιγιάννης Δ. Ιωάννης, παντοπώλης, 1918. 4) Αλιγιάννης Φ. Κωνσταντίνος, χαλκουργός, 1878. 5) Αλιγιάννης Κ. Σωτήριος, παντοπώλης, 1907. 6) Αποστολίδης Π. Απόστολος, υποδηματοποιός, 1898. 7) Βαλασκάκης Σ. Ελευθέριος, ιατρός. 1913. 8) Γιαννάκης Ι. Νικόλαος, καθηγητής Γυμναστικής, 1918. 9) Δρίμιζας Δ. Χαράλαμπος, ράφτης, 1894. 10) Ευαγγέλου Ε. Ευθύμιος, καφεπώλης, 1888. 11) Ζιάγκος Γ. Κωνσταντίνος, ιδιωτικός υπάλληλος, 1899. 12) Κακούρης Α. Περικλής, διδάσκαλος, 1906. 13) Κατσούλης Α. Κων/νος, διδάσκαλος. 14) Κλήμης Θ. Δημήτριος, σαγματοποιός, 1909. 15) Κοτζαλέρης Ε. Εμμανουήλ, διευθυντής Αγροτικής Τραπέζης. 16) Κουρσούμης Θ. Κων/νος, καφεπώλης. 17) Κωνσταντίνου Ι. Κων/νος, σιδηρουργός, 1909. 18) Κωνσταντίνου Ι. Παναγιώτης, σιδηρουργός, 1918. 19) Μάνος Π. Νικόλαος, εστιάτορας, 1890. 20) Μαρέτας Ν. Γεώργιος, εστιάτορας, 1900. 21) Μαρέτης Γ. Ανδρέας, ωρολογοποιός, 1895. 22) Μητσιώνης Α. Ιωάννης, συντηρητής ραπτομηχανών, 1890. 23) Μουσελίμης Σ. Γεώργιος, ράφτης, 1897. 24) Μουσελίμης Π. Σταύρος, ιδιωτικός υπάλληλος, 1894. 25) Μπαζάκος Θ. Ιωάννης, διδάσκαλος, 1909. 26) Μπάρμπας Γ. Νικόλαος, υφασματέμπορος, 1900. 27) Μπάρμπας Ν. Σπυρίδων, μαθητής, γιος του Μπάρμπα Γ. Νικολάου, 1927. 28) Νάστος Χ. Ευάγγλεος, παντοπώλης, 1884. 29) Πάκος Γ. Πάκος, αγροκτηματίας, 1906. 30) Παπαθανασίου Χ. Βασίλειος, καφεπώλης, 1895. 31) Πάσχος Π. Γεώργιος, παντοπώλης, 1897. 32) Πάσχος Δ. Λεωνίδας, δερματέμπορας, 1897. 33) Ράπτης Δ. Αθανάσιος, παντοπώλης, 1880. 34) Ρίγγας Γ. Αθανάσιος, παντοπώλης, 1878. 35) Σιαμάς Π. Γεώργιος, ταχυδρομικός υπάλληλος, 1894. 36) Σιωμόπουλος Β. Κωνσταντίνος, γυμνασιάρχης, 1888. 37) Σπυρομήτσιος Π. Σπυρίδων, υποδηματοποιός, 1892. 38) Στρουγγάρης Α. Ανδρέας, παντοπώλης, 1911. 39) Σωτηρίου Χ. Κων/νος, αγωγιάτης, 1887 (γιος και πατέρας από το Γαρδίκι που διέμεναν στην Παραμυθιά στα σπίτια των αδερφών Τσούλα). 41) Τζώης Δ. Κων/νος, βιβλιοπώλης, 1898. 42) Τσαμάτος Ε. Νικόλαος, ράφτης, 1903. 43) Τσίλης Δ. Κωνσταντίνος, αγωγιάτης, 1911. 44) Τσούλας Β. Γεώργιος, ζαχαροπλάστης, 1898. 45) Τσούλας Β. Θεόδωρος, υποδηματοποιός, 1907. 46) Τσούλας Β. Κων/νος, υποδηματοποιός, 1902. 47) Φάτσιος Γ. Θωμάς, μυλωνάς, 1885. 48) Φείδης Θ. Αριστοφάνης, ιδιωτικός υπάλληλος. 49) Χρυσοχόου Κ. Απόστολος, συνταξιούχος σχολάρχης, 1882,
Στο επιτύμβιο του μνημείου, μετά τα ονόματα των εκτελεσθέντων, είναι χαραγμένα και τα ονόματα του Κων/νου Μαραζόπουλου από το Ζερβοχώρι, που τον σκότωσε ο Ντούλη Μεζάνης εκεί που μαζί με άλλους Ζερβοχωρίτες έσκαβε τη γούρα όπου την επόμενη θα εκτελούσαν τους 49 προκρίτους, και του Ιωσήφ (Τατούλ) Κολσουζιάν (του Αρμένου) που είχε σκοτωθεί από μουσουλμάνους αλλού.
Εκείνη τη μέρα των εκτελέσεων και την επόμενη παρατηρήθηκε κάποια μεγάλη συρροή μουσουλμάνων προς την Παραμυθιά, που έρχονταν με πολλά άλογα, με σκοπό να μπουν στα σπίτια να αρπάξουν και να πλιατσικολογήσουν. Ήταν φανερό ότι όλοι τούτοι οι μουσουλμάνοι γνώριζαν για την εκτέλεση και ότι είχαν ετοιμαστεί για τα χειρότερα. Όμως, δεν τόλμησαν να προχωρήσουν. Πιθανόν η στάση των Γερμανών να μην του άφηνε περιθώρια άλλων εγκληματικών ενεργειών.
Ο μητροπολίτης Παραμυθιάς Δωρόθεος (Νάσκαρης) τη μέρα των εκτελέσεων ήταν στα Γιάννενα. Είχε εκλεγεί μητροπολίτης Παραμυθιάς Φιλιατών και Γηρομερίου στις 15 Απριλίου του 1943. Έφυγε από την Αθήνα για την έδρα του στην Παραμυθιά στις 22 Σεπτεμβρίου του 1943. Αφού πέρασε από το χωριό του, το Θεσπρωτικό, ήρθε στα Γιάννενα στις 25 Σεπτεμβρίου. Τη μέρα που γίνονταν οι εκτελέσεις στην Παραμυθιά (29-9-42) ήταν ακόμα εκεί, στα Γιάννενα. Στην Παραμυθιά ήρθε την επομένη (30-9-43), μετά την εκτέλεση των 49 προκρίτων. Το ερώτημα που αιωρείται είναι γιατί ο Δωρόθεος δεν βιάστηκε να έρθει στην έδρα του στην Παραμυθιά, αφού γνώριζε καλά ότι ο χριστιανικός κόσμος εδώ περνούσε φοβερές μέρες και ώρες. Και, παρά τα όσα έχουν γραφτεί, το ερώτημα παραμένει.
Με τη θυσία και το αίμα των 49 αγέρωχων ανδρών, των 49 προκρίτων Παραμυθιάς, όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται, γράφτηκε στην ιστορία του τόπου μια ηθική επιταγή υπέρτατης κληρονομιάς. Η λαϊκή μούσα θρηνεί τους 49 πατριώτες με το μοιρολόι:
«Παραμυθιά, Παραμυθιά, γιατί φορείς τα μαύρα. Οι Γερμανοί μού σκότωσαν 49 καμάρια. Εσκότωσαν 49 μαζί με τους παπάδες. Κλαίνε μανάδες και παιδιά γυναίκες κι αδερφάδες.»
Στις φωτογραφίες: 1, Ανακομιδή οστών των 49 Προκρίτων. 2 το σημειωμα του Νικόλα Μάνου προς την γυναικα του απο την φιλακή του σχολειου Βούλγαρη, λιγη ώρα πριν την εκτέλεση. 3, Ο Μικης Θεοδωράκης στο μνημειο των 49
*Από το βιβλίο του Ιωάννη Παρόλα «Θεσπρωτών Γή». Δειτε την παρουσιαση του
Για να το αποκτήσετε, μπορείτε να επικοινωνείτε με τον συγγραφέα στο τηλέφωνο 26660 22434
Join the Conversation