Το κινητό τηλέφωνο κουδούνισε επίμονα μέσα στην παλάμη του κυρ Θανάση, την ώρα που κάτω από μια έκφραση αποστροφής στο πρόσωπό του, διάβαζε ένα εισερχόμενο μήνυμα. Το μήνυμα έγραφε πως την ώρα που ετηρείτο ενός λεπτού σιγή στην αίθουσα του κοινοβουλίου για τη γενοκτονία των Ποντίων από τους Τούρκους, μία εκπρόσωπος του λαού αποχώρησε επιδεικτικά από την αίθουσα. Προβληματισμένος, έφερε το τηλέφωνο στ’ αυτί του για να απαντήσει στην κλήση.
Από την άλλη άκρη ακούστηκε η φωνή ενός παλιού του φίλου, που του υπενθύμιζε πως σαε λίγες μέρες, θα ολοκληρώνονταν οι ετήσιες τριήμερες εκδηλώσεις που γίνονται σε ανάμνηση του ολοκαυτώματος του Σουλίου και της αυτοθυσίας του καλόγερου Σαμουήλ και των Σουλιωτών, υπέρ της ελευθερίας. Το τηλεφώνημα, του άλλαξε αμέσως η διάθεση κι άφησε ικανοποιημένος το κορμί του να βυθιστεί στο βάθος της πλάτης της καρέκλας του γραφείου του.
Ο κυρ Θανάσης, συνταξιούχος πλέον πυροτεχνουργός του στρατού, είχε για πολλά χρόνια σαν αποστολή, να οργανώνει και να εκτελεί από το παρασκήνιο την εντυπωσιακή ανατίναξη του Κουγκίου κατά την αναπαράσταση την θυσίας των Σουλιωτών. Αυτή τη φορά όμως του δινόταν η ευκαιρία να παραστεί σαν προσκυνητής και να απολαύσει χωρίς άγχος την εκδήλωση που περιελάμβανε εκτός των άλλων και τοπικούς παραδοσιακούς χορούς που του άρεσαν ιδιαίτερα. Δεν θα ήταν άσχημη η ιδέα, να πάρει και τον εγγονό του.
Σαν έφτασε η μέρα, φόρεσε τα καλά του, μπήκαν με τον πιτσιρικά στο αυτοκίνητo και ανηφόρισαν νωρίς το πρωί προς την Παραμυθιά, για να προλάβουν τη δοξολογία.
Κάθε φορά που σκαρφάλωνε ο Κυρ Θανάσης, στα άγρια και απόκρημνα βουνά των Κασσωπαίων, στον ιερό αυτό τόπο που συμπλέκονται αδιάσπαστα ο μύθος και η ιστορία, ένα αίσθημα ελευθερίας αγκάλιαζε το στήθος του κι άθελα η σκέψη του ταξίδευε μέσα στο χρόνο. Ταξίδευε αντάμα με τους καπεταναίους και τις καπετάνισσες στην Κιάφα και στο Αβαρίκο. Και μετά στο Κούγκι και στο Ζάλογγο και στη Μονή του Σέλτσου.
Ακολουθούσε νοερά τη Μόσχω Τζαβέλλα και τις τετρακόσιες Σουλιώτισσες, που αρματώθηκαν μέσα στην απελπισιά τους και πήρανε -γυναίκες αυτές περήφανες- φαλάγγι τον εχθρό. Και τη δεκαοχτάχρονη, τη Λένη του Μπότσαρη, που την αρπάξανε τα παγωμένα νερά του Αχελώου και έγινε η θυσία της ύμνος για τη λευτεριά και παρακαταθήκη για το γένος που μόλις τότε ξύπναγε απ’ το λήθαργο της σκλαβιάς και της υποταγής. Και μετά, έφερνε στο νου του τον μεγάλο φιλέλληνα τον Λόρδο Μπάιρον, που έφτασε στην Ελλάδα το 1810 και ενώ περίμενε να δει εκείνη τη λαμπρή τη χώρα που είχε γνωρίσει στα διαβάσματά του, αντίκρισε με απογοήτευση μια χώρα βυθισμένη στην υποδούλωση.
Κι ύστερα, όταν ο Μπάιρον γνώρισε τους Σουλιώτες και του αναπτερώθηκε και πάλι η ελπίδα για τη λευτεριά, έγραψε γι αυτούς ένα υπέροχο ποίημα:
«Στο βράχο του Σουλίου και στην ακτή της Πάργας,
υπάρχουνε τα απομεινάρια
μιας γενιάς
όπως εκείνης που γεννούσαν
οι Σπαρτιάτισσες,
κι ίσως εκεί ένας σπόρος
να φυτεύτηκε,
που έχει το αίμα των Ηρακλειδών»
Έτσι, χωρίς να το καταλάβει ο κυρ Θανάσης, έφτασαν στο χώρο της γιορτής στη δύσβατη περιοχή του Σουλίου. Μια περιοχή επιλεγμένη με σοφία και στρατηγική ικανότητα, από τις πρώτες οικογένειες των Σουλιωτών που την κατοίκησαν. Μόνο από μία κατεύθυνση μπορεί κανείς να προσεγγίσει αυτό το μέρος, ακολουθώντας αναγκαστικά τη μία και μόνη στενωπό, που ελίσσεται ανάμεσα από έναν φοβερό λαβύρινθο βαράθρων, βράχων και οχυρωματικών πύργων, όπως αναφέρει στην ιστορία του ο Παπαρηγόπουλος.
Ο κυρ Θανάσης ώσπου να φτάσουν οι επίσημοι, εκμεταλλεύτηκε το χρόνο για να εξηγήσει στον εγγονό του πρώτα – πρώτα τα δικά του κατορθώματα. Πώς δηλαδή προετοίμαζε την ανατίναξη και πόσο υπεύθυνη και προσεκτική ήταν η δουλειά του. Του μίλησε επίσης για έναν αητό που πέταγε κάθε φορά πάνω απ’ τα κεφάλια τους και κάθε τόσο τους πλησίαζε σαν να ήθελε να επιβλέψει τις ετοιμασίες. Κι όλο έφερνε γύρες ακούραστος στον ουρανό μέχρι που τέλειωνε η γιορτή, για να χαθεί και πάλι στον ορίζοντα. Και μετά του είπε για την Ήπειρο και τους Ηπειρώτες που αυτοπροσδιορίζονταν σαν έθνος ελεύθερο και ανεξάρτητο από τον 6ο ακόμα π.Χ. αιώνα. Κι όλοι οι Έλληνες την Ήπειρο τη θεωρούσαν μέρος ιερό και ακρόπολη της Ελλάδας, λόγω της μορφολογίας της και τον ηρωισμό των παιδιών της. Του μίλησε για τα κατορθώματα των Σουλιωτών και τους αγώνες τους για την ελευθερία, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως του ¨21.
Ο καιρός ανοιξιάτικος. Ξεκίνησε με λιακάδα, αλλά προς το τέλος μετά την αναπαράσταση, έπιασε μια μπόρα, όχι όμως ασυνήθιστη για την περιοχή. Κοσμοσυρροή. Άντρες γυναίκες και παιδιά ανηφόρησαν στον Άγιο Δονάτο και στο βουλευτήριο με το εθνικό φρόνημα να συναγωνίζεται στο ύψος τις απόκρημνες κορυφογραμμές. Κι ύστερα η εντυπωσιακή αναπαράσταση της θυσίας του καλόγερου Σαμουήλ και των συντρόφων του και η επιμνημόσυνη δέηση και η κατάθεση στεφάνων από την πολιτεία και τις τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Χοροί τραγούδια δυο στροφές, έτσι για το καλό, γιατί ο καιρός δεν έκανε το χατίρι του κόσμου για φέτος. Ίσως κρατάει τα καλύτερα για του χρόνου.
Όλα τέλειωσαν κάτω από ένα αίσθημα χαράς κι ικανοποίησης. Κι ο κόσμος ετοιμάστηκε να φύγει. «Παππού, κοίτα! Ο αητός!». Άκουσε τον εγγονό του να φωνάζει ο κυρ Θανάσης. Γύρισε τότε το βλέμμα του ο παππούς τον ουρανό και τον είδε. Και σιγουρεύτηκε πως ήτανε ο ίδιος. Αυτός που συντροφιά και έλεγχο τους έκανε από πάντα. Ο αητός πλησίασε για μια στιγμή και του φάνηκε σα να τον χαιρέτησε κι ύστερα γύρισε κι υψώθηκε πάνω απ’ το φρούριο της Κιάφας και τράβηξε κατά το νότο. « Ίσως να πάει για το Μεσολόγγι», σκέφτηκε ο κυρ Θανάσης, «στα μέρη που αναπαύεται ο Μάρκος Μπότσαρης, ο γίγαντας αυτός της Επανάστασης».
«Παππού είμαι περήφανος για σένα, είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας», απάντησε ο μικρός στην προτροπή του παππού του να μπει στο αυτοκίνητο και τρύπωσε στην αγκαλιά του. «Του χρόνου να πάρουμε μαζί μας και τους φίλους μου».
Ο κυρ Θανάσης συγκινημένος, έβγαλε απ’ την τσέπη του το κινητό, άνοιξε τα εισερχόμενα μηνύματα και πάτησε «Διαγραφή».
«Στο υπόσχομαι», απάντησε στον εγγονό του και ξεκίνησαν…
Του ΓΙΑΝΝΗ ΔΕΒΕΛΕΓΚΑ
Join the Conversation