Το γεφύρι διάβηκα και πέρασα στην απέναντι όχθη του Αχέροντα. Ακολούθησα τις παιδικές μου μνήμες, μα και αρκετές αράδες σε βιβλία. Λέξεις που ξεπετάγονται από μέσα μου, γίνονται σκιές και ψίθυροι, μεταμορφώνονται σε ομάδα ανθρώπων που ακολουθώ στο ανηφορικό μονοπάτι. Στη Σκάλα της Τζαβέλαινας γίνομαι ένα με τους Σουλιώτες, βαδίζουμε στη στράτα για το Σούλι
Ανηφορίζουμε στο μονοπάτι που ελίσσεται μέσα στο δάσος. Το θρόισμα το κλαδιών πλέκεται με τις βαριές μας ανάσες κι εκεί ανάμεσα από τους κορμούς, η Αυγή αποκαλύπτει τις κορυφές που περικυκλώνουν τα μέρη των Σουλιωτών. Βουνοκορφές – επάλξεις που προστάτευαν την Συμπολιτεία του Σουλίου. Και στη μέση, μόλις αρχίζει να διακρίνεται, ο όγκος απ το Κούγκι, σημάδι ότι τώρα πια ο επισκέπτης έχει μπει στα μέρη του Μπότσαρη και του Τζαβέλα.
Επισκεπτης είμαι και κάτω από την Σαμονίδα αφήνω την «συντροφιά» να τραβήξει για το Τετραχώρι. Χωρίζουν οι δρόμοι μας, επιβάλλεται να παραδώσω τα διαπιστευτήριά μου στην Πύλη, στο κάστρο της Κιάφας.
Στην βορινή πλάγιά της ακολούθησα το μονοπάτι μέχρι που με έφερε κάτω από τα τείχη του Κάστρου. Πολύ πρωί ακόμα για να περάσω την πύλη του κι έτσι ανέβηκα λίγο πιο πάνω, ψηλά στα 752 μέτρα (Πύργος), περίμενα να μου δώσει τους δικούς του χαιρετισμούς ο Ήλιος.
Ξεπετάχθηκε πίσω από τις «επάλξεις», απ’ το Φλάμπουρο (1341 μ), στα ανατολικά «τείχη» του Σουλίου. Ο Πρωινός Ήλιος φώτισε την Κιάφα και όλα τα Σουλιωτοχώρια μέχρι που κι αυτός ο Ηλιάτορας βρήκε διέξοδο από το φαράγγι του Αχέροντα, άπλωσε όλες τις ακτίνες του στην πεδιάδα του Φαναρίου, πέρα από την Γλυκή και χάρισε ακόμα μια μέρα το γαλάζιο στη Θάλασσα του Ιονίου.
Αμέσως μετά ψέλλισα τη λέξη … Άνοιξη…. που μέχρι τώρα την είχα παραγκωνίσει μέχρις ότου συνειδητοποίησα ότι στεκόμουνα σ’ ένα χαλί της. Εαρινό χαλί από χαμομήλια και λογιών άλλα λουλούδια , που με την πρώτη ματιά τα κακοτράχαλα βουνά του Σουλίου το κρύβουν. Μα σαν εστιάσεις προσεκτικά, σε κάθε κομμάτι τους, στα μικρά ισιώματα, στις σχισμές των βράχων είναι κι ένα χαλί στρωμένο με μυριάδες πολύχρωμα λουλούδια. Σε ένα τέτοιο ξάπλωσα και αγνάντεψα από εδώ πάνω τα ηλιόλουστα Χωριά του Σουλίου
Ήρθε η ώρα πια και κατέβηκα προς το κάστρο της Κιάφας μπαίνοντας από τα δυτικά τείχη. Το πρώτο που σου κάνει εντύπωση είναι ο πλάτανος στο προαύλιο, στοιχηματίζεις ότι στέκει ανέπαφος εδώ και 3 αιώνες και κάτω από τα κλαδιά του ακούς τις προσταγές του Αλή. Μάλιστα η αντήχηση τους, θαρρείς ότι ακόμα είναι εγκλωβισμένη στα μισοκατεστραμένα μπουντρούμια και τις πυριτιδαποθήκες πίσω ακριβώς από τα τείχη.
Βαδίζοντας ανατολικά διασχίζεις το φρούριο και καθώς στέκεσαι πάνω από την κύρια πύλη αρχίζεις να καταλαβαίνεις τη μοναδικότητα αυτού του οχυρού. Μπορεί να κατασκευάστηκε να ελέγχει τα Σουλιωτοχώρια, αλλά με μια προσεκτική ματιά καταλαβαίνεις ότι από δω έλεγχες το Ιόνιο, νότια των Παξών και ταυτόχρονα μια ματιά στο νότο ……έφτανε να παρακολουθείς και τον Αμβρακικό Κόλπο.
Περνώ το Κατώφλι της Πύλης , κατηφορίζω προς το σέλωμα – Αυχένα που ενώνει τον Αβαρίκου με τα υπόλοιπα χωριά. Εκεί στο εικόνισμα άλλη μια ματιά προς τα τείχη της Κιάφας σε πλημμυρίζει με δέος για το επίτευγμα των κτιστάδων, να ορθώσουν αυτό το δημιούργημα εκεί ψηλά. Ένα κάστρο που η επιβλητική του όψη σίγουρα προκαλούσε, καταδυνάστευση σε όσους Σουλιώτες δεν είχαν εγκαταλείψει τον τόπο μέχρι τότε. Μα κατεβαίνοντας προς την Σαμονίδα την όψη του ήρθαν να γλυκάνουν, τούφες από κουτσουπιές με το χρώμα τους, απάλυναν την ψυχή, παρηγορόντας με στην ανηφόρα προς τον ιστορικό χώρο του Σουλίου. Εκεί με περίμενε μια έκπληξη….μύρια μικρά λουλούδια που είχαν πνίξει το χώμα. Μια εκπληκτική εικόνα, απ τα ιστορικά σπίτια των Σουλιωτών γύρω από τα πηγάδια μέχρι εδώ μπροστά μου στο Βουλευτήριο. Μια πανδαισία χρωμάτων που “έδινε” χαρά ακόμα και στις μπρούτζινες, σοβαρές εκφράσεις των ηρώων του Σουλίου. Αυτή η «Χαρά», η Δικαίωση ότι οι πράξεις τους πότισαν αυτό το χώμα και έφεραν την “Άνοιξη” σε αυτόν τον Τόπο. Ανάμεσα στη χαρά και τα χρώματα της Φύσης αποτυπόνω και τα σκαλισμένα λόγια του Λάμπρου Τζαβέλα…… «εάν ο υιός μου, νέος καθώς είναι, δεν μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη δια την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται ως υιός μου. Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας»…
Επιστολή προς τον Αλή Πασά
………Με αυτά πήρα το δρόμο για το Κούγκι, όπου μετά από λίγο, τον Αι Δονάτο αντίκρισα. Στέκεται εκεί αγέρωχος, αγναντεύει την πλάση γύρω. Είναι εδώ για να σε υποδεχθεί, να περάσεις κάτω από το καμπαναριό του, ν’ ανάψεις ένα κερί στη χάρη του και από το προαύλιο του να σε παραδώσει απέναντι στο Κούγκι.
Στο σημείο αυτό μη κάνετε το λάθος και σας αποπάρει το θέαμα από το χώρο εκδηλώσεων. Μην αρκεστείτε να μείνετε θεατές….. κατεβείτε και πάρτε το μονοπάτι προς το ύψωμα. Εκεί πάνω θα καταλάβετε πολλά ….
Ανεβαίνοντας στο Κούγκι γυρνούσαν στο μυαλό όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις για το Σούλι και τους Σουλιώτες…. ήταν Σελλοί,; Αρβανίτες; γηγενείς; ανατινάχτηκε ο Σαμουήλ εκεί πάνω; …..μαρτύρησαν οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο;
Ποια η αλήθεια, ποια η ιστορία αυτών των Ανθρώπων; Πόσο γενναίοι και σκληροτράχηλοι ήταν; ….λίγα μετρά σκέψης μου έμεναν και αυτές κόλλησαν σε ένα άρθρο που αφορούσε το Σούλι, κάποιες αράδες από το κείμενο του Γιάννη Βαρουφάκη ανηφόρισαν μαζί μου …..
«…….ούτε εμένα ενδιαφέρει εντέλει αν ο Χορός του Ζαλόγγου έλαβε χώρα, όπως μας αφηγούνταν τα ιστορικά βιβλία του ΟΕΔΒ, ή όχι. Αν, πράγματι, υπήρχε η μηχανή του χρόνου που ανέφερε ο Ματθαίος και με αυτή αποδεικνυόταν πως, όντως, οι Σουλιώτισσες τελικά δεν πήδηξαν από τον βράχο, για μένα δεν αλλάζει τίποτα. Αυτό που με ενδιαφέρει, και για το οποίο νιώθω περήφανος, είναι ότι ανήκω σε μια κοινωνία που «αποφάσισε», μέσα στον ιστορικό ρου, να οικοδομήσει την ταυτότητά της σε μια αφήγηση σαν αυτή του Χορού του Ζαλόγγου. Σε μια αφήγηση που αναδεικνύει την ιδέα πως κάποια πράγματα δεν έχουν τιμή. Ότι, όσες υποχωρήσεις και να κάνουμε υπό το βάρος της ανάγκης και της καθημερινότητας, υπάρχουν κόκκινες γραμμές που οι ενάρετοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, δεν περνούν – όποιο κι αν είναι το κόστος της άρνησης. Ακόμα κι ο θάνατος»
……αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό, μα δεν μου έμεινε άλλος χρόνος, διάβηκα το Πέτρινο κατώφλι από την οχύρωση στο Κούγκι και τότε…..τότε βιβλία, άρθρα, σκέψεις, ….παραμέρισαν, εκεί πάνω μίλησαν τα Μάτια. και η Καρδιά.
Εδώ πάνω κατάλαβα. Εδώ στο πιο ψηλό σημείο αντικρίζοντας τη Αγία Παρασκευή του Σαμουήλ, την Κιάφα πίσω μου, την Σαμονίδα χαμηλά και τα ανθισμένα λιγοστά ισώματα αυτού του τόπου. Κατάλαβα… με αυτά τα βουνά να σε περικυκλώνουν δεν έχεις άλλη επιλογή από το να παραδεχτείς ότι οι άνθρωποι που έζησαν εδώ, άσχετα πως, από που ήρθαν, τι ήταν….. με το που κατοίκισαν αυτή την χούφτα γης, σμιλεύτηκαν από τις πέτρες, πήραν την σκληράδα τους, βράχοι, θεριά γινήκαν σαν τη Βριτζάχα, το Φλάμπουρο και τον Γκορίλα. Τα βουνά τους δίδαξαν, τι σημαίνει υπερηφάνεια, να ζουν αδούλωτοι ακόμα κι ο αέρας που ανέπνεαν με ελευθερία γεμίζε τα στήθια τους. Δεν με νοιάζει τι έχει να μου πει ο οποιοσδήποτε ιστορικός, όσα αδιάσειστα στοιχεία και να μου φέρει ….Εδώ ένιωσα τι σημαίνει να σαι Σουλιώτης ….ένιωσα τον άνεμο που γλίστρησε απ τα βουνά του Σουλίου και μου ΄φερε … τις παραινέσεις της Δέσπως από την Κούλα (Πυργο) του Δημουλά, την βροντερή φωνή των Μποτσαραίων από την Μονή Σέλτσου και ….το κλάμα μιας μάνας στην άκρη του Ζαλόγγου.
Κατεβάζω το βλέμμα προς τα κάτω, αρκετά φορτισμένος συναισθηματικά και το πράσινο με τα λουλούδια της Άνοιξης αναλαμβάνουν ξανά να με ηρεμήσουν.
Παίρνω τη στράτα προς την Σαμονίδα και τη σκάλα της Τζαβέλενας. Το μονοπάτι που καθώς κατεβαίνεις, το φώς, τα κελαϊδίσματα της Άνοιξης το έχουν πια μεταμορφώσει. Ο ήχος των φυλλωσιών, ήχος χαράς γίνεται, συρτός σκοπός από τις Σουλιώτισσες που με τα παιδιά στο χέρι κατέβαιναν προς τα κάτω στον ποταμό, να πλύνουν τα ρούχα, να αλέσουν την σοδειά τους στους νερόμυλους.
Την παρέα τους ακολουθώ, κατεβαίνω και το Σούλι πια με παραδίδει…. στον Αχέροντα. Σκοτεινός με έφερε εδώ και τώρα πια γλυκό φωτεινό ποτάμι με αγκαλιάζει, εκεί δίπλα στο Μύλο του Ντάλα καταλαβαίνω τι το μεταμόρφωσε.
Βλέποντας το Τσαγγαριώτικο ρέμα να χύνεται στον Ποταμό κατάλαβα με πιο τρόπο ο Αι Δονάτος γλύκανε το νερά από το φαρμάκι του Μυθού. Δεν χωράει αμφιβολία, το καθαρό κρυστάλλινο νερό που βγαίνει μέσα από τα σπλάγχνα τον βουνών που έζησαν λεύτερες αγέρωχες ψυχές, είναι το αντίδοτο στο φαρμάκι του Μύθου. Έτσι ο Μύθος γίνεται η ομορφιά του παρόντος μ ένα ποταμό να ξεχύνεται ανάμεσα στους βράχους, σκορπώντας μια απερίγραπτη ομορφιά. Μια ομορφιά που κανένας Κέρβερος δεν μπόρεσε να εμποδίσει και αυτή πλημμυρίζει τις όχθες του Αχέροντα.
Φτάνοντας πια στην τρύπα του βράχου ακόμα κι ο δράκος έχει εξαφανιστεί.. Καθώς περνώ από μέσα, στα τοιχώματα αντηχεί ακόμα ο Αχός του Αχέροντα, μέσα του κουβαλά τον άγριο ήχο του νερού που σχίζει της Πύλες του Άδη, φέρνει μαζί του και τις βροντερές φωνές των Σουλιωτών πάνω από το Κούγκι και την Κιάφα.
Συνάμα ήχος και σκιές, καθώς «λαξεύουν» τα τοιχώματα, έχεις την εντύπωση ότι ντύνουν με παραστάσεις τον βράχο, «βλέπω» να περνούν οι ψυχές για τον μακρύ δρόμο του μισεμού και του Άδη και πλάι μου ….. Σουλιώτες και Σουλιώτισσες ζωσμένους με τα άρματα και τα μωρά αγκαλιά ….μαζί με πήραν και μόλις βγήκαμε στο φώς ξανά, γυρίσαμε μαζί, κοιτάξαμε την Κιάφα, το Σούλι που σμίλεψε την ψυχή μας με λέξεις όπως Ελευθερία. Εκεί πάνω γαλουχήθηκαν Λεύτεροι οι Σουλιώτες, αυτήν την Ελευθερία μεταλαμπάδευσαν σ όλη την Ελλάδα. Εκει πάνω βρέθηκα και εγώ, ένιωσα ….Ελεύθερος….. Σουλιώτης
Join the Conversation