Η πολιτική του Αλή Πασά, της Πύλης και των Μεγάλων Δυνάμεων στη περιοχή της Παραμυθιάς

Η πολιτική του Αλή Πασά, της Πύλης και των Μεγάλων Δυνάμεων στη περιοχή της Παραμυθιάς και την ευρύτερη περιοχή της Θεσπρωτίας τον 18ο αιώνα Γράφει ο Πέτρος Αλ....

Οι τοπικοί μπέηδες και οι Σουλιώτες είχαν επιπλέον στο πλευρό τους, τους Ενετούς, οι οποίοι «ευνοούσαν» τις διενέξεις. Αυτό γιατί οι Βενετοί ήθελαν να συγκρατήσουν τη δύναμη των πασάδων των Ιωαννίνων, με τη βοήθεια των μικρών φεουδαρών και των Σουλιωτών, για να προστατεύσουν τα εδάφη τους.

Τον Απρίλιο του 1787 ο Αλή Πασάς διορίζεται στην θέση του Ντερμπεντζέκ Πασά, με το δικαίωμα να έχει στρατεύματα σε όλες τις περιοχές της επικράτειας του και να επεμβαίνει εκμεταλλευόμενος τις τοπικές διενέξεις. Τέλη του 1787 είχε αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο της πόλης των Ιωαννίνων και του πασαλικιού. Έτσι έγινε πασάς των Ιωαννίνων.

Με τη συγκρότηση του Πασαλικιού των Ιωαννίνων υπό του Αλή Πασά και εξαιτίας των επιθετικών βλέψεων στην περιοχή και της θέλησής του για διέξοδο στη θάλασσα, δημιουργούνται καινούργια δεδομένα. Βασικό εμπόδιο για την υλοποίηση των σχεδίων ήταν οι Σουλιώτες, οι αγάδες κι οι μπέηδες της Θεσπρωτίας και γι΄αυτό έβαλε ως στόχο την κατάληψή τους.
Το 1790 αναγνωρίστηκε η δύναμή του και από τους μπέηδες του Δελβίνου και του Αργυροκάστρου, το 1971 σύναψε πολιτική συμφωνία με την Ρωσία και το 1792 έκανε την πρώτη επιχείρηση κατάληψης του Σουλίου, κατά την οποία νικήθηκε και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης.

Το 1796, εξαγόρασε τον Βοεβόδα της Άρτας και ο Αμβρακικός περιήλθε στα χέρια του, κάτι που έβαλε σε ανησυχίες τους Ενετούς, οι οποίοι μόνιμα βοηθούσαν τους Σουλιώτες και υποδαύλιζαν κάθε κίνηση συμφιλίωσης των μπέηδων της Ν. Αλβανίας με τον Αλή Πασά. Η συνθήκη όμως της Κάμπο – Φόρμης έβαλε τέρμα στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου και οι Ενετικές κτήσεις περιήλθαν στην Γαλλία, η οποία ήρθε σε επικοινωνία με όλους τους πασάδες της ευρύτερης περιοχής οι οποίοι ήταν πάντοτε έτοιμοι να εγκαταλείψουν τη Πύλη για να κυβερνούν ανεξάρτητοι περιοχές τους, στους οποίους είχε ανατεθεί η διοίκηση των.

Από την άλλη μεριά οι Γάλλοι έσπευσαν να βοηθήσουν τον Αλή Πασά, ο οποίος από το 1781 είχε δώσει χέρι φιλίας στον Λουδοβίκο τον 16ο και ο Βοναπάρτης ανταπέδωσε όταν κρίθηκε αναγκαίο για τα συμφέροντα της Γαλλίας.

Ανενόχλητος πλέον ο Αλή Πασάς κατέλαβε τους Σαράντα, το Παλέρμο και τη Χειμάρα. Οι μόνες περιοχές οι οποίες παρέμειναν στην αντίσταση ήταν οι περιοχές της Θεσπρωτίας.

Επειδή ο παραλιακός άξονας Βουθρωτό – Πάργα – Πρέβεζα – Βόνιτσα είχε περάσει στα χέρια των Γάλλων και στερούσε την διέξοδο του Αλή Πασά προς το Ιόνιο, παραβίασε τη μεταξύ τους φιλία  και τον Οκτώβριο του 1798 επιτέθηκε στη Γαλλική φρουρά της Νικόπολης και στη συνέχεια κατέλαβε τη Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Η εμφάνιση όμως του Ρώσικου στόλου του χάλασε τα σχέδια κατάληψης της Πάργας και της Λευκάδας, γιατί η Ρωσία, τώρα, ήταν σύμμαχος της Πύλης.

Το 1798 – 1799, οι Γάλλοι, νικήθηκαν στα παράλια της Ηπείρου και η Κέρκυρα καταλήφθηκε από τους Ρώσους, με την βοήθεια αρκετών, πασάδων και αγάδων, αντιπάλων του Αλή Πασά.

Το 1800, ο Αλή Πασάς, πραγματοποίησε και δεύτερη επίθεση κατά του Σουλίου, στην οποία νικήθηκε και πάλι. Η νέα ήττα, του Αλή Πασά, στάθηκε η αφορμή συγκρότησης ενός νέου συνασπισμού των αντιπάλων του, τον οποίο συγκροτούσαν οι Πασάδες της Αλβανίας (Μουσταφάς Πασάς και Ιμπρήμ Πασάς) με τους κατοίκους της Πάργας και οι αγάδες της Θεσπρωτίας (Ισλάμ Τιφόνιο, Χασάν Τσάπαρης, Μαχμούτ Ντελιάν). Ο πόλεμος του Αλή Πασά  ενάντια σε αυτό το συνασπισμό έγινε στην ευρύτερη περιοχή της Παραμυθιάς, αλλά και μέχρι την Κέρκυρα, ο οποίος ήταν σκληρός και κράτησε ως τα μέσα του 1802.

Για να ανταπεξέλθει στη νέα κατάσταση ο Αλή Πασάς έκανε ειρήνη με τους Σουλιώτες και διέσπασε το συνασπισμό παίρνοντας με το μέρος του, τους μικρούς αγάδες. Αλλά δεν κατάφερε να κατακτήσει και τις ενετικές πόλεις, γιατί με τη συνθήκη της 1ης Απριλίου 1800 μεταξύ της Πύλης και της Ρωσίας, αναλάμβαναν αφενός υπο την προστασία τους τη Δημοκρατία της Επτανήσου και αφετέρου στην Ήπειρο δημιουργήθηκε αυτόνομη περιοχή, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση των πρώην ενετικών κτήσεων υπάλληλος της Πύλης. Έτσι ο Σουλτάνος κατάφερε και τον Αλή Πασά να περιορίσει και τη περιοχή να τη μεταβάλει σε τιμάριο της οικογένειας του. Τον Μάρτιο του 1800 στάλθηκε φιρμάνι στον Αλή Πασά να αποχωρήσει από τις πρώην ενετικές κτήσεις και τη διοίκηση τους ανέλαβε ο κυβερνήτης Αμπντούλ- Μπέης, ο οποίος, επειδή ο Αλή Πασάς δεν αποχωρούσε, άρχισε να υποστηρίζει τους Σουλιώτες, τους μπέηδες  και τους αγάδες της Θεσπρωτίας. Όμως, τον Απρίλιο του 1802 η Πύλη «από ανάγκη» έδωσε στο Αλή Πασά τον υψηλότερο τίτλο, του Βαλή της Ρούμελης, ο οποίος επέβαλε την τάξη από τη δράση των ληστών (ντάγκλι) και του Παζβάντ – Ογλού, σε μεγάλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τίτλος ο οποίος του αφερέθηκε στις 13 Ιουνίου 1803, μετά από έντονες διαμαρτυρίες των αγάδων της Ρούμελης, αλλά και επειδή ο Σουλτάνος (Σελήμ ΙΙΙ) φοβήθηκε τη μεγάλη εξάπλωση που είχε σημειώσει ο Αλή Πασάς

Στις 24 Δεκεμβρίου 1803, ο Αλή Πασάς, μετά από συνεχή πολιορκία, υποχρέωσε τους Σουλιώτες σε παράδοση του Σουλίου και στη συνέχεια δρομολόγησε την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας με την Αγγλία, η οποία ζητούσε ευκαιρία να διεισδύσει στην Οθωμανική αυτοκρατορία, εις βάρος της Ρωσίας και της Γαλλίας.

Ποτέ η Ρωσία δεν έβλεπε με καλό μάτι τις όποιες καλές σχέσεις του Αλή Πασά με την Γαλλία. Γι αυτό θεωρούσε απαραίτητο, τα καίρια σημεία των παραλίων να παραμείνουν σε χέρια φιλικά ή να τα βοηθά να ανακαταλάβουν τα σημεία τα οποία είχε αρπάξει ο Αλή Πασάς, όπως Πρέβεζα, Βουθρωτό, κτλ.

Όταν ο Αλή Πασάς διεξήγαγε το πόλεμο ενάντια στους Σουλιώτες δεν ενόχλησε καθόλου τους μπέηδες της Θεσπρωτίας, αλλά αντίθετα, είχε στο πλευρό του μερικούς απ΄ αυτούς. Όταν λοιπόν τελείωσε το πόλεμο με τους Σουλιώτες άρχισε να καταλαμβάνει τα εδάφη τους. Ο Χασάν Τσάπαρης έγραφε, στις 13 Μαΐου 1804, στον αντιπρόσωπο της Ρωσίας, στην Κέρκυρα, Μπενάκη για τον Αλή Πασά, ότι αυτός επιθυμεί να καταλάβει αυτή τη περιοχή γιατί είναι παραθαλάσσια και ότι οι μπέηδες της επιθυμούν να αρχίσουν το πόλεμο κατά του Αλή Πασά και συνεννοούνται γι αυτό με τους πασάδες και μπέηδες της νότιας Αλβανίας, τον Μουσταφά Πασά, τον Σελήμ Μπέη από το Δέλβινο, τον Μαχμούτ Νταλιάν από την Κονίσπολη, τον Ισπασιάν από το Ζουλιάτι, τον Ντεμίρ Ντόστον από το Καρδίκι, κ.α. Σε λίγες ημέρες, 29 Μαΐου, μεταξύ των αγάδων της Παραμυθιάς και της Κονισπόλεως, του Μουσταφά Πασά, του Σελήμ Μπέη, των κατοίκων του Δελβίνου και της Κονισπόλεως, υπογράφτηκε συνθήκη συμμαχίας, στην οποία προβλεπόταν ότι το Δέλβινο και η Κονίσπολη, επειδή η συμφωνία ειρήνης που είχαν με τον Αλή Πασά ήταν σε ισχύ, θα βοηθούσαν κρυφά τους άλλους αγάδες και ότι στον αγώνα θα εισερχόταν και οι Σουλιώτες.

Η θέληση της Ρωσίας για παροχή βοήθειας στους μπέηδες και αγάδες της Νότιας Αλβανίας και της Θεσπρωτίας και ο φόβος των, μετά την επικράτηση του Αλή Πασά έναντι των Σουλιωτών, έδωσαν τη δυνατότητα συγκρότησης ενός νέου συνασπισμού ενάντια στον Αλή Πασά.

Οι συμμετέχοντες στο νέο συνασπισμό, επειδή είχε τις ευλογίες της Ρωσίας, η οποία όμως ήθελε και τη διατήρηση των καλών σχέσεων με την Πύλη, υποστήριζαν ότι είναι πιστοί υπήκοοι της Πύλης και ότι ο Αλά Πασάς είναι αποστάτης. Στη δε συμφωνία που υπέγραψαν στις 27 Ιουνίου 1804, οι Χασάν Τσάπαρης και Χασάν Πρόνιος με τον Μοτσενίγκο ανάφερε μεταξύ άλλων, ότι ο Κόμης Μοτσενίγκο, πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της μεγάλης Αυτοκρατορικής Αυλής της Ρωσίας, γνωρίζει την αγάπη, την πίστη και το σεβασμό, τον οποίο θρέφουν ο Χασάν Αγάς Τσάπαρης και ο Χασάν Αγάς Πρόνιος, προς την Υψηλήν Οθωμανικήν Πύλην και επίσης ότι όχι μόνον διώκονται και αδικούνται συνεχώς από τον Αλή Βεζύρη, αλλά και ότι η δράση του τελευταίου βλάπτει την Υψηλή Πύλη, απεφάσισε, αποδεικνύοντας τη φιλία της συμμάχου Ρωσίας, να τους βοηθήσει όσο το δυνατόν πιο πολύ να υπερασπίσουν τα εδάφη τους από τον εχθρό.

Οι προκηρύξεις, που έγραφαν ότι οι «Τσαμούριοι» συμμάχησαν με τη Ρωσία για να πάρουν τα εδάφη και την εξουσία των υπηκόων της Πύλης, τις οποίες έριξε στην περιοχή του Μωριά και ο πλούτος που μοίρασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλή Πασάς, είχαν όμως ως αποτέλεσμα να πλεύσει στα παράλια της Θεσπρωτίας – Κέρκυρας ο Τούρκικος στόλος και να τον εφοδιάσει με πολεμικό υλικό. Η δε  Ρωσία να στραφεί προς τον Αλή Πασά και να σταματήσει τη βοήθεια, ανεξάρτητα αν οι Σουλιώτες πέρασαν στη Θεσπρωτία και πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Μεταξύ της Ρωσίας και του Αλή Πασά έγινε ειρήνη μέσω του Μητροπολίτου Άρτας Ιγνάτιου, με τη συμφωνία να αποσυρθεί ο Αλή Πασάς από τις πρώην ενετικές πόλεις και να σεβαστεί τους Ρώσους αντιπροσώπους στην Ήπειρο, οι Σουλιώτες να παραμείνουν στην Κέρκυρα, κτλ. Η παρουσία της Ρωσίας στην Ήπειρο δεν άρεσε στη Πύλη. Εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο καλούσε τους αγάδες της Θεσπρωτίας να υποταχθούν στον Αλή Πασά και διέταξε το Τούρκο Ναύαρχο Σερεμέτ Μπέη να μεταβεί στα παράλια της για να τους πείσει να «ειρηνεύσουν». Έτσι το Νοέμβριο του 1804 ο Αλή Πασάς έκλεισε ειρήνη, με το δικαίωμα να διατηρεί φρουρά στην Παραμυθιά και το Μαργαρίτι.

Μετά το 1804, ο Αλή Πασάς, για ασφάλεια προχώρησε σε ανταλλαγή του πληθυσμού. Δηλ. εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία Έλληνες να μεταφερθούν σε περιοχές που έλεγχε της Αλβανίας και στις θέσεις τους να μεταφερθούν μουσουλμάνοι. Μετέφερε δε μουσουλμάνικες οικογένειες και στο Σούλι,  για να ζουν εκεί και να είναι συγχρόνως και φρουροί. Στη δε Νότια Αλβανία δημιούργησε δικούς του υποστηρικτές (κόμμα). Αυτές οι ενέργειες έβαλαν σε ανησυχία τους μεγάλους μπέηδες (Χασάν Τσάπαρη, Πρόνιο, Μαχμούτ Ντελιάνι, κτλ), οι οποίοι ζήτησαν βοήθεια από την Ρωσία και την οποία δεν έλαβαν ποτέ καθώς αποσύρθηκε από την περιοχή της Θεσπρωτίας.

Την εμφάνισή της, στη περιοχή, έκανε η Αγγλία, η οποία δεν έβλεπε με καλό μάτι τι σχέσεις Πύλης – Ρωσίας και η οποία ήθελε πολύ ένα πόλεμο μεταξύ Αλή Πασά και των μπέηδων της Θεσπρωτίας και της Νότιας Αλβανίας. Αυτό έγινε αρχές Μαρτίου του 1806 με τους μπέηδες της Παραμυθιάς και τον Μουσταφά Πασά του Δέλβινου. Η συσπείρωση στο πρόσωπο του Μουσταφά ήταν μεγάλη και επεδίωκε την κατάληψη της Παραμυθιάς, του Μαργαριτίου, του Δέλβινου και του Βουθρωτού. Οι επιτυχίες στον Παρακάλαμο και το Δέλβινο ήταν μεγάλες. Μεγάλες μάχες έγιναν και στην περιοχή της Παραμυθιάς, στην οποία ο Αλή Πασάς έστειλε στρατό (6000 άνδρες) υπό τον Μουχτάρ πασά, από τα Ιωάννινα και ο πόλεμος έγινε ακόμα πιο σκληρός. Μέχρι το Καλοκαίρι του 1806 δεν είχε καταφέρει να επικρατήσει.

Ο πόλεμος στην ευρύτερη περιοχή της Θεσπρωτίας, ο ξεσηκωμός των Σέρβων βόρεια, η διαμάχη υποβίβασης για τα μάτια της Πύλης μεταξύ των πασάδων, οι νέες μεταρρυθμίσεις (Σελήμ ΙΙΙ),τις οποίες και δεν ήθελε, και η κρίση όπως διαμορφωνόταν για την Οθωμανική αυτοκρατορία, έφεραν τον Αλή Πασά σε δύσκολη θέση. Σκέφτηκε  τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά η Αγγλία ήθελε καλές σχέσεις με την Πύλη, και η Γαλλία είχε προσεγγίσει τα σύνορά του και είχε ως πολιτικό στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας. Γι΄ αυτό σκέφτηκε να στραφεί πάλι προς την Ρωσία, υποσχόμενος ότι θα εγκαταλείψει τη Γαλλία, πιστεύοντας ότι θα τον βοηθήσει να τελειώσει και οριστικά τον πόλεμο στην περιοχή της Θεσπρωτίας.  Αυτό δεν έγινε γιατί αρχές του 1806, τον έβγαλε από το αδιέξοδο η ίδια η Πύλη, η οποία τον κάλεσε με φιρμάνι να εισβάλει στις πρώην ενετικές πόλεις. Με αυτόν τον τρόπο κατέλαβε στις 6 Δεκεμβρίου και στις 14 Δεκεμβρίου 1806, την Πρέβεζα και την Βόνιτσα αντίστοιχα και στη συνέχεια,  όλες τις πρώην ενετικές παραλιακές πόλεις, εκτός της Πάργας, παραβιάζοντας την Ρωσοτούρκικη συνθήκη της 1ης Απριλίου 1800. Μετά άρχισε ο ρωσοτούρκικος  πόλεμος και ο Αλή Πασάς έγινε ο αφοσιωμένος της Πύλης. Τον Ιανουάριο του 1807 συνέλαβε τους Ρώσους Πρόξενους που ήταν στην περιοχή του. Σε αντιπερισπασμό, η Ρωσία, άρχισε πάλι να βοηθά τον Μουσταφά Πασά του Δελβίνου, τον Χασάν Τσάπαρη, τον Μαχμούτ Ντελιάνι, κ.α. Επίσης συγκρότησε σώμα των «ελεύθερων σκοπευτών» από Χειμαριώτες και τέσσερις λόχους Σουλιωτών. Η Ρωσία ήταν ένα συνεχές εμπόδιο εξάπλωσης του Αλή Πασά. Η ανακωχή μεταξύ της Γαλλίας και της Ρωσίας που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα η Κέρκυρα να ξαναπεράσει στους Γάλλους, προς δυσαρέσκεια του, ο οποίος ζήτησε το Σεπτέμβρη του 1807 πάλι τη βοήθεια της Ρωσίας, η οποία στις 1η Οκτωβρίου εγκατέλειψε την Κέρκυρα.

Η Γαλλία ήθελε να αποκτήσει πρόσβαση στην Ήπειρο και γι΄ αυτό ζήτησε από τη Πύλη, το Βουθρωτό, η οποία διέταξε τον Αλή Πασά, τέλη Φεβρουαρίου 1808, να το παραδώσει, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Η Γαλλία, συνεχώς, έστελνε βοήθεια στους εχθρούς του και εκείνος ζήτησε την βοήθεια της Αγγλίας,  οποία βρισκόταν σε πόλεμο με την Πύλη και επιζητούσε πολεμική εμπλοκή του Αλή Πασά με την Γαλλία. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, γιατί εκείνος ήθελε μόνο πολεμικό υλικό και για να αποκτήσει την εύνοια της Πύλης μεσολάβησε να σταματήσει ο πόλεμος μεταξύ αυτής και της Αγγλίας. Τελικά, η Αγγλία, μπροστά στη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν, Ρωσοτουρκικός πόλεμος, Γαλλο-Ρωσική συμμαχία, ρευστή πολιτική κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, επειδή ήθελε τον Αλή Πασά εμπόδιο στις βλέψεις της Ρωσίας να εξαπλωθεί στα δυτικά Βαλκάνια, αποφάσισε να τον βοηθήσει παραχωρώντας του το Παλέρμο (Χειμάρα) και έδωσε την  υπόσχεση παραχώρησης και των Επτανήσων με τον όρο να πληρώνει φόρο στον Άγγλο Βασιλιά. Επειδή όμως ο Αλή Πασάς δεν ήθελε να γίνει όργανο των Άγγλων, ταυτόχρονα ζητούσε την βοήθεια της Ρωσίας, αλλά έκανε διαπραγματεύσεις και με τους Γάλλους για την Πάργα. Τελικά πήρε βοήθεια από την Αγγλία για την χρησιμοποιήσει ενάντια στους εχθρούς του. Με συνεχείς πολέμους, που έκανε από το 1809 έως το 1811, κατέλαβε το Μπεράτι, τη Χειμάρα, τα παράλια της Θεσπρωτίας, την Αυλώνα, το Αργυρόκαστρο και το Γαρδίκι. Οι διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες καθόρισαν και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Για παράδειγμα, για τους Χειμαριώτες η επικράτησις του  Αλή Πασά σήμανε τη τελική υποταγή στους φεουδάρχες και για αυτό μαχόταν ενάντια του. Αυτό όμως δεν έγινε στη Θεσπρωτία, την οποία διοικούσε πλήθος αγάδων και μπέηδων οι οποίοι ήταν σε συνεχή πόλεμο μεταξύ των. Εδώ, όπως γράφει ο Πουκεβίλ, ο λαός ήταν ευνοϊκώς διατεθειμένος ως προς τον Αλή Πασά, προτιμώντας να εξαρτάται από έναν ισχυρό άρχοντα παρά να είναι έρμαιο των διαθέσεων, απειράριθμων, μικρών φεουδαρχών. Ξεσήκωνε τα χωρία ενάντια στα κύρια και μετά τα καταλάμβανε. Έτσι, ο Αλή Πασάς έγινε κύριος όλης της  Θεσπρωτίας και της ευρύτερης περιοχής.

Συμπέρασμα: η περιοχή, τη περίοδο του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από έντονες πολεμικές συρράξεις μεταξύ του Αλή Πασά από τη μια μεριά και των ντόπιων αγάδων, των μπέηδων και των Σουλιωτών από την άλλη. Η κάθε πλευρά χρησιμοποίησε ως σύμμαχο της, στην αρχή του Βενετούς και μετά κάθε φορά και μία από τις μεγάλες δυνάμεις, τη Ρωσία, τη Γαλλία ή την Αγγλία, που καραδοκούσαν να επωφεληθούν και να κατοχυρώσουν τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή, μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η αυγή του 19ου αιώνα έστεψε νικητή, τελικά, τον Αλή Πασά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η Θεσπρωτία και η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, να παραμείνει υπό την Οθωμανική κυριαρχία άλλον έναν αιώνα.

In this article

Join the Conversation