Η Παραμυθιά μέσα από το συγκλονιστικό ημερολόγιο του νεαρού Βασίλειου Κραψίτη. Μέρος 8ο

Η ταραγμένη περίοδος στην Παραμυθιά, από το 1939 μέχρι και το 1946, παρουσιάζεται γλαφυρά μέσα από το προσωπικό ημερολόγιο του νεαρού τότε Βασίλειου Κραψίτη, όπως αυτό δημοσιεύτηκε από...

Από τα παλιά τα χρόνια -τι κατάρα, τι ντροπή- η γλυκόθωρη Διχόνοια τους Ρωμιούς δολοφονεί.
Αίματα, κραυγές και θρήνοι ηρώων, δίκαιων, σοφών άσπροι της ομόνοιας κρίνοι ας γίνουν των ευαγγελισμών τη φωνή, να υψώσουν στ’ άστρα -Έλληνες, αγαπηθήτε- για να πέσουνε τα κάστρα και ποτέ να μην πονείτε.
Φως και λούλουδα η μοίρα και τα’ Αλέξανδρου η κλαγγή κάνουν την καρδιά πορφυρά Που στην Δόξα οδηγεί.
Χυν’ η Ειρήνη, μύρια δώρα που ανθίζουν την καρδιά.
Της Διχόνοιας σβήν’ η μπόρα, -Εμπρός παιδιά! Εμπρός παιδιά, απ’ το σάλπισμα των πόνων στην νυχτιά την τραγική με το φως των Παρθενώνων όλα φως, χαρά, ζωή.

Στη γραφομηχανή του Ειρηνοδικείου, όπου εργάζεται ο αδελφός μου Βαγγελάκης δακτυλογραφώ αρκετά αντίγραφα του ποιήματός μου αυτού, χωρίς την αφιέρωσή μου, που με τον Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη, τα σκορπίζουμε την ίδια νύχτα σε κοντινούς στα κτίρια των Ιταλικών Αρχών Κατοχής (των Υπηρεσιών τους) χώρους σε σπίτια μουσουλμάνων και μερικών οπαδών ΕΔΕΣ και ΕΑΜ. Την άλλη μέρα δημιουργείται κάποιος θόρυβος, χωρίς συνέπειες. Μόνον οι μουσουλμάνοι διερμηνείς και συνεργάτες των Ιταλών φαίνονται κάπως μουδιασμένοι.

Μάιος 1943: Με προκηρύξεις της Κυβέρνησης Ιωαν. Ράλλη, που ρίχνουν από αεροπλάνα Ιταλοί και Γερμανοί, καλούνται οι Ανταρτικές Οργανώσεις να καταθέσουν τα όπλα μέχρι την 20-5-1943. Παράλληλα οι Άγγλοι με προκηρύξεις τους με τίτλο: «ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΗΡΩΙΚΑΣ ΕΘΝΙΚΑΣ ΟΜΑΔΑΣ», τις ενθαρρύνουν για τη συνέχιση του αγώνα τους. Ο Οικουμενικός Έφορος Παραμυθιάς Γεώργιος Σουλιώτης αντέδρασε επίμονα και με κίνδυνο της ζωής του στην από τους Μουσουλμάνους ανακατάληψη αγροτικών παλαιών περιουσιών τους που είχαν νόμιμα πουλήσει σε χριστιανούς ή είχαν απαλλοτριωθή όπως και των Χριστιανών μεγαλοκτηματιών – από το Ελληνικό Κράτος. Παράλληλα υποβοήθησε με υπηρεσιακή κάλυψη την έξοδο στις ανταρτικές ομάδες των υφισταμένων του Κ. Μαυροσκότη και Κ. Ι. Αναγνωστόπουλου. Το σπίτι όπου διαμένει στη γειτονιά μου, είναι ένα από τα καταφύγια σε δύσκολες ώρες εμένα και του γιατρού Λευτέρη Βαλασκάκη.

21-5-1943: Πριν ακόμα χαράξη, οι Ιταλικές δυνάμεις ενεργούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτικών δυνάμεών μας από δύο τομείς: α) Τάγμα 250 Ιταλών και 150 Μουσουλμάνων, από τη θέση «Σκάλα της Παραμυθιάς» επιτίθεται εναντίον των ανταρτών μας της περιφέρειας του χωριού Ποπόβου. Και β) Φάλαγγα από 90 Μουσουλμάνους και 25 Ιταλούς με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Βερντινουά του βουνού Κουρίλας «Άγιος Αρσένης», κυρίευσε την αφύλαχτη θέση «Σταυρός» και το Σέλλωμα-Ποπόβου. Είναι φανερή η προσπάθειά τους εγκλωβισμού των ανταρτών μας από δύο αντίθετες θέσεις. Οι Ιταλομουσουλμάνοι κατατροπώθηκαν, σκοτώθηκαν δέκα (10) Ιταλοί στρατιώτες και οχτώ (8) μουσουλμάνοι, πιάστηκαν δε αιχμάλωτοι εφτά (7) Ιταλοί στρατιώτες. Φόβος και τρόμος σ’ όλο το χριστιανικό πληθυσμό της Παραμυθιάς. Κρατώ ιδιαίτερα σημειώσεις και πληροφορίες.
Τέλη Μαΐου 1943: Ο δικηγόρος και φίλος Βίλης Βαλασκάκης, είκοσι ακριβώς νύχτες κοιμάται στο σπίτι μου για ν’ αποφύγη την τυχόν άμεση σύλληψή του παραμένοντας στο σπίτι του. Πολλές νύχτες συζητάμε ως αργά μετά τα μεσάνυχτα. Η μητέρα μου τον περιποιείται σαν παιδί της. Τώρα, με χίλια βάσανα κατόρθωσε να πάρη άδεια ταξιδιού του για την Αθήνα, από όπου δεν πρόκειται να γυρίση αν δεν ελευθερωθή η πατρίδα μας.

Ιούνιος 1943: Α’ 20ήμερο: Φεύγω από την Παραμυθιά για αναζήτηση στην ορεινή Άρτα της αδελφής μου Θοδωρούλας Βιλαέτη και των παιδιών της. Ταξιδεύω με «γκαζοζέν» αυτοκίνητο πέντε μέρες, ως που μέσω των Ιωαννίνων να φθάσω στην Άρτα. Άδικος ο κόπος. Ο εκεί Διοικητής Χωρ/κής, μου γνωρίζει ότι οι αντάρτες ανατίναξαν τα γιοφύρια και συνεπώς η συνέχιση του ταξιδιού μου είναι αδύνατη. Γυρίζω με το ίδιο μέσο στα Ιωάννινα και καταφεύγω στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Ο γνωστός μας διευθυντής του Ευθύμιος Λύτσικας μ’ ενημερώνει ότι από δύο (2) μέρες νωρίτερα μένει εκεί ο αδελφός μου Βαγγελάκης που μετατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων.
Τον συναντώ αμέσως. Μου γνωρίζει ότι νοίκιασε ένα δωμάτιο στην οδό Πουλίου Δράκου, αριθ. 10, της κυρά Μυγδάλως, όπου μένει και ο Φώντας Ρίγγας, υπάλληλος Α.Τ.Ε. και άλλοι Παραμυθιώτες. Στη συνέχεια μου δίνει ένα έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών για μένα (που το πήρε την παραμονή της αναχωρήσεώς του από την Παραμυθιά) με το οποίο μου ανακοινώνονται ο διορισμός μου ως εφοριακού υπαλλήλου (την πρώτη σχετική μου αίτηση την έκανα την Άνοιξη του 1942, τη δεύτερη το φθινόπωρο του 1942 και δύο υπομνησιακές νεώτερες μέσα στο 1943) και μου γνωρίζονταν η άμεση υποβολή μερικών πιστοποιητικών, όπως υγείας κλπ. Μέσα σε δύο μέρες ετοίμασα όλα τα πιστοποιητικά στα Ιωάννινα, τη δε τρίτη μέρα, αφού αρμόδια (μέσω της Γεν. Δ/νσεως Ηπείρου) τα υπέβαλα στο Υπουργείο Οικονομικών, επιστρέφω στην Παραμυθιά.

Β’ 10ήμερο Ιουνίου 1943: Είναι πρωϊνό, ώρα (10) δέκα περίπου. Παρακολουθώ το φίλο μου γιατρό Λευτέρη Βαλασκάκη που παίζει τάβλι. Ένα βαρύ χέρι πέφτει στον αριστερό μου ώμο ενώ μια άγρια φωνή, λέει: «Αυτός είναι». Το χέρι και η φωνή ήταν του γνωστού οργάνου της Καραμπινιερίας Λευτέρη Τσιάμη, από το χωριό Ελευθεροχώρι της Παραμυθιάς. Ταυτόχρονα ένα άλλο χέρι (του Ιταλού μπριγκαντιέρη = ενωματάρχη) έπεσε βαρύ στο δεξιό μου ώμο, ενώ η φωνή του είναι επιτακτική, όπως τους ακολουθήσω. Μέσω της αγοράς μεταφέρομαι με τη συνοδεία τους στη «Φινάντσα» που στεγάζονταν στο σπίτι του Τσίλη Μάρε. Με κλείνουν στο σκοτεινό υπόγειο του Οικήματος, όπου χάνω τη συναίσθηση του χρόνου. Κάποτε με μεταφέρουν στο Γραφείο του Μοιράρχου (Τενέντε) Μπουσκάγια, ο οποίος με ανακρίνει με διερμηνέα το συμπατριώτη μουσουλμάνο Φετχή Αλιούς Καπόνη. Η κατηγορία μου είναι: α) Για έντονη Ελληνική δράση, β) Για συντάκτη του επαναστατικού -όπως ο Μπουσκάγιας το χαρακτηρίζει- ποιήματος με τίτλο «Η Διχόνοια» και γ)κυριότερα ως πράκτορα της Αγγλικής Κατασκοπείας. Την τελευταία αυτή κατηγορία (και κολάσιμη με την ποινή του θανάτου) τη στηρίζει στο ότι γνώριζα την από τους συμμάχους κατάληψη του Τομπρούκ, μάλιστα την ίδια μέρα της πτώσεώς του.
Αρνήθηκα όλες τις κατηγορίες, στη γροθιά δε που ο Μπουσκάγιας μου έδωσε στο πηγούνι για να μαρτυρήσω τα γεγονότα και τους συνένοχούς μου στο δίκτυο κατασκοπείας μας υπέρ των Άγγλων, του απάντησε η περιφρόνησή μου ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσα. Η επιμονή του όμως για την ανωτέρω κατηγορία με έκανε να εντοπίσω τον κατήγορό μου. Και συγκεκριμένα ως εξής: Την ημέρα της συλλήψεώς μου, ήτοι ημέρα Τρίτη και ώρα 7η το πρωί, διάβαζα όπως πάντα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Συχνά, την ίδια περίπου ώρα κατέβαινε το δρόμο του Διοικητηρίου (και υποχρεωτικά από το δρόμο του σπιτιού μου) ο γνωστός μου από τα γυμνασιακά χρόνια Ισούφ Μαλήκ Πρόνιος, ο οποίος πλησιάζοντας κάτω από το μπαλκόνι μου, με καλημέριζε και στη συνέχεια αστειευόμενος μου επαναλαμβάνει την ίδια φράση: «άντε, βρε να εξισλαμισθήτε!…». Εκείνο το πρωϊνό τον προσκάλεσα να έλθη στο σπίτι μου, όπως και έκανε. Τότε, έχοντας, σύμφωνα με τη μετάδοση της προηγούμενης νύχτας των ειδήσεων του Ραδιοσταθμού του Λονδίνου, υπ όψει μου την πτώση του Τομπρούκ, του είπα: «ας αφήσουμε τα αστεία καιρός είναι οι ομόθρησκοι της Παραμυθιάς και των χωριών της να σταματήσουν τα εγκλήματα κατά των Ελλήνων χριστιανών που τους έχουν μεταβάλλει σε κτηνώδη υποκείμενα». Αιφνιδιασμένος από τη φράση μου, ίσως και να τη νόμισε απειλητική, μου απάντησε: «Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς; Το ‘βαλες να φας το κεφάλι σου;» Τότε, χωρίς δύναμη αυτοκυριαρχίας, του είπα: «Ισούφ, έπεσε το Τομπρούκ ο πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του». Τρομαγμένος ο Ισούφ έφυγε βιαστικά από το σπίτι μου, προφανώς πηγαίνοντας στο καφενείο της αγοράς του Μαζάρ Μπέου, όπου συγκεντρώνονται οι Πρόκριτοι των μουσουλμάνων.
Τώρα που ανακρίνομαι και αναπλάθω τα ανωτέρω, λέγω στον Ιταλό Μοίραρχο Μπουσκάγια: «Από το δρόμο του σπιτιού μου περνάνε κάθε εβδομάδα 2 ή τρεις αγωγιάτες στην επιστροφή τους από τα Ιωάννινα. Σήμερα, τα χαράματα, ένας από αυτούς (άγνωστός μου), όταν τον ρώτησα αν έχει καμιά εφημερίδα των Ιωαννίνων, μού δωκε μια, εκδόσεως του Δημ. Κάτση, από τη μελέτη δε του Ιταλικού ανακοινωθέντος έβγαινε για ένα καλό αναγνώστη το συμπέρασμα της πτώσεως του Τομπρούκ. Γι’ αυτό και μίλησα έτσι στον Ισούφ Πρόνιο, ο οποίος και σας έδωκε την εναντίον μου πληροφορία». Με άγριες φωνές ο Μπουσκάγια ζητάει να μάθη ποιος πουλάει εφημερίδες των Ιωαννίνων στην πόλη μας. Διακινδυνεύοντας τα πάντα σε περίπτωση που ο τύπος των Ιωαννίνων δεν δημοσίευε τέτοιο ανακοινωθέν, του είπα: «Αντιπρόσωπος στην πόλη μας της εφημερίδος του Δημ. Κάτση των Ιωαννίνων, είναι ο κ. Ιωάννης Μητσιώνης», ο οποίος σε λίγα λεπτά της ώρας μεταφέρθηκε στο Γραφείο του Μπουσκάγια. Στις πρώτες ερωτήσεις τούτου, τις οποίες μεταφράζει ο μουσουλμάνος Φετχή Καπόνη, ο κ. Ιω. Μητσιώνης, γυρίζει προς το μέρος μου, λέγοντας: «Τι σου έκανα παιδί μου Βασιλάκη για να δεινοπαθώ τώρα;» Με ψυχραιμία τον ενημερώνω τι ακριβώς είπα στον Μπουσκάγια, οπότε ο κ. Μητσιώνης με θάρρος του λέει: «Ναι! Εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος στην Παραμυθιά της εφημερίδος του Δημ. Κάτση. Σας έφερα και δυό φύλλα της, ένα της χθεσινής ημερομηνίας και ένα της σημερινής (ήταν προφανώς απόγευμα γι’ αυτό και είχε το φύλλο της σημερινής ημερομηνίας). Ο διερμηνέας Φετχή Καπόνη διαβάζει το Ιταλικό Ανακοινωθέν μεταφράζοντάς το αργά από την Ελληνική, που ήταν δημοσιευμένο στην Ιταλική, από την έκφραση δε του προσώπου του Μπουσκάγια καταλαβαίνω ότι δικαιώνει το περιεχόμενο της καταθέσεώς μου (προφορικά). Τελικά αφήνομαι ελεύθερος. Γράφω τώρα στα τέλη Ιουνίου 1943 τα ανωτέρω στο σπίτι της θείας μου (αδελφής της μητέρας μου) Τούλας Φ. Φίλη, όπου κρύβομαι, λόγω οργίων και νέων δολοφονιών, από τους μουσουλμάνους, χριστιανών κατοίκων των συνοικισμών «Σιαμέτια» και «Κεφαλόβρυσο».

Αρχές Ιουλίου 1943: Στα Ιωάννινα εγκαταστάθηκε το υπό τον στρατηγό Λάνς 22ο Γερμανικό Σώμα. Στην Παραμυθιά εγκαταστάθηκε η από χίλιους διακόσιους (1200) Ουγγαρορουμάνους Μεραρχία «Εντελβάις». Από την ώρα της εγκαταστάσεώς της εντάχθηκαν σ’ αυτή οι αρχιεγκληματίες αδελφοί Μαζάρ και Νουρή Ντίνο με όλους σχεδόν τους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας.
Με την προστασία των Γερμανικών Αρχών Κατοχής οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες ίδρυσαν στη Θεσπρωτία Κυβέρνηση με τίτλο: «ΚΣΙΛΙ ΝΑΣΙΟΝΑΛ ΣΚΙΠΕΤΑΡ», ήτοι Εθνική Αλβανική Επιτροπή, που για συντομία καλούνταν «ΞΙΛΙΑ». Επίσης συγκρότησαν ένοπλη χωροφυλακή «Τζενταρμερία» και Τάγμα Επίστρατων, ηλικίας από 14 μέχρι 35 χρόνων. Τελικά ανακήρυξαν επίσημα την Αυτονομία της Θεσπρωτίας με σκοπό τη μελλοντική της ένταξη στο Αλβανικό Κράτος.
Είμαστε η γενιά των απελπισμένων. Λίγα χρόνια νωρίτερα, μερικοί από εμάς τους τραγικούς σήμερα νέους είχαμε βυθιστεί στον επιστημονικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό και των Γερμανών μέχρι του τέλους ΙΘ’ αιώνα. Τώρα, αδυνατούμε να δεχτούμε τους χιτλερικούς Γερμανούς για απογόνους των Γερμανών που μελετήσαμε στις εξωσχολικές ασχολίες μας. Προσωπικά είχα τότε βυθιστεί στο πνευματικό φως του Γκαίτε, και συγκλονιστεί από τις μελωδίες Γερμανών μουσουργών κ.λπ.
Τώρα, Σεις Γερμανοί του Χίτλερ, πως αρνηθήκατε τη μεγάλη αυτή κληρονομιά σας; Πως αντί με έργα καλά, με ιδεαλισμό και ομορφιά, να συνθέσετε τον πίνακα της ανθρώπινης αιωνιότητος, μεταβληθήκατε σε κοινούς δολοφόνους ατόμων και λαών; Πως μπήκατε, συνεργάτες και συνέταιροι, στη μάντρα της εγκληματικότητος και της αθλιότητος των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας; Γιατί, ως κατακτητές (μαύρη μας μοίρα) του χώρου της αιώνιας Ελλάδος, πατρίδος του φωτός, της Δημοκρατίας και της Ανθρωπιάς, δεν φιλοδοξήσατε ν’ αφήσετε στην αναχώρησή σας (γιατί οπωσδήποτε θα φύγετε) ένα -έστω- τρεμάμενο φως που ν’ αποδειχνη ότι υπήρξατε – τουλάχιστον ένας υπεύθυνος λαός; Πως αύριο που αναγκαστικά θα απολογηθήτε στη διεθνή συνείδηση και στη δικαιοσύνη των νικητών σας, θα ζητάτε την συγγνώμη των απειράριθμων θυμάτων σας και την επιεική κρίση των Δικαστών σας; Πως εμείς οι Χριστιανοί της Θεσπρωτίας που αφ’ ότου ήλθατε οργιάζετε με τους μωαμεθανούς συμπατριώτες μας, θ’ αρνηθούμε να καταθέσουμε ότι υπήρξατε κανίβαλλοι;
Αυτές τις ημέρες έφυγε για την Αθήνα ο οδοντίατρος Τέλης Βαλασκάκης με τ’ ανήψια του (παιδιά της αδελφής του Μαγδαληνής, μόνιμα εγκατεστημένης από δεκαετίες στην Αθήνα) Μαρίας, Βούλας και Χρήστους Συρμακέση, που δύο τώρα χρόνια φιλοξενούσαν στην Παραμυθιά. Ο Λευτέρης Βαλασκάκης παραμένει ακόμα στην Παραμυθιά, κυριότερα χάρη της μεγάλης ηλικίας μητέρας τους. Τα τελευταία χρόνια συναναστρέφομαι τον άλλοτε καθηγητή και Γυμνασιάρχη μου Κων/νο Σιωμόπουλο που διαμένει στη γειτονιά μου, από πέρισυ δε, μόνο με τον νεαρής ηλικίας γιό του Στέλιο. Σήμερα 16-7-1943, ώρα 10,30 πρωΐ είμαι στο Γυμνάσιο. Η συζήτησή μας στρέφεται στα χρόνια (1936-1938) που είμασταν μαθητές των Ε’ και ΣΤ’ τάξεων του Γυμνασίου. Κάποτε παίρνει από τη Βιβλιοθήκη ένα τετράδιο και μου το δίνει λέγοντας: «Είναι το τετράδιό σου εκθέσεων όταν ήσουνα στην Ε’ τάξη (1936-37). Μου δίνει να διαβάσω μια σελίδα του, όπου έγραφα: «… Διά την ερμηνεία του «ΕΓΩ», ήτοι του άξονα γύρω από τον οποίο κινείται η ζωή, προτιμώ τη διαδικασία της αυτομβαθύνσεως… Δε μένει παρά να παρουσιαστούν τα σοβαρά γεγονότα, ώστε ο καθένας της γενιάς μας να προτάξη το «ΕΓΩ» του, δίνοντας με πράξεις την ορθή ερμηνεία του…». Στο τέλος της εκθέσεώς μου ο κ. Σιωμόπουλος είχε γράψει με κόκκινη μελάνη: «ο μαθητής έγραψε την έκθεσή του στο Σχολείο» και την υπογραφή του.
Είμαι βαθιά συγκινημένος. Στη συνέχεια με γυρίζει σε άλλες σελίδες του τετραδίου μου, όπου σε σχετική έκθεση για την 25η Μαρτίου 1821 και την Ελευθερία των Ελλήνων όλων των αιώνων είχα σχετικά με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως διατυπώσει τη φράση: «Ας μου επιτραπή να εκφράσω τη σκέψη που με δυναστεύει. Η άρνηση του Κων/νου Παλαιολόγου της συνθηκολογήσεως, που τελικά έφερε την τραγική πτώση της Πόλης, αναμφισβήτητα συνέβαλε στην Αναγέννηση της Ευρώπης (από τη Φλωρεντία κλπ.). Ευνόησε όμως την ανάπτυξη και συνέχιση του φωτός του Ελληνισμού ή αντίθετα έφερε την εξολόθρευση της Ελληνικής φυλής μας; Ας εκτιμήσουμε τις τραγικές καταστροφές του πρώτου τριήμερου της από το Μωάμεθ Β’ αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως σε χιλιάδες Έλληνες που σφαγιάστηκαν, που πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα στα βάθη της Ασίας, που γέμισαν τα χαρέμια θηλέων και αρρένων των κατακτητών, σε έργα πολιτισμού και πνεύματος (από τα 70.000 περίπου βιβλία χειρόγραφα διακοσμημένα με δεσίματα χρυσά, ασημένια και δερμάτινα, μόνο γύρω στις 6.500 διασώθηκαν στη Φλωρεντία και αλλού, επρόκειτο δε για χειρόγραφα του 5ου μ.Χ. αιώνα) κλπ. Είχαν δε οι υπερασπιστές της Κωνσταντινουπόλεως υπ’ όψει τους την από τα ίδια αίτια καταστροφή 23 χρόνια νωρίτερα, ήτοι στις αρχές Απριλίου 1430, της πόλεως της Θεσσαλονίκης. Είχαν όμως και τα χρήσιμα συμπεράσματα: α) της συνθηκολογήσεως το 1430 των Ιωαννίνων με παροχή στους κατοίκους των προνομίων από τους Τούρκους, που τα τήρησαν σωστά για τους δύο πρώτους αιώνες και η πόλη γενικά προόδευσε. Και β) τα προνόμια στους κοντά στην Κωνσταντινούπολη, εγκατεστημένους Γενοβέζους. Αν… Αν… τότε πολλά θα είχαν αποφευχθή και ο Ελληνισμός από αιώνες θα αποτελούσε Κράτος δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων και υψηλού πολιτισμού. Διατυπώνω τόσα, αν… αν, γιατί ήταν -βάσει όλων των τότε συνθηκών- απελπιστική η προάσπιση της Κων/λεως, ενώ μια έντιμη συνθηκολόγηση θα ‘φερε -ίσως- πολλά αγαθά στον Ελληνισμό». Στο τέλος της εκθέσεώς μου αυτής, ο κ. Κ. Σιωμόπουλος σημείωσε (πολύ αργότερα, ήτοι με ημερομηνία 1940 – δύο, δηλαδή χρόνια αργότερα από την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο), με κόκκινη μελάνη, τα εξής: «Ο μαθητής Β. Κραψίτης ήταν ο μόνος μαθητής (της Ε’ τότε τάξεως) από όλους των τάξεων Ε’ και ΣΤ’ που εξετάστηκαν το Μάιο του 1937 από τον Επιθεωρητή της Μέσης Εκπαιδεύσεως κ. Κ. Παπούλια, ως μάρτυρες για καταγγελθέντα «σκάνδαλα» του Γυμνασίου μας, που κατέθεσε την αλήθεια, παρ’ όλη την προσπάθεια προσεταιρισμού του από τον δημιουργό των πάντων θεολόγον καθηγητή Ιωάννην Γαζή. Επειδή δε κατέθεσε όλη την αλήθεια εκινδύνευσε από την αθλιότητα των ενόχων και αργότερα τιμωρηθέντων καθηγητών να μείνη στάσιμος, αν και άριστος μαθητής από της Α’ τάξεως του Γυμνασίου. Ο Κραψίτης εφήρμοσε το: «Ορθόν αλήθεια αεί» (Η Αλήθεια είναι πάντα το πιο σωστό πράγμα) Αντιγόνη, στ.1195. Αλλά είναι πάντα παιδί μου;» Κ. Σιωμόπουλος (υπογραφή). Σηκώνομαι και του φιλώ το χέρι. Εκείνος τοποθετεί το τετράδιο αυτό στη βιβλιοθήκη του και στη συνέχεια βγάζει το χειρόγραφο της Εκθέσεώς μου των Απολυτηρίων εξετάσεων (Ιούλιος 1938) και μου το δίνει να διαβάσω. Θέμα του ήταν το εξής: «Γιατί η επιδίωξις της ατομικής ευημερίας όχι μόνο δεν συντελεί εις την ευημερία του Κράτους, αλλά μάλλον καταστρέφει αυτό». Ο κ. Κ. Σιωμόπουλος σημείωσε στην ογδόη και τελευταία σελίδα της εκθέσεώς μου: «Έκθεσις αρίστη. Κείμενο κλασσικό. Μόρφωση ευρύτατη. Ήλθε, όπως το περίμενα, η πρώτη». Χάνω τη συναίσθηση της πραγματικότητος. Ο καλός μου Γυμνασιάρχης και τώρα σεβαστός μου φίλος, κλειδώνει και το χειρόγραφο αυτό, ως ανωτέρω, στη βιβλιοθήκη του, και σιγανά, μου λέει: «Κάποτε, ελπίζω νωρίς, αφού συντάξω και μια επιστολή μου για σένα (ας πούμε με παρακαταθήκες μου) θα σου δώσω και τα τετράδια των εκθέσεών σου και το χειρόγραφο, επίσης της Εκθέσεώς του των Απολυτηρίων εξετάσεων».

27 Ιουλίου 1943: Στο μισοσκόταδο του πρωινού ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις της Παραμυθιάς με άριστα πολεμικά μέσα και με (800) οκτακόσιους και περισσότερους ένοπλους επίστρατους της «ΞΙΛΙΑ» μουσουλμάνους Τσάμηδες των πόλεων και Επαρχιών Παραμυθιάς και Μαργαριτιού, επέδραμαν εναντίον των χωριών του κάμπου της Παραμυθιάς και της περιφέρειας «Φαναρίου».

14 Αυγούστου 1943: Τι καταστροφή είναι αυτή από την 27 Ιουλίου 1943 μέχρι σήμερα! Όλοι στην Παραμυθιά είμαστε κατατρομαγμένοι και όσο είναι δυνατόν κρυβόμαστε. Οι πληροφορίες μας είναι ότι στις 19 αυτές μέρες οι Χιτλερικοί Γερμανοί με τους μουσουλμάνους συμπατριώτες κατάστρεψαν ολοκληρωτικά τα 24 χωριά της περιφέρειας «Φαναρίου» και μερικά κοντινά της Παραμυθιάς χωριά της. Λεηλασίες, πυρπολήσεις, φόνοι νηπίων και γερόντων, βιασμοί γυναικών, αρπαγές παρθένων κοριτσιών, με τις οποίες οι επαίσχυντοι μουσουλμάνοι πλουτίζουν τα χαρέμια τους, σύλληψη ομήρων, κάψιμο ανθρώπων (Ελλήνων χριστιανών) μέσα στα σπίτια τους κ.α. ποια πέννα μπορεί να περιγράψη αυτή την κόλαση; Ποιος χρωστήρας ζωγράφου μπορεί να παραστήση αυτή τη βιβλική καταστροφή και ανθρώπινη τραγωδία; Ποιες ψυχές μπορούν ν’ αναστήσουν το Θεό που τον δολοφόνησαν οι αρχιεγκληματίες Γερμανομουσουλμάνοι; Γέμισαν οι σπηλιές από γυναικόπαιδα και γέροντες που κατόρθωσαν να διασωθούν εκεί στις κρίσιμες ώρες, ενώ μέρα τη μέρα προστίθενται στους νεκρούς λόγω της πείνας τους και των ασθενειών. Όλες αυτές τις μέρες Γερμανικά αυτοκίνητα μεταφέρουν από τα ανωτέρω χωριά μέσω της Παραμυθιάς και των Ιωαννίνων, με τόπο προορισμού τη Γερμανία, σημαντικές ποσότητες κρεάτων, ρυζιού, σιταριού, καλαμποκιού και χιλιάδες μοσχάρια, βόδια, πρόβατα, άλογα και άλλα. Επίσης τις ίδιες μέρες οι κοινοί εγκληματίες συνεργάτες τους μουσουλμάνοι γέμισαν στην Παραμυθιά, στο Μαργαρίτι και σε διάφορα κεφαλοχώρια τις αποθήκες τους και τα ποιμνιοστάσιά τους με τα ανωτέρω είδη που κατάκλεψαν από τα χωριά του «Φαναριού». Γερμανοί αξιωματικοί και Ηγέτες μουσουλμάνοι ιδιοποιήθηκαν -όπως μας έρχονται θετικές πληροφορίες- χρυσά κοσμήματα, χρυσές λίρες Τουρκίας και Αγγλίας, από τα σπίτια των χριστιανών όλων αυτών των χωριών. Συγκεντρώνω με προσωπικό κίνδυνο στοιχεία. Πρέπει κάποτε όλα αυτά τα εγκλήματα να παραδοθούν στην ιστορία των λαών.15 Αυγούστου 1943: Εμείς που έχουμε τα σπίτια μας στο κέντρο της πόλεως της Παραμυθιάς, είμαστε από τα χαράματα, με κομμένη την αναπνοή, πίσω από τα πατζούρια (ή) ανάλογα τις γρίλιες, παρακολουθώντας την επιστροφή των χιτλερικών Γερμανών και των μουσουλμάνων από την εικοσαήμερη «επιχείρησής» τους κατά του «Φαναριού». Στο μοναδικό της πόλεως αυτοκινητόδρομο, κάτω ακριβώς από το σπίτι μου, μετακινούνται φάλαγγες αυτοκινήτων που μεταφέρουν τους Γερμανούς στρατιώτες προς τα Ιωάννινα, αλλά δε τα απειράριθμα «λάφυρα» (από κλοπές κλπ.). Στην πόλη μας επανεγκατεστάθηκε όλη η μόνιμη δύναμη των Γερμανών. Οι μουσουλμάνοι πανηγυρίζουν. Δεν κυκλοφορούμε οι Χριστιανοί, ούτε και μπορούμε να έχουμε μεταξύ μας κάποια επικοινωνία. Ώρα 9 το βράδυ. Ένοπλοι Γερμανοί με μουσουλμάνους ένοπλους επίσης, συλλαμβάνουν, βάσει καταστάσεως που συνέταξαν ο Μαζάρ Ντίνος με τους ανθρώπους του τριανταεφτά χριστιανούς Παραμυθιώτες, οι οποίοι αμέσως μεταφέρονται στις φυλακές «Αβέρωφ» στα Ιωάννινα. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι σε λίγες μέρες, λόγω άμεσης παρεμβάσεως του Ιταλού Φρουράρχου της Παραμυθιάς Αντισυνταγματάρχη Βερντινουά, θιγέντος επειδή αγνοήθηκε από τους Γερμανούς. Τ’ ανωτέρω γράφω σήμερα 29-8-1943, συγκεντρώνω δε στοιχεία για όλα τα γεγονότα.

Σεπτέμβριος 1943: Η Καραμπινιερία αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας ταξιδιού: α) στο γιατρό Λευτέρη Βαλασκάκη, που ζητούσε για την Αθήνα. β) Κωστάκη Ιω. Μητσιώνη, για την Αθήνα, όπως δώση τμηματικές εξετάσεις στη Νομική. γ) Σ’ εμένα για τα Ιωάννινα, όπως ορκιστώ ως νεοδιορισμένος εφοριακός υπάλληλος και αναλάβω τα καθήκοντά μου στην εκεί οικονομική εφορία Δωδώνης.

8η Σεπτεμβρίου 1943: Οι Γερμανοί παίρνουν έκτακτα μέτρα στην πόλη μας. Αφόπλισαν και συνέλαβαν τους Ιταλούς, λόγω καταρρεύσεως και συνθηκολογήσεως της Ιταλίας. Στους δρόμους κυκλοφορούν με αργά βήματα ένοπλες ομάδες μουσουλμάνων με επικεφαλής Γερνανόν υπαξιωματικό. Μένουμε πάλι κλεισμένοι στα σπίτια μας.

9η Σεπτεμβρίου 1943: Αρχίζουμε να μισοκυκλοφορούμε οι Χριστιανοί. Από το σπίτι μου, όπως κατηφορίζω, παρατηρώ στο Υποδηματοποιείο του κ. Κ…. να εξακολουθούν να εργάζονται οι 4 Ιταλοί στρατιώτες, στους οποίους προστέθηκαν και 2 Γερμανοί στρατιώτες. Περνώ το «Κριθαροπάζαρο», λίγοι χριστιανοί άλλοι κυκλοφορούν, οι δε μουσουλμάνοι μας κοιτάζουν αγριεμένοι. Πηγαίνω στο σπίτι του Κωστάκη Μητσιώνη. Περισσότερα λέμε με τα μάτια μας παρά με τα χείλη. Τραγωδία! Είναι τόσο άθλια όλων μας εδώ η ζωή που καλύτερα είναι να μην υπάρχουμε. Μεσημέρι. Γυρίζοντας στο σπίτι μου, καλούμαι από το δάσκαλο και ποιητή Περικλή Κακούρη που βρίσκεται μόνος του στο καφενείο του Ευθύμιου Ευαγγέλου. Έχω σ’ άλλες σελίδες σημειώσεις για τον Περ. Κακούρη. Όλα εκείνα που ψιθυρίζονταν για σχέσεις του με τους Μαργαριτιώτες συμπατριώτες του Μουσουλμάνους, έχουν τώρα γίνει δεκτά ως ένας κοινωνικός του ελιγμός για τη σωτηρία (της ζωής) του αδελφού του Βασίλη, της μητέρας του και άλλων συγγενών του που έμεναν μόνιμα στο Μαργαρίτι. Και οι παλιοί του φίλοι, και οι συνάδελφοί του, τώρα τον περιβάλλουν με την εκτίμησή τους. Κάθομαι σε μια καρέκλα κοντά του και ευγενικά του γνωρίζω ότι έχω λόγους να πηγαίνω στο σπίτι μου. Έτσι, φεύγουμε από το καφενείο και σαν γείτονες που είμαστε βαδίζουμε για τα σπίτια μας. Προσωπικά έχω ένα αυξημένο αίσθημα γι’ αυτόν λόγω της ποιητικής του δημιουργίας στο κλίμα πάντως του Καρυωτακισμού. Στην είσοδο του σπιτιού τον περιμένει η εξαίρετη σύζυγός του Χαρίκλεια Κων. Καλαμπάκου, η οποία και με καλεί στο σπίτι τους. Συζητάμε, ενώ η κυρία Χαρίκλεια μας περιποιείται ευγενικά, για τη Λογοτεχνία. Μου γνωρίζει ότι μεταφράζει το «Άσμα ασμάτων», για αρκετή δε ώρα μας απασχολεί η εγκληματικότητα των μουσουλμάνων κλπ. Μιλάει με αβυσσαλέο μίσος για τους εγκληματίες αυτούς και προσθέτει: «νομίζω πως πλησιάζει η Ελευθερία μας. Θα γίνουμε δίκαιοι κριτές και τιμωροί τους, τίποτε δεν θα μπορή να τους απαλλάξη από τους ευθύνες τους»!

10η Σεπτεμβρίου 1943: Από την 10ην η ώρα το πρωί, με το φίλο μου Γρηγόρη Τζομάκα, φιλόλογο, βρισκόμαστε ύστερα από πρόσκλησή του στο γειτονικό μου σπίτι του Γυμνασιάρχη κ. Κων/νου Σιωμόπουλου. Μένουμε αρχικά βυθισμένοι στη σιωπή. Κάποτε ο κ. Κ. Σιωμόπουλος λέγει, ότι σύμφωνα με πληροφορίες του γίνουν δολοφονίες χριστιανών στην πόλη μας. Η συζήτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερος ο θάνατος από τη δουλεία. Βέβαια το ήθος μας και η αρετή των Ελλήνων επιβάλλει την παρρησία πολλών από τους χριστιανούς. Τους δηλώνω, ότι αν το νομίζουν … εγώ θα είμαι πάντα στη διάθεσή τους!

11η Σεπτεμβρίου 1943: Σε κεντρικά σημεία της πόλεώς μας θυροκολλείται από το Γερμανικό Φρουραρχείο ανακοίνωση του Γερμανικού στρατηγού στα Ιωάννινα, που έχει ως εξής: «Από την 20-9-1943 διά κάθε βλάβην προσγινόνμενην εις Γερμανούς στρατιώτες, διέταξα ίνα τυφεκίζονται κατ’ εκλογήν μου δέκα Έλληνες πολίται». Υποβάλλω νέα αίτηση ταξιδιού μου για τα Ιωάννινα, όπως αναλάβω τα καθήκοντά μου του νεοδιορισθέντος εφοριακού υπαλλήλου.

14η Σεπτεμβρίου 1943: Ο αδελφικός μου φίλος Λευτέρης Βαλασκάκης, γιατρός, από το πρωί αναχώρησε για το κοντινό χωριό Καρυώτι για την εξέταση κάποιου αρρώστου, όπως διέδωσε. Μου εμπιστεύτηκε ότι τούτο ήταν πρόσχημα και απέβλεπε την από το Καρυώτι φυγή του για το Σούλι, όπως καταταγή στις εκεί δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Αγωνιώ για την τύχη του. Μεσημέρι χτυπάει δυνατά η εξώπορτα του σπιτιού μου. Ανοίγω. Είναι πελιδνός ο Λευτέρης, που μου γνωρίζει ότι έπεσε σε ενέδρα ενόπλων μουσουλμάνων, οι οποίοι τον εξανάγκασαν σε άμεσε επιστροφή του στην Παραμυθιά. Όταν κάπως ησυχάζει μου προσθέτει: «Αλλοίμονο, μας περιμένει ο θάνατος».

In this article

Join the Conversation