Μέρος πρώτο
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ
Από τα μεταεπαναστατικά χρόνια, το νεοελληνικό κράτος, έβαλε στην ημερήσια διάταξη τον προσδιορισμό των ονομάτων κάθε οικισμού και δήμου.
Έτσι όταν το 1834 όλοι η ελληνική επικράτεια χωρίστηκε σε δήμους, μία από τις εντολές που δόθηκε τότε στους νομάρχες από τη Γραμματεία Εσωτερικών ήταν οι δήμοι να αποκτούν αυτόματα αρχαία ή αρχαιοπρεπή ονόματα για χάρη της … ανάστασης της αρχαιότητας και της σύνδεσης της Ελλάδας με το …ένδοξο παρελθόν!
Μετά από ένα αιώνα περίπου, εκτιμήθηκε ότι η προσπάθεια των πρώτων κυβερνήσεων για την «ανάστασιν των παλαιών ονομάτων της Ελλάδος», σύμφωνα «προς την αρχαίαν γεωγραφίαν της Ελλάδος», απέτυχε. Γιατί ναι μεν αποδόθηκαν σε πόλεις, πολλά αρχαία ένδοξα ονόματα, αλλά ταυτόχρονα επικράτησαν «και άλλα κακώς εκλεγμένα αρχαία ή αρχαιοφανή ονόματα». Πολλά ονόματα που τέθηκαν σε δήμους ήταν κακά. Όπως αδόκιμα ήταν και πολλά ονόματα επαρχιών. Και πολλά χωριά έλαβαν αρχαίο όνομα, αλλά στην τύχη.
Θεωρήθηκε ότι τα ονόματα δεν έγιναν αποδεκτά γιατί «ταύτα δεν αποδέχθη η συνήθεια». Μέχρι και οι πιέσεις των διοικητών για την αντικατάσταση των τούρκικων ονομάτων απέβησαν άκαρπες. «Τα νέα ονόματα εμφανισθέντα μόνον επί τινα χρόνον εις επίσημα έγγραφα ελησμονήθησαν, παραμένουσι δ΄ ασάλευτα τα τουρκόφωνα».
Αυτές οι ονομασίες προσέκρουαν, ως παραλειπόμενα μαρτύρια εθνικών συμφορών και ταπεινώσεων, στο … «φιλότιμο συναίσθημα των ευπαιδεύτων», οι οποίοι έκριναν σωστό και επιβαλλόμενο, μετά την απόσυρση του τούρκικου ζυγού, ως συμπλήρωμα της απελευθερώσεως, την εξάλειψη κάθε ίχνους που να θύμιζε τις … προηγούμενες δυσπραγίες.
Επειδή λοιπόν το νεοελληνικό κράτος απέτυχε στον απεμπολισμό των τοπωνυμίων, το 1909 αποφάσισε εκ νέου τον εξελληνισμό τους, συγκροτώντας την «Επιτροπεία των τοπωνυμίων της Ελλάδας».
Ως σκοπό θα είχε την «εξακρίβωσιν της ορθής εκφοράς, του ιστορικού λόγου και της σημασίας πασών των φερομένων νυν τοπωνυμίων». Προσοχή θα δινόταν στις ιστορικές ειδήσεις οι οποίες περιέχονταν στις τοπωνυμίες, γιατί ήταν σπουδαίες και πολύτιμες, «καθόσον διαφωτίζουν προ πάντων σκοτεινάς περιόδους της εθνικής ημών ιστορίας».
Γι’ αυτό τον λόγο κάθε σοβαρή εργασία περί των τοπωνυμίων έπρεπε, σύμφωνα με τους ειδήμονες του έθνους, να στηριζόταν επί σπουδαίας «επιστημονικής γνώσεως των εν αυταίς ιστορικών στοιχείων». «Πάσα δ΄ απόπειρα προς μεταβολήν τοπωνυμίας, άνευ επιγνώσεως του ιστορικού λόγου αυτής, ελέγχει ασύγνωστον επιπολαιότητα. Ως δ΄ η μεταβολή βαρβαροφώνων ονομάτων, συνδεομένων αρρήκτως προς την νωπήν ιστορίαν της ενδόξου επαναστάσεως, θα εχαρακτηρίζετο ως βεβήλωσις των ιερών» … γιατί αυτά τα ονόματα «καθηγιάσθησαν δ΄ ηρωικών πράξεων, ούτως ουδέν ακροσφαλής και άκαιρος θα ήτο και η μεταβολή παντός άλλου ονόματος, ού άγνωστος μεν η προέλευσις, όπερ δ΄ όμως ενδέχεται να είναι το μόνον περιλειφθέν ίχνος δόξης ή συμφοράς τινος κατά την μεσοχρόνιον ιστορίαν του Έθνους».
Γι΄ αυτό κρίθηκε σκόπιμη η σύσταση «Επιτροπείας των τοπωνυμίων της Ελλάδος», την οποία θα αποτελούσαν άνδρες «ασχολούμενοι με την ελληνική γεωγραφία, αρχαιολογία, ιστορία και γλώσσα ή έμπειρους στη διοικητική οργάνωση του κράτους, δεχόμενη συμβουλές και μελέτες ειδικών κατά τόπους επιτροπειών και διαφόρων άλλων λογίων». Έργο θα είχε την έρευνα των τοπωνυμίων, δημοσιεύοντας επιστημονικές μελέτες γι΄ αυτά και θα υπέβαλε στο Υπουργείο των Εσωτερικών γνώμες που θα αιτιολογούσαν την αντικατάσταση των κακοφώνων ή ξενικών ονομάτων, και την αναγκαία και ωφέλιμη μεταβολή των.
Έτσι συγκροτήθηκε η «επιτροπεία των τοπωνυμιών της Ελλάδος», για την μελέτη των τοπωνυμίων και την εξακρίβωση του ιστορικού τους ρόλου. Ως έργο της είχε να ανακοινώνει τα πορίσματα και να εκφράζει τη γνώμη της στον υπουργό Εσωτερικών, για την μεταβολή α) «των αλλογλώσων ή κακοφώνων ονομάτων», που δεν συνδέονταν με κάποιο επίσημο γεγονός της ελληνικής ιστορίας και β) «των ακατάλληλων ελληνικών», τα οποία αντικατέστησαν παλαιότερα και γνωριμώτερα ελληνικά ονόματα.
Γι αυτό οι διοικητικές και όλες οι άλλες αρχές του Κράτους ήταν υποχρεωμένες να παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην επιτροπεία κάθε απαιτούμενη αναγκαία πληροφορία και να βοηθούν στη διευκόλυνση και την επιτυχία του έργου αυτής.
Το 1926-1927 κυρώθηκαν τα διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία σε κάθε νομό, υπό την προεδρία του νομάρχη, θα συγκροτούνταν επιτροπή που θα συνέτασσε πίνακες αλλαγής των ξενόφωνων ή κακόηχων ονομάτων, συνοικισμών και πόλεων.
Επειδή όμως υπήρχε το «κακό προηγούμενο αποτυχίας της μετονομασίας των τοπωνυμίων, ο νομοθέτης προέβλεψε την τιμωρία και την υποχρεωτική συμμόρφωση προς το νόμο, των υπαλλήλων, των διοικήσεων σωματείων, νομικών προσώπων, των ιδιωτών, κτλ., τα οποία θα αρνούνταν το νέο όνομα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην περιοχή της Θεσπρωτίας και σε όλη την Ελλάδα να ακολουθήσει ένα καταιγισμός μετονομασίας οικισμών, κοινοτήτων και δήμων.
Το ελληνικό κράτος αρνήθηκε το παρελθόν. Θεώρησε ότι η ανασυγκρότηση της εθνικής κυριαρχίας και της ελληνικής περιφέρειας περνούσαν περισσότερο μέσα από τον απεμπολισμό των τοπωνυμίων, παρά μέσα από συγκεκριμένα θεσμικά μέτρα και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Οι λόγοι που επιχειρήθηκε η εκτεταμένη μετονομασία των τοπωνυμίων, η οποία κράτησε έως τις ημέρες μας, ήταν καθαρά εθνολογικοί.
Παρά ταύτα οι αλλαγές των τοπωνυμίων δεν έγιναν αποδεκτές από την ελληνική κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα χωριά, μέχρι και σήμερα, προφέρονται με το νέο όνομα τους, αλλά και το παλιό!
Μέρος δεύτερο
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΣΙΩΝ
ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Η Παραμυθιά συστάθηκε σε καζά, μία πόλη με γύρω – γύρω χωριά, υποδιαίρεση του Οθωμανικού διοικητικού συστήματος, αμέσως μετά την υποδούλωσή της (επί Μωάμεθ του κατακτητή 1451 – 1481). Ονομάσθηκε Παραμυθία τα χρόνια της οθωμανικής περιόδου, γιατί στο κάστρο της, οι κάτοικοι των γύρω χωριών, εύρισκαν παραμυθία. Δηλαδή έσωζαν τις ζωές τους από τις οθωμανικές και αλβανικές επιδρομές.
Στο καζά Παραμυθίας υπαγόταν περίπου 65 χωριά. Περιμετρικά, από τη Φροσύνα, Ζάλογγο, Ραδοβίζι, Πράδαλλα, κτλ, που σήμερα ανήκουν στη Περιφερειακή ενότητα Ιωαννίνων, μέχρι και τη Χόικα. Καρβουνάρι, Γρίκα, Πλακωτή, Βλαχώρι. Η δε Γλυκή και Ποταμιά ανήκαν στο Καζά Μαργαριτίου.
Μέχρι το 1913, που απελευθερώθηκε, η Παραμυθιά αποτελούσε διοικητική μονάδα ως καζάς Παραμυθίας, διοικητική υποδιαίρεση του σαντζακίου του Δέλβινου αρχικά και του σαντζακίου των Ιωαννίνων μετέπειτα και το 1910 του Ρεσαδιέ Ηγουμενίτσης, τα οποία υπαγόταν στο Βιλαέτι των Ιωαννίνων.
Μετά το 1600, εξαιτίας της καταπίεσης από τους Οθωμανούς, κάτοικοι της γύρω περιοχή καταφεύγουν στα βουνά του Σουλίου, όπου δημιουργούνται τα χωριά Σούλι, Κιάφα, Αβαρίκο και Σαμονίβα και μετέπειτα στο ρέμα του Ντάλλα, άλλα τέσσερα (Κουκουλιοί, Τσαγκάρι, Γλαβίτσα και Κορύστιανη. Στην ακμή της δύναμής τους εδραίωσαν τον έλεγχο σε πάνω από 70 χωριά, εις βάρος τοπικών αγάδων της Πραμυθίας, του Μαργαριτίου και των Ιωαννίνων. Προς την περιοχή του σημερινού δήμου Σουλίου, στη σφαίρα επιρροής τους είχαν τα χωριά: Γλυκή, Χόικα, Παλαιοκουτσάτη, Σκάνδαλο, Ζαβρούχο, Λιογκάτι και Ζελεσό.
Η περιοχές που ήταν στη δικαιοδοσία των Σουλιωτών δεν αποτελούσαν μονάδες διοίκησης, κτλ. Αλλά και όταν δημιούργησαν την «Ομοσπονδία του Σουλίου», το δίκτυο των «11 συμπολιτευόμενων χωρίων», τα επτά χωριά που συμπεριελήφθησαν, Τσεκουράτι, Περιχάτι, Αλποχώρι, Ρουσιάτσα, Γκιόνολα, Βίλια, Κοντάτες, γεωγραφικά ανήκουν στις Περιφερειακές Ενότητες Ιωαννίνων και Πρέβεζας.
Το 1822, η περιοχή του Σουλίου καταστράφηκε ολοσχερώς και απαγορεύτηκε μέχρι και η ανθρώπινη παρουσία. Διοικητικά υπάχθηκε στο καζά των Ιωαννίνων. Μετά την απελευθέρωση καταγράφεται στην Υποδιοίκηση Ιωαννίνων και το 1920 ως συνοικισμός της κοινότητας Παλαιοχωρίου Μπότσαρη της Υποδιοίκησης Ιωαννίνων. Το 1924 ο συνοικισμός Σούλι – Σαμονίβα ενώθηκε στη κοινότητα Γλαβίτσης (Αυλοτόπου) της Υποδιοικήσεως Παραμυθίας. Το 1928 αναγνωρίστηκε ο συνοικισμός Σαμονίδα και καταργήθηκε ο οικισμός Σούλι. Το 1932 ο σοινικισμός Σαμωνίδα αναγνωρίστηκε σε «κοινότης Σαμωνίδας», της Επαρχίας Παραμυθιάς.
Το 1919 ο συνοικισμός Παραμυθιά αναγνωρίστηκε σε «κοινότης Παραμυθίας» και το 1947 η κοινότητα Παραμυθίας αναγνωρίστηκε σε «Δήμο Παραμυθίας».
Μετά το 1913 η Παραμυθιά αποτελούσε σταθερά διοικητική μονάδα, ως Υποδιοίκηση Παραμυθίας και μετά το 1927 ως Επαρχία Παραμυθίας του Νομού Ιωαννίνων. Μετά το 1937 ως Επαρχία του νεοσύστατου Νομού Θεσπρωτίας.
Το 1955 η Επαρχία Παραμυθίας, μετονομάστηκε σε Επαρχία Σουλίου. Η νέα μετονομασία, παρόλο που το Σούλι δεν καταγράφεται ούτε σε καμία απογραφή, έστω και σαν θέση με μικρό αριθμό κατοίκων, δεν είναι άσχετη με την δημιουργία ενός μεταμφυλιακού, αστυνομικού κράτους που ζητούσε τις επιβεβαιώσεις του στο παρελθόν της ιστορίας αλλά και για να μην κρυβόμαστε στο αληθές γεγονός ότι ποτέ του αθηναϊκό κράτος δεν γνώριζε ούτε καν προς τα πού πέφτει η Θεσπρωτία, πολύ δε περισσότερο τις γεωγραφικές περιοχές. Του αρκούσαν μόνο οι δάφνες της ιστορίας για την επιβεβαίωσή του. Άλλωστε να μην ξεχνάμε, όπως εξηγήσαμε και στο πρώτο μέρος, ότι, το νεοελληνικό κράτος για καθαρά εθνολογικούς λόγους προχώρησε στις μετονομασίες των οικωνυμίων.
Το 1988, με το χωρισμό της Θεσπρωτίας σε Γεωγραφικές περιοχές, η περιοχή του Σουλίου, ως μία ενιαία περιοχή, αποτέλεσε την 1η Γεωγραφική περιοχή (ενότητα), της Επαρχίας Σουλίου.
Το 1995, με το καθορισμό των Εδαφικών περιφερειών, των «Συμβουλίων Περιοχής, η περιοχή του Σουλίου αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι του «Συμβουλίου Περιοχής 3ης Εδαφικής περιφέρειας Θεσπρωτίας» με το Δήμο Παραμυθίας και έδρα τη Παραμυθιά.
Το 1997, με τη συγκρότηση των καποδιστριακών δήμων και κοινοτήτων και τον οριστικό ενταφιασμό των επαρχιών, όλη η περιοχή διαιρέθηκε στους δήμους Παραμυθιάς, Αχέροντα και στη κοινότητα Σουλίου.
Το 2010, με τη συγκρότηση των καλλικρατικών δήμων ξαναενώθηκαν σε ένα δήμο, γεωγραφικά, σχεδόν, όσο ήταν τελευταία η Επαρχία Σουλίου, με την ονομασία Δήμος Σουλίου, με έδρα την Παραμυθιά και ιστορική έδρα τη Σαμονίδα.
Μα δεν είναι καταφανής η επιπολαιότητα, του Αθηναϊκού κράτους; Ότι δηλαδή, για μία ακόμη φορά, σε μία περίοδο κρίσης του ελληνικού κράτους και νεοσυντηριτικοποίησης του, αποφάσισε εκ του μακρόθεν;
Δεν καταμαρτυρά, ότι έτρεξε να δράξει, ξανά, ιστορικές δάφνες από το παρελθόν, χωρίς τη στοιχειώδη γνώση της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, μορφολογικής, λειτουργικότητα της περιοχής;
Αφού ο ίδιος ο καλλικρατικός νόμος, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κάποιος ή όχι, προέβλεπε τα ονόματα στους δήμους που θα αποδίδονται να λαμβάνουν υπόψιν τα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής, αλλά και να τιμάται η όποια ιστορική περιοχή του κάθε δήμου, προς τι αυτή η ονομασία;
Αν η ονομασία του Δήμου ήταν καθαρή, σύμφωνα με το πνεύμα του διοικητικού νόμου, δηλαδή Δήμος Παραμυθιάς, με ιστορική έδρα τη Σαμονίδα (Σούλι), δεν θα προσδιόριζε σωστά το μέλλον αυτού του δήμου, με άσβεστες τις ιστορικές μνήμες;
Αρμόζει σήμερα, στις νέες δύσκολες καταστάσεις μία από τα πάνω ιστορική ματιά, για να ανοίξουμε νέους ορίζοντες; Έχουμε την ψευδαίσθηση, ότι, επικαλούμενοι μόνο τις ιστορικές περγαμηνές, οι οποίες σαφέστατα υπογραμμίζονται με ιστορική έδρα τη Σαμονίδα, θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις του αύριο;
Ένα είναι σίγουρο, αφενός η εσωστρέφεια που έδειξε η πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων του σημερινού Δήμου Σουλίου, επικαλούμενη την ιστορία, δεν σημαίνει ότι είναι και σωστή. Αλήθεια, γιατί η μειοψηφούσα παράταξη, όταν διοικούσε το Δήμο Αχέροντα, δεν ζητούσε την αλλαγή του ονόματός του και την ένωση με την κοινότητα Σουλίου; Προς τι αυτή, η στείρα, λαϊκίστικη τοποθέτηση. Προς τι τα αρνητικά συμπλέγματα των συμβούλων από τα χωριά; Γίνεται πολιτική με βιώματα;
Σωστή δεν ήταν και η πρόταση της κοινότητα Παραμυθιάς, μετριαζόμενη από το πνεύμα των ισορροπιών, δηλαδή να προστεθεί στην ονομασία του δήμου και το όνομα Παραμυθιά.
Μία είναι η καθαρή πρόταση, μία η λύση, στο πνεύμα του νόμου: Δήμος Παραμυθιάς, με ιστορική έδρα τη Σαμονίδα
Όσο για το αθηναϊκό κράτος, που επιμένει να μην γνωρίζει κατά που πέφτει η Θεσπρωτία και η περιοχή του Σουλίου, τη λειτουργικότητα της περιοχής, κτλ., δεν πείθει, όσο και να θέλει να τιτλοφορεί την ιστορία μας, ότι εφαρμόζει αποκεντρωμένη πολιτική, ζητούμενη από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, μέχρι σήμερα.
Υ.Σ. Αναλυτική παρουσίαση, με όλο το νομοθετικό πλαίσιο,
των μετονομασίων στο Δήμο Σουλίου, αλλά και σε όλη τη Θεσπρωτία, κ.α.,
στο βιβλίο ΤΟ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ … ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ.
ΤΗΛ. ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ: 6977955424
Join the Conversation