Η αιθέρια μουσική συνόδευε τις προγονικές ψυχές των Σουλιωτών ή τις γύριζε να γνωριστούν στο φώς της αναγεννώμενης ζωής;
Ένα ισοκράτημα της Βυζαντινής Μουσικής έδινε τον τόνο του μυστηριώδους, του τελετουργικού και του Απολλώνιου θριάμβου που δεν μπορώ να το γράψω, να το πω και να το τραγουδήσω.
Πεζοπορώντας γρήγορα ξοπίσω μου, μακριά, το μουλάρι με τ’ αφεντικό του ακολουθούσε φορτωμένο σύνεργα και υλικά για να σμιλέψω μια επιτύμβια στήλη της Σουλιώτικης λεβεντοσύνης, των Ελλήνων Σουλιωτών που δεν λύγισαν στο Γολγοθά, δεν βόγκηξαν και που ποτέ δεν έχασαν την πίστη και τη Μεγάλη Ιδέα.
Σκαρφάλωνα από πέτρα σε κλαρί, ζώντας στιγμές θαυμασμού και μεγαλείου για τη μεγαλοπρέπεια της πιο άγριας και υποβλητικής ομορφιάς.
Σε κάθε καμπή, μπρός μου διαγράφονταν και νέα σκηνικά. Μα όλα ήταν σκούρα μέσα στη νύχτα δεν ξεχώριζα πολλά μόνο, μετά από ώρες κοπιαστικής οδοιπορίας άρχισε να φαντάζει στον ορίζοντα, σα μετέωρο, σα στέμμα, σαν κορώνα θά ‘λεγε κανείς, όχι του Δεσπότη αλλά του αγράμματου καλόγηρου, του Σαμουήλ στο Κούγκι εκεί… Ήταν ο δρόμος που έπρεπε να τον κλώσω, απ’ όλες τις μεριές έκτος της δυτικής και προβάλλοντας, εναλλασσόμενα διαρκώς, βράχια, βαθιορίζωτα πουρνάρια, δεντριά καψαλισμένα, σούδες μακριές γυμνόλευκες και απότομα φαράγγια. Κι ύστερα τα πρώτα πλάνα, δάση από λογής δεντριά, γυμνά ριζοβούνια, σχιστόβραχοι που λεύκαζαν στην κορυφή, κι όλο ανέβαινα κι ανέβαινα.
Σα στάθηκα στην εκκλησιά του χωριού Σαμονίβα, με συντροφιά το ταπεινό καμπαναριό, κρύφτηκε η άγρια θωριά του ανατιναγμένου βράχου και μόνο ο σταυρός διαγράφεται ολοφώτεινος και ανάερος πλαταίνοντας παντού σαν ευλογία, ελπίδα και πίστη και αγκαλιάζει σιγοτρέμοντας τη λάμψη του το ρασοφόρο, παλικάρια και τις ασάλευτες συνειδήσεις αλύτρωτων ραγιάδων.
Ξαποσταμό βρήκα κατά τα ξημερώματα στο Σχολειό τού Σουλιού. Οχτώ ημέρες έζησα εκεί και ξεκουραζόμουν διαβάζοντας και σχεδιάζοντας τα τσογκάρια, τα ραϊδιά, τις γκρεμισμένες εκκλησιές και τα χαλασμένα σπίτια.
Απ’ τα ριζά, την παραμονή των αποκαλυπτηρίων, έκοψα ένα δαφνόκλαρο και με μολύβια και χαρτιά ανηφόριζα για την κορφή και πάσχιζα να φτάσω προσκυνητής στο βωμό της αυτοθυσίας και του άφθαστου ηρωισμού. Φτάνοντας στα χορταριασμένα θέμελα με τα ξεπλυμένα λιθάρια, απόθεσα τη χλωροδάφνη, με σπονδή δακρύων κι ένα σταυροκόπημα, στου ολοκαυτώματος τον τόπο.
Μπρός μου στην οθόνη του νου, γιγάντεψε η Αγία Παρασκευή και συλλειτουργήθηκα από τον ασκητικό μοναχό, στον εθνικό μας όρθρο. Τειχάρια σωριασμένα και πολεμίστρες γύρω άκουσαν την προσευχή και τη δέχτηκαν πράσινες φτέρες και ανθισμένες ασφάκες φυτρωμένες ανάμεσα σε γκριζογάλαζες πέτρες. Μάρτυς βουβός, ασάλευτος και αμίλητος του Σουλιώτικου δράματος, ακόμα τώρα, το τόξο της μεγάλης εισόδου του κάστρου, που η δαιμονισμένη έκρηξη του 1803 δεν το κομμάτιασε.
Γυροφέρνουν τώρα χειροπιαστές οι ηρωικές μορφές, ζωντανές πάνω στο φως, μακριά από τον Αχέροντα του σκοταδιού. Ματόβρεχτη η κορυφή του ιστορικού Κουγκιού -ορόσημο των νέων γενεών- προβάλλει πάντα χιλιοκομματιασμένο το σώμα του Εθνομάρτυρα παπά.
Τα’ αντικρινά βουνά αρπάζουν το νόημα της υπέρτατης θυσίας και το καντήλι της ψυχής σκορπά ευγνωμοσύνη στα Σουλιώτικα έπη…
Από το μέρος του γκρεμού διάβα δεν ευρίσκεις, μόνο θέμελα περίγυρα απ’ αυτόν.
Αναπνέω βαθιά γιγάντων αέρα.
Στο βάθος ή Κιάφα και γύρω βουνά πανύψηλα καλωσορίζουν με το λίθινο κλοιό και τα στουρναρένια στήθια, κάθε αραιό επισκέπτη της ερημοσύνης και της ξεχασμένης άγιας γης, γιατί κανείς δεν αξιώθηκε ως τόσο, να χαράξει ένα δρόμο της προκοπής, να πάμε και να φρονηματίζουμε τα Ελληνόπουλα.
Στα ριζά του Κουγκιού η Σαμονίβα, συνυφάδα λες της Κιάφας, σείουν τα μαντήλια τους.
Είναι αυτά περήφανα σύννεφα, σερνάμενα στις κορυφές, σαν πουπουλένιοι ουράνιοι επισκέπτες… Όλος ο λίθινος κόσμος σκούρος ως πέρα, ως το Ζάλογγο, κει που αφήκαν αδούλωτες ψυχές, τη στερνή τους πνοή, τραγουδώντας το «Έχε γεια καημένε κόσμε», στο πανηγύρι του χαμού και της ζωής
Tου αείμνηστου γλύπτη του Μουσείου Κερίνων Ομοιωμάτων και Ποιητή Παύλου Βρέλλη.
Join the Conversation