Ξύπνα Εμινέ, πάμε…

Από το Καρβουνάρι μέχρι τη Μενίνα με επίκεντρο το Σεβαστό και την Παραμυθιά, διαδραματίζεται το βραβευμένο διήγημα του Αλέξανδρου Νίκα, το οποίο μας έκανε την τιμή να το...

 

«Ξύπνα Εμινέ, πάμε».

Ο ύπνος της Εμινέ ήταν γλυκός. Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα από νωρίς το απόγευμα πάνω στον τσίγκο που είχαν για σκεπή στο σπίτι τους, τη νανούρισε και η κούραση της μέρας την είχε στείλει πιο νωρίς για ύπνο. Εδώ και δυο μήνες τώρα είχαν φύγει από το πατρικό σπίτι του Τσιώτη, αφού ο πατέρας του δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο γιος του παντρεύτηκε Τουρκάλα.

Για να μη δεχτεί όμως την κατακραυγή του κόσμου, έδωσε ένα χωράφι πέντε στρέμματα όλα κι’ όλα στο παιδί του και του είπε ξεκάθαρα. «Τσιώτη πάρε τη γυναίκα σου και φύγε από το σπίτι. Δεν μπορείτε να μείνετε άλλο πια εδώ» και συμπλήρωσε με αποστροφή «άκου να παντρευτείς Τουρκάλα! Χάθηκαν οι Χριστιανές παιδάκι μου; Τόσες υπάρχουν στο χωριό!». Αυτό με την Τουρκάλα νύφη δεν μπορούσε να το χωνέψει.

Ο Τσιώτης ήταν 25 χρονών, είχε γεννηθεί στο Σεβαστό και στο χωριό του δεν είχε ζήσει ποτέ Τούρκος. Όλοι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί. Το χωριό πρωτοκατοικήθηκε μετά την πτώση του Σουλίου το 1803 και μπορεί να ήταν όλοι Αρβανίτες, αλλά Τούρκοι όχι. Και να, τώρα ο γιος του Γιώργου Νάση, ο Σωτήρης που όλοι τον φώναζαν Τσιώτη, αγάπησε μια Τουρκάλα από το Καρβουνάρι.

Την πρωτοαντίκρισε του «Σταυρού» στην Παραμυθιά και όταν την ξανάδε στο Λάμποβο, το μεγάλο παζάρι της πόλης, την πρώτη βδομάδα τον Οκτώβρη του 1911, την ακολούθησε όλη μέρα. Εκείνη το πρόσεξε και του χαμογέλασε κρυφά, αλλά ήταν αρκετό για να κάνει τον Τσιώτη να είναι συνέχεια πίσω της μέχρι το μεσημέρι που πήγε στο χάνι του Βαγγελ’ Τάτση. Εκεί συναντήθηκε με τρία παλικάρια, τα αδέλφια της, φόρτωσαν τα ψώνια στα άλογα κι έφυγαν για το χωριό τους. Πήραν τον κάτω δρόμο προς το Σεβαστό, και αφού στο χωριό του δεν ζούσε Τούρκος, κατάλαβε ότι όταν θα έφταναν στο ποτάμι, τον Κωκκυτό, θα έστριβαν για το Ζελεσό. Έβλεπε την κίνηση της καθώς περπατούσε και από τη στιγμή που χάθηκε στη στροφή του δρόμου το είχε κιόλας αποφασίσει. Αυτήν τη γυναίκα θα την έκανε δική του. Δεν ήξερε ποια ήταν, αλλά δεν θα ήταν δύσκολο να μάθει. Είχε αφήσει πολλές φορές το άλογο του στο χάνι του Βαγγελ’ Τάτση και αυτός σίγουρα θα ήξερε τα αδέλφια της. Όταν τον ρώτησε και έμαθε ποιανού κόρη ήταν, κρύος ιδρώτας τον έλουσε και το πείσμα του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Ήταν από το Καρβουνάρι και πατέρας της ήταν ο αγάς του χωριού.

Πήγε στο καφενείο του Βασίλ’ Γιάννου και εκεί συναντήθηκε με τον Νάσιο Γκοροβέση, τον παιδικό του φίλο. Εκείνος μόλις άκουσε αυτό που του είπε ο Τσιώτης, κατέβασε μονορούφι το ούζο που είχε στο ποτήρι του.

«Τι πας να κάνεις μωρέ βλάμη;» του είπε και πριν εκείνος απαντήσει συνέχισε «στο χωριό μας δεν υπήρχε ποτέ Τούρκος και εσύ πας να το μπασταρδέψεις;»
«Γιατί μωρέ Νάσιο, στα άλλα χωριά που Έλληνες έχουν παντρευτεί Τουρκάλες, ή Τούρκοι έχουνε πάρει χριστιανές πάθανε τίποτα; Γιατί να υπάρχει πρόβλημα στο δικό μας;»
«Γιατί οι περισσότεροι από εμάς ήρθαμε εδώ από το Σούλι! Από εκεί, Τούρκοι ήταν αυτοί που μας ανάγκασαν να φύγουμε και για πάνω από εκατό χρόνια τώρα δεν έχει μαγαριστεί το χωριό με τέτοιο γάμο. Και θα πας να το μαγαρίσεις εσύ;»
«Ναι εγώ!» το πείσμα του Τσιώτη μεγάλωνε.

Ο Νάσιος τον πότισε για τα καλά με ούζο μπας και ο βλάμης του δει τι πάει να κάνει και συνέλθει, αλλά το ούζο έκανε ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Ο Τσιώτης δεν μπορούσε να βγάλει την Τουρκάλα από το μυαλό του. Αντίθετα έπεσε στην αγκαλιά του βλάμη και λίγο από το ούζο, λίγο από αυτό που ένιωθε για πρώτη φορά, του είπε. «Αχ μωρέ βλάμη! Δεν μπορώ να την βγάλω από το κεφάλι μου• την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Να βάλω σύνορο στην καρδιά μου; Να μην αγαπήσω τίποτα άλλο παρά μόνο Ελληνίδα; Αχ, Θεέ μου τι να κάνω;» και αμέσως έδωσε ο ίδιος απάντηση στην ερώτηση του. «Αύριο θα πάρω τον πατέρα μου, θα έρθεις και εσύ και θα πάμε να την ζητήσουμε».

Ο Νάσιος δεν πίστευε στα αυτιά του με αυτά που άκουγε. Νόμισε πως από το πολύ ούζο παράκουγε. Δεν ήταν και σίγουρος όμως, γι’ αυτό πλήρωσε το καφενείο, πήρε τον Τσιώτη και κίνησαν για το χάνι. Πλήρωσε και τον Βαγγέλ’ Τάτση, πεζέψανε στα άλογα και κίνησαν για το χωριό. Όταν έφτασαν κάτω στο ποτάμι, κατέβηκαν από τα άλογα και έριξαν νερό στο πρόσωπο τους. Εκεί συνήλθαν λιγάκι και ο Νάσιος περίμενε να ακούσει από τον παιδικό του φίλο, που εδώ και δέκα χρόνια είχαν γίνει βλάμηδες, δηλαδή αδελφοποιτοί, να είχε αλλάξει γνώμη για την Τουρκάλα. Εκείνος όμως με πιο καθαρό μυαλό πια, του ξανάπε με έναν τρόπο που δεν επιδέχονταν κουβέντα «αύριο πάμε στον πατέρα της».

Πράγματι την άλλη μέρα, έξω από το σπίτι του αγά στο Καρβουνάρι, ξεπέζεψαν τρεις καβαλάρηδες. Στο σπίτι του Γιώργου Νάση έγινε χαμός όλο το βράδυ, αλλά στο τέλος ο Τσιώτης έπεισε τον πατέρα του να πάνε μαζί στον αγά. Ο υπηρέτης του αγά τον ενημέρωσε πως τον ζητάνε τρείς άντρες από το Σεβαστό κι’ εκείνος δεν ήξερε τι να υποθέσει. Δεν είχε πολλές δοσοληψίες με αυτό το χωριό και ήταν περίεργος να μάθει αμέσως τι τον ήθελαν. Όταν ο Γιώργος Νάσης του εξήγησε τον λόγο της επίσκεψης και ζήτησε το χέρι της κόρης του για το στερνοπαίδι του, ο αγάς αγρίεψε. «Τι έχεις εσύ με την κόρη μου;» γύρισε και είπε απότομα στον Τσιώτη. Οι φωνές ακούστηκαν σε όλο τον μαχαλά. Ο αγάς πίστεψε πως αυτός εδώ ο νιός του μαγάρισε την κόρη και φώναξε τον υπηρέτη να πάει και να την φέρει αμέσως στον οντά. Όταν ήρθε η κόρη του, ο Τσιώτης δεν την αναγνώρισε. Άλλην είχε δει, τη μικρότερη κόρη του αγά και μέχρι να το καταλάβουν όλοι, εκείνος ξέσπασε σε γέλια. Τους κέρασε ούζο και είπε στον Τσιώτη. «Μη περιμένεις παλικάρι μου να σου δώσω την Εμινέ. Έχει σειρά η Μελέκ, η πρώτη μου κόρη και μετά η Εμινέ. Άμε στο καλό και άμα παντρευτεί η μεγάλη το ξανασυζητάμε». Με αυτήν την κουβέντα ο αγάς βρήκε ένα καλό πάτημα για να μη παντρέψει τη κόρη του με χριστιανό.

Η ζωή όμως τα έφερε έτσι που αυτή η επίσκεψη στον αγά είχε τελικά  δυο γάμους. Η μεγάλη κόρη του αγάπησε τον Νάσιο Γκοροβέση και όταν το είπε στον πατέρα της, αυτός πήγε να τρελαθεί αλλά τελικά έδωσε τη συγκατάθεση του και έτσι αμέσως μετά τα αλωνίσματα του 1912 έγινε για πρώτη φορά στην περιοχή διπλός γάμος. Τα παιχνίδια της καρδιάς είχαν καλά αποτελέσματα και ο Νάσιος Γκοροβέσης, που έλεγε στον Τσιώτη ότι πάει να μπασταρδέψει το χωριό, παντρεύτηκε την μεγάλη και ο Τσιώτης την μικρή κόρη του αγά.

Οι πιο συχνές επισκέψεις των Τούρκων από το Καρβουνάρι στο Σεβαστό, έκαναν  τον Γιώργο Νάση να μην μπορεί να βλέπει τα βλέμματα των χωριανών του στο καφενείο και τον μαχαλά που μαζεύονταν μετά τις δουλειές τους και αποφάσισε λίγο πριν το Λάμποβο του 1912 να διώξει τον Τσιώτη από το σπίτι. Εκείνος έκανε ένα μικρό καλύβι, έβαλε από πάνω τσίγκο και έστησε εκεί το σπιτικό του. Ο αγάς δεν ήθελε να ανακατευτεί, άφησε τους νέους να ζήσουν όπου ήθελαν, αφού είχε δώσει από τριάντα στρέμματα χωράφια και αρκετά ζωντανά προίκα σε κάθε γαμπρό. Ο πατέρας του Νάσιου Γκοροβέση, πιο μυαλωμένος, κράτησε το ζευγάρι στο σπίτι, άλλωστε δεν είχε άλλο παιδί και ποιος θα τον γηροκομούσε;

Και να που τώρα, λίγες μέρες μετά την πρωτοχρονιά του 1913, παραμονή των Φώτων, ο Τσιώτης ξυπνάει μέσα στην άγρια νύχτα την Εμινέ. «Τι έγινε άντρα μ’;» τρόμαξε εκείνη.

«Σήκω Εμινέ, σήκω να φύγουμε τώρα».
«Που να πάμε άρχοντα μ’ τέτοια ώρα μ’ αυτούνο το καιρό»;
«Να φύγουμε Εμινέ. Να φύγουμε. Πάμε» επανέλαβε με ανησυχία ο Τσιώτης.
Έξω η βροχή συνέχιζε να κτυπάει με δύναμη τον τσίγκο και ο αέρας λυσσομανούσε και τρύπωνε στο σπίτι μέσα από τις καλαμιές και τη φτέρη. «Γιατί άντρα μ; Γιατί να φύγουμ’; Και που να πάμ’;» η αγωνία της Εμινέ.
«Να πάμε πέρα από τον Καλαμά. Πλησιάζουν και δεν ξέρουμε τι θα κάνουν».
«Ποιοι πλησιάζουν»;

Ώσπου να καεί ένα μικρό ξύλο που έβαλε στη φωτιά που τους ζέσταινε, ο Τσιώτης είπε στη γυναίκα του όσα είχε μάθει αποβραδίς στο καφενείο. Ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει θριαμβευτής στα τέλη του Οκτώβρη στη Θεσσαλονίκη, είχε πάρει στα χέρια του εδώ και δυο μήνες περίπου και την Πρέβεζα από τους Τούρκους και προχωρούσε πιο βόρεια, προς τα μέρη τους και τα Γιάννενα. Μπορεί το στρατιωτικό κλιμάκιο να περνούσε και από το απόμερο χωριό τους και είχε ακούσει ότι όπου έβρισκαν Τούρκους τους σκότωναν και τις Τουρκάλες πρώτα τις μαγαρίζανε. Φοβήθηκε για τη γυναίκα του και ήθελε να φύγουν. Αυτό που ένιωθε για την Εμινέ δεν ήξερε ότι το έλεγαν ‘έρωτα’. Ήξερε όμως ότι την αγαπούσε πολύ και δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. Πάλεψε να την πάρει από τον Τούρκο πατέρα της και να την έχανε τώρα από τα χέρια Ελλήνων; Αγκομαχώντας σηκώθηκε από το αχυρένιο στρώμα κάτω στο χώμα, έβαλε τα δυο της χέρια στην κοιλιά, κόντευε έξι μήνες που ήταν έγκυος, πήραν τον μπόγο με μερικά χρήσιμα πράγματα που είχε μαζέψει νωρίτερα ο Τσιώτης, έβαλαν πάνω στο κορμί τους τις κάπες που είχε φτιάξει η Εμινέ να προστατευτούν από τη βροχή και τον αέρα και βγήκαν έξω στο χαλασμό. Δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους από το σκοτάδι, αλλά ήξεραν πολύ καλά τα κατατόπια. 

Μέχρι να ξημερώσει είχαν περάσει κάτω από τη Σέλιανη, μέσα από το Νιοχώρι και μετά είδαν κάτω χαμηλά τον Καλαμά και δίπλα τη Μενίνα. Σε αυτό το χωριό δεν γνώριζαν κανέναν και ούτε είχε ξανάρθει κάποιος από τους δυο τους ποτέ σε αυτά τα μέρη. Μπορεί να μην ήταν ούτε δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το δικό τους, αλλά δεν είχαν κανένα λόγο να έρθουν προς τα εδώ. Δεν είχε παντρευτεί κανένας χωριανός κάποια γυναίκα από αυτά τα μέρη, ούτε είχε πάει εκεί πέρα κάποια νύφη από το χωριό τους.

Είχε ακούσει στο καφενείο, αλλά και στο Καρβουνάρι που είχε πολλούς Τούρκους ότι ο Ελληνικός Στρατός θα έφτανε μέχρι τον Καλαμά. Το ποτάμι θα ήταν το φυσικό σύνορο. Αν περνούσαν το ποτάμι θα γλίτωναν. Έτσι πίστευε ο Τσιώτης. Πίστευε ότι από την άλλη μεριά του ποταμού, εκεί που συνέχιζαν να ζούνε Τούρκοι και Έλληνες μαζί, πως δεν θα διέτρεχαν κανέναν απολύτως κίνδυνο. Ο Τσιώτης είχε συζητήσει με το Νάσιο για όσα είχε ακούσει και του είπε να πάρει τη Μελέκ για να φύγουν παρέα, αλλά εκείνη μόλις είχε αποβάλλει και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Από ψηλά στο Νιοχώρι, έβλεπαν κάτω το ποτάμι κι αν και είχε σταματήσει η βροχή πριν λίγη ώρα, βροχή έτρεξε ο ιδρώτας από την αγωνία στο πρόσωπο του Τσιώτη. Ο Καλαμάς είχε φουσκώσει για τα καλά και είδαν ότι σε κάποια σημεία είχε πάνω από εκατό μέτρα πλάτος. Ο Κωκκυτός, το ποτάμι του χωριού τους, ακόμη και όταν φούσκωνε από την πολλή βροχή δεν έβγαινε από τις όχθες του και δεν πλημμύρισε ποτέ τον κάμπο. Τώρα ο Καλαμάς έμοιαζε εκεί κάτω μπροστά τους σαν να ήταν λίμνη. Σταμάτησαν λίγο να πάρουν μια ανάσα και κατέβηκαν από το άλογο. Κοιτώντας το ποτάμι η απογοήτευση ήταν μεγάλη στα πρόσωπα των δυο ερωτευμένων νέων της εποχής. Ο Τσιώτης έστρεψε το βλέμμα του αριστερά και όσο έβλεπε το ποτάμι, εκείνο δεν ήταν σε κανένα σημείο πιο στενό από πενήντα μέτρα πλάτος. Η Εμινέ έριξε το βλέμμα της δεξιά και είπε γεμάτη χαρά. «Κοίτα αφέντη μ’ εκεί»!

Πράγματι, όπως έβλεπαν από ψηλά τη Μενίνα και το ποτάμι, στην άκρη του χωριού, εκεί που τέλειωνε το ποτάμι και μετά χανόταν μέσα στα βουνά, τους φάνηκε πως εκείνο στένευε. Η χαρά ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα τους και ο Τσιώτης αγκάλιασε την Εμινέ και τη φίλησε. Εκείνη, εκεί ψηλά στο βουνό, μακριά από το χωριό και τα αδιάκριτα μάτια των γνωστών, αγκάλιασε με πάθος τον άντρα της, τον γέμισε φιλιά και δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά του. Ο Τσιώτης ήταν περήφανος που είχε αυτήν τη γυναίκα στην αγκαλιά του και χάιδεψε την κοιλιά της. «Ο γιος μας θα ζήσει χωρίς το δικό μας φόβο Εμινέ και θα ….» ξεκίνησε να της λέει με χαρά και λαχτάρα και άφησε μετέωρη τη κουβέντα του. Ανήσυχη εκείνη τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω, τον κοίταξε μέσα στα μάτια, σ’ αυτά είδε την απογοήτευση και τρόμαξε. «Τι έπαθες αγάπη μ’;» τον ρώτησε και εκείνος έφερε το ξαφνιασμένο βλέμμα του στο δικό της, αφού ήταν η πρώτη φορά που άκουσε την Εμινέ να τον λέει ‘αγάπη μου’. Αμέσως ξέχασε αυτό που τον είχε κάνει να σταματήσει απότομα την προηγούμενη φράση του, χαμογέλασε και τη φίλησε στο στόμα με πάθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος και εκείνο το πρωινό, εκεί ψηλά από τη Μενίνα θα έμενε αξέχαστο. Η Εμινέ όμως δεν ξέχασε την ερώτηση που του είχε κάνει λίγο πριν απ’ τα φιλιά και γρήγορα τον ξαναρώτησε «τι έπαθες αγαπημένε μ’»;

Εκείνος τραβήχτηκε απαλά από την αγκαλιά της και της είπε. «Όσο βλέπουμε το ποτάμι, δεν βλέπω πουθενά γέφυρα και εκεί δεξιά που στενεύει θα πρέπει να έχει μεγάλο βάθος Εμινέ!» και την κοίταξε με την αγωνία να χαράζει στο πρόσωπο του όπως κι εκείνη η μέρα, η μέρα των Φώτων.

Από το Νιοχώρι ακούστηκε το σήμαντρο της εκκλησίας που καλούσε τους Νιοχωρίτες και σχεδόν αμέσως ήρθε στα αυτιά τους και ο ήχος της καμπάνας από την εκκλησία που ήταν κάτω στη Μενίνα. Πήρε από το χέρι την Εμινέ, έβαλαν μπροστά τον Ντορή για να μην τους παρασύρει αν στραβοπατήσει και κατέβηκαν με προσοχή το μονοπάτι. Όταν έφτασαν κάτω στο χωριό, έδεσαν το άλογο έξω από την εκκλησία και μπήκαν μέσα. Οι χωρικοί τους κοίταζαν περίεργα, αφού δεν τους είχαν ξαναδεί και περίμεναν να τελειώσει η λειτουργία. Ο Τσιώτης και η Εμινέ είχαν σκεφτεί ότι κάποιοι από τον απέναντι μαχαλά θα είχαν έρθει στην εκκλησία και πως όταν θα έφευγαν θα τους ακολουθούσαν για να περάσουν μαζί το ποτάμι και τότε επιτέλους θα ήταν ελεύθεροι.

Ξαφνικά λίγο πριν το τέλος της λειτουργίας η καμπάνα άρχισε να κτυπάει δαιμονισμένα, αλλά χαρμόσυνα. Δεν σταμάταγε να κτυπάει, έτσι που ο παππάς τελείωσε άρον – άρον τη λειτουργία και βγήκαν όλοι έξω. Οι άνθρωποι από τη Μενίνα πανηγύριζαν και μόνο τα πρόσωπα του Τσιώτη και της Εμινέ ήταν κερωμένα. Πάνω ψηλά στο βουνό, εκεί που ήταν οι ίδιοι λίγη ώρα πριν, είδαν την Ελληνική σημαία και τον Στρατό των Ελλήνων. Φαινόταν καθαρά ότι σε πολύ λίγη ώρα θα ήταν κάτω στη Μενίνα και τότε δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Ο Τσιώτης έκανε νόημα στην αγαπημένη του να τον ακολουθήσει, πήραν το άλογο και κίνησαν για την άκρη του χωριού, εκεί που από ψηλά είχαν δει να χάνεται το ποτάμι. Σκέφτηκε ότι αφού όσο έβλεπαν αριστερά δεν είχαν δει γέφυρα, κάπου δεξιά θα υπήρχε μια για να περνάνε οι χωρικοί απέναντι.

Πράγματι σε λίγη ώρα έφτασαν στη γέφυρα και εκεί πάγωσε το αίμα τους. Πάνω σ’ αυτήν ήδη υπήρχε κλιμάκιο του Ελληνικού Στρατού. Πότε πέρασε και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι; Κατάλαβαν ότι όσην ώρα εκείνοι ήταν μέσα στην εκκλησία ο στρατός είχε καταλάβει τη γέφυρα. Αποφάσισαν να κάνουν αυτό που είχαν συμφωνήσει στο δρόμο. Όταν έφτασαν πάνω στη γέφυρα, ο σκοπός σήκωσε το όπλο του και τους είπε να κατέβουν από το άλογο. Ο Τσιώτης αμέσως κατέβηκε και τον πλησίασε λιγάκι, ο φαντάρος του είπε να σταματήσει στα τρία μέτρα και διέταξε να κατέβει και η γυναίκα από το άλογο.

«Είναι γκαστρωμένη κι έχει πρόβλημα μωρέ πατριώτη! Βιαζόμαστε να φτάσουμε γρήγορα στο Φιλιάτι να τη δει γιατρός» του είπε ο Τσιώτης.
«Δεν με ενδιαφέρει. Να κατέβει αμέσως. Έτσι λένε οι εντολές» διέταξε ο στρατιώτης.

Ο Τσιώτης γύρισε για να την βοηθήσει να κατέβει, πλησίασε όμως ένας δεκανέας και του είπε «άφησέ την  πάνω στο άλογο και ελάτε στη σκηνή» και έδειξε μια σκηνή που είχε στηθεί στην άλλη πλευρά της γέφυρας κι απ’ έξω είχε μια ταμπέλα που έλεγε «Διοικητήριο». «Πότε πρόλαβαν και έστησαν κιόλας το Διοικητήριο;» αναρωτήθηκε ο Τσιώτης και αμέσως κατάλαβε ότι δεν θα ξεμπέρδευαν εύκολα με αυτούς. Η Εμινέ έμεινε πάνω στον Ντορή που περνούσε την ξύλινη γέφυρα με μεγάλη προσοχή. Μόλις πάτησαν γη ο δεκανέας φώναξε δυνατά «Βουλτσίδηηηη!» και αμέσως βγήκε από τη διπλανή σκηνή, που απ’ έξω είχε ένα κόκκινο σταυρό, ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που φορούσε άσπρη μπλούζα.

«Γιατρέ, η γυναίκα είναι γκαστρωμένη και έχει πρόβλημα» είπε ο δεκανέας. Ο γιατρός  βοήθησε τη γυναίκα να κατέβει από το άλογο και την έβαλε μέσα στη σκηνή. Τον Τσιώτη δεν τον άφησαν να μπει μέσα. «Τι θα της κάνετε;» φώναξε ο Τσιώτης σχεδόν ουρλιάζοντας, αλλά ο γιατρός τον καθησύχασε. «Μη φοβάσαι, θα δούμε αν είναι σοβαρή η κατάσταση» του είπε και συμπλήρωσε «το Φιλιάτι είναι μακριά και μπορεί όταν φτάσετε να είναι αργά».

Ο δεκανέας κάθισε έξω και έβγαλε από τη τσέπη του ένα τσιγάρο. Ο Τσιώτης τον κοίταξε με πόνο και ανησυχία, αυτός αμέσως κατάλαβε, του έδωσε το τσιγάρο κι έβγαλε άλλο για τον εαυτό του και του είπε. «Μη φοβάσαι. Είναι ο καλύτερος γιατρός που έχουμε. Είναι σχεδόν είκοσι χρόνια στρατιωτικός γιατρός. Έχουν δει πολλά τα μάτια του και ξέρει».

Πράγματι ο Χρήστος Βουλτσίδης, ο γιατρός, είδε και κατάλαβε. Γεννημένος στη Βάρνα της Βουλγαρίας, κυνηγημένος εκεί πέρα ο ίδιος και η οικογένεια του από τους Τούρκους, έφτασαν στην ελεύθερη Ελλάδα το 1882 και εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό της Θεσσαλίας, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση του. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αμέσως διαπίστωσε ότι η γυναίκα δεν είχε πρόβλημα με την εγκυμοσύνη, κατάλαβε πως είναι Τουρκάλα και προσπαθούσαν να περάσουν το ποτάμι επειδή φοβόταν για τη ζωή τους. Φώναξε τον δεκανέα και του είπε να φέρει αμέσως το λοχαγό. Ο δεκανέας γύρισε προς το «Διοικητήριο» και φώναξε «λοχαγέ Σταματάκηηηη!» και αμέσως βγήκε έξω ένας ψηλός και γεροδεμένος ψαρομάλλης στρατιωτικός, με ένα μεγάλο μουστάκι να κρέμεται πάνω από τα χείλη του. Είχαν και στα μέρη τους οι άντρες μουστάκια, αλλά πρώτη φορά ο Τσιώτης είδε τόσο μεγάλο. Πρώτη φορά είδε και Κρητικό ζωσμένο με μαχαίρι κι αμέσως κατάλαβε ότι μέχρι εδώ ήταν η ζωή της Εμινέ και του γιου του που είχε στην κοιλιά της. Ο λοχαγός πλησίασε προς τη σκηνή κι ο Τσιώτης έπεσε στα γόνατα λέγοντας ικετευτικά. «Λοχαγέ σε παρακαλώ, μη, την αγαπάω πολύ, είναι η γυναίκα μου». Ο λοχαγός που πολέμησε τους Τούρκους στην Κρήτη μέχρι την απελευθέρωση της το 1898, δεν σταμάτησε να κυνηγάει με τον Ελληνικό Στρατό και να σκοτώνει Τούρκους, κοντά δεκαπέντε χρόνια τώρα. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Τσιώτη, έφερε το χέρι του στη θήκη με το μαχαίρι και μπήκε μέσα στη σκηνή που ήταν η Εμινέ με τον γιατρό.

Ο ίδιος απέξω παρακαλούσε το Θεό να μην της κάνουν κακό και αμέσως μετά, αν της κάνουν, τουλάχιστον να μην πονέσει πολύ. Πέρασε λίγη ώρα και από τη σκηνή δεν ακουγόταν τίποτα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του όταν είδε πρώτα τον λοχαγό και μετά τον γιατρό να βγαίνουν από τη σκηνή. «Σήκω και έλα στο Διοικητήριο» του είπε αυστηρά ο λοχαγός. Σηκώθηκε και με βαριά βήματα τους ακολούθησε. Σε λίγο ο Τσιώτης έβγαινε από το Διοικητήριο με ένα χαρτί που είχε σφραγίδες του Ελληνικού Στρατού και ήταν υπογραμμένο από τον λοχαγό, που έλεγε ότι «όποιος πειράξει τη γυναίκα του Τσιώτη Νάση θα έχει να κάνει με τον Ελληνικό Στρατό και προσωπικά με τον λοχαγό Σταματάκη».

Ο Ελληνικός Στρατός δεν απελευθέρωνε την Ήπειρο από τους Τούρκους για να δημιουργήσει πρόβλημα στους Έλληνες, αλλά για να ζήσουν μέσα σε ειρήνη με όσους Τούρκους επέλεγαν να μείνουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Σε περίπου πέντε εβδομάδες, στο καφενείο του Σεβαστού, ο Τσιώτης άκουσε ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε μπει θριαμβευτής στα Γιάννενα και όλη η Ήπειρος ήταν πια ελεύθερη.

In this article

Join the Conversation