Σε κάποιο χωριό της πατρίδας μου στη Θεσπρωτία ζούσε μια γριά με το γιο της. Φτώχεια με το τσουβάλι. Κάποτε η γριά πέθανε. Ο γιος της δεν είχε χρήματα να πληρώσει ούτε για το σκάψιμο του τάφου της μάνας του, ούτε για την μεταφορά της στο Νεκροταφείο. Μόνος του λοιπόν τάκαμε όλα. Το Νεκροταφείο ήταν έξω από το χωριό στο τέλος ενός πολύ ανηφορικού δρόμου. Φορτώθηκε τη μάνα του και ξεκίνησαν μπροστά ο παπάς με το πετραχείλι στο λαιμό και το θυμιατό στο χέρι λέγοντας αυτά που του είπαν να πει και πίσω αυτός με τη μάνα του. Στο δρόμο κουράστηκε. Ακούμπησε τη μάνα του σε μια μεγάλη πέτρα να πάρει μια ανάσα και σκύβοντας της λέει στο αυτί χαριτολογώντας. «Μωρέ διαβολάκι είσαι και κοτσάμ βαριά». Αμέσως γυρνάει ο παπάς που τον άκουσε και του λέει: «Ω! αμάρτησες τέκνο μου!». «Εσύ, παπά μου, πες αυτά που σου είπαν να πεις και μην ανακατεύεσαι στη μάνα τη δική μου».
Τώρα έτσι και σεις, παιδιά μου, πέστε αυτά που σας είπαν να πείτε και μην φροντίζετε να μάθετε τίποτε παραπάνω.
Αμ δεν μαθαίνονται μωρέ παιδιά μου τα βλογημένα τα γράμματα όλα στο σχολείο. Χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά και έξω από αυτό.
Join the Conversation