Σε εφαρμογή του ν.96/2017 «Για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων στη Δημοκρατία της Αλβανίας» (βασισμένου στη σύμβαση- πλαίσιο για την προστασία των μειονοτήτων στην Ευρώπη που αναγκαστικά αποδέχθηκε η Αλβανία), ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα υπέγραψε μετά από 8 χρόνια καθυστέρησης, στις 26/12/2024, τρείς αποφάσεις. Η πρώτη αφορά στον καθορισμό κριτηρίων και τη συλλογή δεδομένων για την ταυτοποίηση προσώπων που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, η δεύτερη αφορά στη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων για την αναγνώριση εθνικών μειονοτήτων ενώ η τρίτη αφορά στην τοποθέτηση ονομάτων οδών και γεωγραφικών προσδιορισμών και τη χρήση μειονοτικών γλωσσών στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Όπως έχει παρουσιαστεί από μερίδα του τύπου, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών θεωρεί την ενέργεια αυτή του Αλβανού πρωθυπουργού ως σημαντικό βήμα για τη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων και την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών.Τόσο σημαντικό, που η Αθήνα αποφάσισε να συναινέσει στο σχετικό κεφάλαιο για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που είχε ανοίξει για τα Τίρανα στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά για το κατά πόσον η ελληνική πλευρά διασφάλισε τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στη γειτονική χώρα.
Ο Έλληνας βουλευτής Βαγγέλης Ντούλες, σε παρέμβασή του στο 17ο Φόρουμ του ΟΗΕ στη Γενεύη για τα θέματα των μειονοτήτων ανέφερε ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις εμπεριέχουν μια θεμελιώδη αντίφαση καθώς συνδέονται άμεσα με τη νόθα απογραφή του 2023 που δεν συμμορφώνεται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και πραγματοποιήθηκε χωρίς διαφάνεια. Παράλληλα, έθεσε τα ζητήματα της μη διασφάλισης 12ετούς ελληνικής εκπαίδευσης στις αναγνωρισμένες περιοχές και της καταπάτησης των ελληνικών περιουσιών με τον σκανδαλώδη νόμο για τις στρατηγικές επενδύσεις. Σημειώνεται ότι για την απογραφή, που τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν μετά από επτά μήνες, διαμαρτυρήθηκε έντονα ακόμη και η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας αφού ο αριθμός των Ορθοδόξων από τα μητρώα βαπτίσεων είναι πολλαπλάσιος από αυτόν που προκύπτει από την απογραφή.
Σύμφωνα με την πρώτη πρωθυπουργική απόφαση, τα πρόσωπα που «ισχυρίζονται» ότι ανήκουν σε εθνική μειονότητα και ζητούν να αναγνωριστούν ως τέτοια πρέπει να υποβάλλουν έντυπο αυτοπροσδιορισμού. Η έννοια του «ισχυρισμού», όμως, παραπέμπει σε δικαστική αντιδικία και οδηγεί σε μια χρονοβόρα και πλήρως ελεγχόμενη από τις αλβανικές αρχές διαδικασία κατά την οποία η αμφισβήτηση του αυτοπροσδιορισμού από την Επιτροπή του άρθρου 2 για άτομα που δεν ανήκουν στις επίσημα μειονοτικές ζώνες, αναγκάζει τον αιτούντα στην κατάθεση πλήθους στοιχείων που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν. Έτσι, χιλιάδες γηγενείς Έλληνες από το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα, το Δέλβινο, τη Χιμάρα, την Κορυτσά, τον Αυλώνα, την Κλεισούρα, την Κολώνια, το Βεράτι, το Ελμπασάν και το Λεσκοβίκι, τις εύρωστες και πολυπληθείς δηλαδή αλβανόφωνες και βλαχόφωνες ελληνικές κοινότητες, που για να επιβιώσουν από τη δικτατορία του Χότζα αλλά και μεταγενέστερα, υπό την απειλή προστίμων λόγω μη ταυτοποίησης με τους δημοτικούς καταλόγους κατά την επίσης νόθα απογραφή του 2011, είχαν καταγραφεί με αλβανική εθνικότητα αλλά επιθυμούν τώρα να ενταχθούν στην ελληνική μειονότητα, θα είναι αποκλεισμένοι.
Από πότε ο αυτοπροσδιορισμός τεκμηριώνεται με έγγραφα και υπόκειται σε νομική αμφισβήτηση; Αυτοπροσδιορισμός είναι η προσωπική επιλογή ιδιοτήτων και ο υποκειμενικός προσδιορισμός του εαυτού μας. Δεν πρόκειται για αναγνώριση υπηκοότητας που αποτελεί τυπική διοικητική πράξη με αποδεικτικά στοιχεία αλλά μια αυτόβουλη δήλωση «του ανήκειν» σε συγκεκριμένη εθνική ομάδα.
Στη δεύτερη πρωθυπουργική απόφαση η επίσημη αναγνώριση εθνικής μειονότητας υπόκειται στο όριο του 1% επί του συνολικού πληθυσμού πάνω από το οποίο πρέπει να βρίσκεται, με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 2023, μια ομάδα πολιτών για να υποβάλλει αίτημα στην επίσης πλήρως ελεγχόμενη Επιτροπή για τις Εθνικές Μειονότητες (άρθρο 1) και την Τεχνική Γραμματεία που την υποστηρίζει (άρθρο 4) ενώ την τελική απόφαση λαμβάνει ο αρμόδιος υπουργός.Το συγκεκριμένο όριο δίνει τη δυνατότητα στην Αλβανία να αμφισβητήσει ακόμη και την ύπαρξη Ελληνικής Μειονότητας αφού στην τελευταία απογραφή οι ελληνικής καταγωγής πολίτες της Αλβανίας ήταν 23.485 σε σύνολο πληθυσμού 2.402.113, δηλαδή ποσοστό 0,98%.
Αλλά και στην τρίτη πρωθυπουργική απόφαση για τη χρήση μειονοτικής γλώσσας και την τοποθέτηση ονομάτων οδών και άλλων τοπογραφικών δεικτών στις βασικές μονάδες Αυτοδιοίκησης, (εννοεί τους Δήμους), υπάρχουν εξίσου σοβαροί περιορισμοί. Για το πρώτο, απαιτείται να υποβληθεί αίτηση από άτομα που ανήκουν σε εθνοτικές ομάδες που κατοικούν παραδοσιακά ή αποτελούν πάνω από το 20% του συνολικού πληθυσμού ενώ το δεύτερο επιτρέπεται όταν συγκεντρώνεται μειονοτικός πληθυσμός πάνω από το 20% (άρθρο 1).Το όριο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο στους Δήμους Δρόπολης και Φοινικαίων (στους άλλους Δήμους που υπάρχουν αμιγώς μειονοτικά χωριά δεν συγκεντρώνεται το 20%) ενώ η διατύπωση «κατοικούν παραδοσιακά» παραπέμπει σε υποκειμενική κρίση αφού η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου υπόκειται στον έλεγχο νομιμότητας και την έγκριση του διορισμένου από το αλβανικό κράτος νομάρχη.
Τέλος, ο ίδιος ο αλβανικός ν. 96/2017 ανοίγει και ένα άλλο θέμα σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Με το άρθρο 3, η Αλβανία αναγνωρίζει Αρωμανική (Βλαχική) μειονότητα, επιχειρεί δηλαδή κατασκευάζοντας μια νέα εθνική ταυτότητα να αποκόψει τους βλαχόφωνους Έλληνες, με παρελθόν προσφοράς και αγώνων για την εθνική παλιγγενεσία, από την Ελληνική Εθνική Μειονότητα.
Σε τηλεοπτική του συνέντευξη στο τέλος του περασμένου έτους, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «στον μακρύ δρόμο για την Ευρωπαϊκή Ένωση η Αλβανία έχει ανοικτά ζητήματα με τις περιουσίες, τον αυτοπροσδιορισμό και την απογραφή που επηρεάζουν άμεσα τα δικαιώματα των ομογενών μας και τα οποία έχει δεσμευτεί κατηγορηματικά τα επιλύσει». Δυστυχώς, οι τρείς εφαρμοστικές αποφάσεις του Έντι Ράμα φαίνεται ότι μόνο λύση δεν αποτελούν. Για μια ακόμη φορά, η Αλβανία άλλα υπόσχεται και άλλα κάνει στην πράξη ενώ η ελληνική πλευρά την ανέχεται.