Μια αναστάτωση επικρατεί τον τελευταίο καιρό σε τοπικές κοινωνίες για το κλείσιμο στρατοπέδων σε παραμεθόριες περιοχές, όπως αυτές για παράδειγμα των Φιλιατών και της Κόνιτσας στους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων.
Βέβαια το κράτος έχει το σχεδιασμό του με βάση διάφορα κριτήρια, που ενδεχομένως εμείς να μην μπορούμε να τα αντιληφθούμε.
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι με το κλείσιμο στρατοπέδων, υποκαταστημάτων τραπεζών, ταχυδρομείων κ.λπ., σε λίγο οι παραμεθόριες περιοχές θα θυμίζουν κυριολεκτικά νεκρή ζώνη.
Οι αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε με στείρα και ψυχρά και τεχνοκρατικά κριτήρια, για παράδειγμα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν χρειάζονται κάποια στρατόπεδα στην παραμεθόριο από στρατιωτική άποψη, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ειδικές οικονομικές, γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες σ’ αυτές τις περιοχές, που μαραζώνουν ημέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο.
Και μετά θρηνούμε όλοι μαζί, και η Πολιτεία, γιατί φεύγει ο πληθυσμός από τα χωριά και ερημώνει η επαρχία. Μάλλον πρόκειται για υποκρισία, για να μην γράψουμε, για αναισθησία.
Ας ξυπνήσουν οι αρμόδιοι από το λήθαργο, για να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των παραμεθόριων περιοχών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει.
Πολλά είναι τα μέτρα, που μπορούν να παρθούν, με κυριότερα την μη απογύμνωση της επαρχίας από κρατικές δομές κάθε είδους, την παροχή κινήτρων για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, την πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, τις προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, την βελτίωση των υποδομών, την άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες (όπως η υγεία και η παιδεία), τη θέσπιση μέτρων για να διατηρηθούν ανοιχτά τα καφενεία, τη εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας, κάτι στο οποίο δεν βοηθάει η ευρεία κατάργηση στρατιωτικών μονάδων και φυλακίων κ. ά.
Δεν μπορούμε να κόβουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά, να χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής.
Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα, ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης, όταν αρνούμαστε αυτό, στο οποίο οφείλουμε, αυτό, που είμαστε.
Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου, αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Τα χωριά είναι η “ψυχή” της Ελλάδας και είναι αδήριτη ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους.
Μια “ταφόπλακα” εγκατάλειψης πλανιέται πάνω από αυτά, αλλού μεγαλύτερη, αλλού μικρότερη, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση.
Λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και που και που και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά.
Παλαιότερα στις παραμεθόριε περιοχές έβλεπες χωράφια καλλιεργημένα, ενώ κυπροκούδουνα ζώων αντιλαλούσαν στα λαγκάδια, τώρα οι εκτάσεις γέμισαν από αγκαθιές, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Και πουθενά, μα πουθενά, δε βλέπεις τα εξαφανισμένα πια συμπαθέστατα γαϊδουράκια, που ούτε δείγμα τους δεν υπάρχει.
Τα τζάκια των σπιτιών, που κάποτε κάπνιζαν, τώρα είναι παγερά, αφού τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά.
Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη, γιατί “Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα”, όπως έλεγε ένα σύνθημα