Αποχαιρετιστήριος Λόγος του Αντ. Μπέζα για τον συνταξιούχο Αστυνομικό Διευθυντή Χρήστο Μητσέλο

Από τις Πέντε Εκκλησιές Παραμυθιάς

Όταν πεθαίνει ένας αγαπημένος φίλος, είναι σαν να φεύγει ένα κομμάτι από τη ζωή μας. Αυτή είναι η πρώτη αίσθηση.  Μετά απ’ αυτή την αίσθηση, ο θάνατος μετατρέπεται γρήγορα σε μια ανακουφιστική και ιαματική σκέψη που σου υπαγορεύει να πεις και να γράψεις εγκώμια και υμνολογίες.  Αν ο αγαπημένος  φίλος είναι και αξιόλογος με αρετές άνθρωπος, τότε η ανάγκη αυτή  γίνεται ακόμη πιο έντονη.

Από τους αρχαίους χρόνους συνηθίζονταν να εκφωνείται επικήδειος για τη δράση και την προσφορά των  δίκαιων ανθρώπων. Γιατί οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι οι αρετές πρέπει να επιβραβεύονται «Οίς γάρ αρετής άθλα μέγιστα κείνται, τήδε και άριστοι άνδρες ανα­φύονται», λέει ο Περικλής στον Επιτάφιό του. «Όπου δηλαδή επιβραβεύεται η αρετή, εκεί ξεφυτρώνουν οι άριστοι άνθρωποι». Αλλά και η θρησκεία μας πιστεύει ότι οι δίκαιοι αναπαύονται στην αιωνιότητα. «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι, και εν Κυρίω ο μισθός αυτών, και η φροντίς αυτών παρά τω Υψίστω», λέει η Σοφία Σολομώντος.

Επειδή ο Χρήστος Μητσέλος ήταν, και αγαπημένος φίλος, και αξιόλογος άνθρωπος, και δίκαιος με τη φιλοσοφική έννοια της λέξης, δηλαδή άνθρωπος με αρετές, επιτρέψτε μου με ταπεινότητα και σεβασμό να πω δυο λόγια  βγαλμένα από την καρδιά μου.

Πρόσχαρος, προσιτός, κοινωνικός και  φιλικός με όλους,  χωρίς υπεροψία, χωρίς υποκρισία μα και σοβαρός, συνετός και μετρημένος ταυτόχρονα, στάθηκε στη ζωή του ο Χρήστος. Από ρίζα βαθιά, από γενιά λεβέντικη, την οικογένεια των «Μητσελαίων» που όπως ό ίδιος έλεγε είχε στενές σχέσεις με τους δικούς μου Μπεζαίους, που περνούσαν με τα κοπάδια τους από τούτα τα μέρη.

Στη σταδιοδρομία του στην Ελληνική Χωροφυλακή και μετά στην Αστυνομία ως αξιωματικός, υπήρξε υπόδειγμα δημόσιου λειτουργού. Με αποτελεσματικότητα, με συνέπεια, με κατανόηση, με ακεραιότητα, με σεβασμό στην ιεραρχία, με υψηλή την αίσθηση του καθήκοντος.  Έντιμος, ανιδιοτελής και  εξυπηρετικός  στα πλαίσια της νομιμότητας  με τους πολίτες,  έδινε απλόχερα σε όλους τη βοήθειά του.

Όπου υπηρέτησε, στην Ηγουμενίτσα, το Καστρί, σ’ ολόκληρη τη Θεσπρωτία, τα Γιάννενα, την Κέρκυρα, αλλά και στο Αίγιο και την Κατερίνη, είχαν να εξιστορούν  την άψογη συμπεριφορά του. Στρατηγέ μου του έλεγα, «όπου και να πάμε σε γνωρίζουν και σ’ εκτιμούν». «Στρατηγός δεν ήμουν εγώ αλλά ο αδελφός μου ο Παναγιώτης» με διόρθωνε γελώντας, «Εσύ όμως είσαι ο Στρατηγός της καρδιάς τους», του απαντούσα εγώ.

Είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά,  από τα πρώτα χρόνια της πορείας μου στην πολιτική, και να συνδεθώ μαζί του με σχέση φιλική και αδιάσπαστη. Αδιάσπαστη και ανόθευτη, όλες τις εποχές. Με πίστεψε, με στήριξε, με υποστήριξε  και με βοήθησε, και στις μπουνάτσες και στις φουρτούνες.  Γιατί γι’ αυτόν, η οικογένεια και η φιλία ήταν πάντα δεσμοί ιεροί και ακατάλυτοι.

Μεταξύ μας, δημιουργήθηκε μια σχέση αλληλοεκτίμησης   και αλληλοσεβασμού. Για μένα ήταν από τους λιγοστούς που άκουγα τη γνώμη του με  ιδιαίτερη προσοχή. Όχι μόνο γιατί είχε απόψεις κρυστάλλινες σε όλα τα θέματα αλλά και γιατί ήξερα ότι ήταν ένας άνθρωπος που δεν τον είχε αγγίξει η υστεροβουλία, ούτε η επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος, ούτε ο πλουτισμός και η ματαιοδοξία.

Ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτα για τον εαυτό του ή την οικογένειά του. Μόνο τα προβλήματα των άλλων μου μετέφερε και τα προβλήματα του τόπου. Μόνο το γενικό καλό τον ενδιέφερε και όχι το ατομικό. Και στην καρδιά του, είχε πάντα την Ελλάδα. Τέτοιους ανθρώπους, δύσκολα συναντάς πλέον ανάμεσά μας. Αυτός ήταν διαφορετικός. Ήταν σμιλεμένος σε χαλεπούς καιρούς και πλασμένος από εκείνη τη ζύμη την παλιά, την ατόφια, την καθαρή.

Ο θρήνος, είναι ο τρόπος των ζωντανών να ξεφεύγουν από τον πόνο τους. Όσοι έχουν κλάψει κάποτε για έναν δικό τους άνθρωπο, γνωρίζουν ότι δεν γλυτώνεις από την άταφη θωριά και την άταφη φωνή του νεκρού.

Το σχήμα του Χρήστου Μητσέλου θα συχνάζει τακτικά στο χωριό που γεννήθηκε, στις Πέντε Εκκλησιές που τόσο αγάπησε,  στο πανηγύρι της Μίχλας που χόρευε, στο Κάστρο και τις βυζαντινές  Εκκλησίες της Οσδίνας που άναβε κερί, στο παζάρι της Παραμυθιάς που κέρναγε τους φίλους του, στο ποτάμι του Καλαμά που βούταγε από μικρό παιδί τα πόδια του, στα τραπέζια που μας οργάνωνε  και που σαν πρόεδρος ζητούσε να κάνουν ησυχία για να μου δώσει το λόγο να μιλήσω. Η φωνή του, θα ακούγεται  καθαρά ανάμεσα μας. Και στη σκέψη μας, θα είναι πάντα το βλέμμα του, το βλέμμα ενός ανθρώπου επιβλητικού, όρθιου στην ψυχή και αρχοντικού στην εμφάνιση.

Καλό ταξίδι, αγαπημένε φίλε. Να είσαι σίγουρος  ότι αναχωρώντας από αυτόν τον μάταιο κόσμο αφήνεις πίσω σου ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα.  Ένα αποτύπωμα που θα κάνει την αγαπημένη σου σύζυγο Αθηνά που είχες την ευτυχία να βρίσκεται δίπλα σου, τα λατρεμένα παιδιά σου  Γρηγόρη και Μαίρη, τη νύφη σου Μαριάνθη και τον γαμπρό σου Δημήτρη, τα εγγόνια σου Χρήστο, Αλέξανδρο και Νίκο, τα  δύο σου δισέγγονα, την αδελφή σου Ρίκα στην Αμερική αλλά και όλους εμάς να νιώθουμε υπερήφανοι για το έργο που επιτέλεσες, για την κοινωνική αποδοχή που είχες, για την  καταξίωση που κέρδισες  και για την καλοσύνη που πρόσφερες απλόχερα γύρω σου.

Καλό ταξίδι, στου Παράδεισου τον τόπο που σήμερα μεταναστεύεις. Να είναι διαρκές το γλυκοχάραμά σου σ’ αυτές τις γειτονιές. Και το χώμα που σε λίγο θα σε σκεπάσει να είναι ελαφρύ, τόσο ελαφρύ που να μην «σκιάζει» το φέγγος της εντιμότητας και της ευγένειάς σου και τόσο «βαρύ» που να μη συνθλίβει τη μνήμη σου.

Κλείνω αυτό τον  αποχαιρετισμό, με λιγοστούς στίχους του  Καβάφη, που στο πρόσωπό σου έχουν σήμερα έναν ιδιαίτερο συμβολισμό:

«Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα!
Και αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο, πολύ από τον κοινό κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα»

Σε ευχαριστώ για όλα αγαπημένε και ακριβέ μου φίλε, Χρήστο Μητσέλο!

In this article