Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 221 χρόνια από τους τελευταίους αγώνες των Σουλιωτών και την άλωση του Σουλίου από τον Αλή Πασά το 1803.
Θυμόμαστε και τιμούμε τα σημαντικά αυτά ιστορικά γεγονότα, τα οποία συγκλόνισαν τους υπόδουλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αποκορύφωμα τη θυσία των Σουλιωτισσών, η οποία έγινε σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, στο βράχο του Ζαλόγγου, στις 18 του Δεκέμβρη και το ολοκαύτωμα της «Δέσπως» στον Πύργο του Δημουλά, στη Ρινιάσσα, το οποίο έγινε πέντε μέρες αργότερα στις 23 Δεκέμβρη του 1803.
Οι Σουλιώτες μετά από πολύχρονους αγώνες εναντίον του Αλή πασά, εξαντλημένοι από τις κακουχίες, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του το 1803 και συμφώνησαν να εγκαταλείψουν τα χωριά του Σουλίου.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 υπέγραψαν τη συμφωνία και άρχισαν να φεύγουν χωρισμένοι σε τρία σώματα, ένα από τα οποία πήγε προς την Πάργα, ένα δεύτερο προς το Βουργαρέλι της Άρτας και το τρίτο προς το Ζάλογγο.
Το τρίτο τμήμα δέχτηκε στις 16 Δεκεμβρίου αιφνιδιαστική επίθεση στους βράχους του Ζαλόγγου από ένα σώμα δύο χιλιάδων Τουρκαλβανών.
Στις συμπλοκές που ακολούθησαν για δύο μέρες, 16-18 Δεκεμβρίου, σκοτώθηκαν αρκετοί άνδρες, ενώ άλλοι άνδρες και γυναίκες συνελήφθηκαν από τους Τουρκαλβανούς και μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στα Γιάννενα.
Την ίδια μέρα, στις 18 Δεκεμβρίου 1803, μια ομάδα από γυναίκες, περίπου 60, μαζί με λίγους άνδρες, αποκόπηκε από την κύρια δύναμη και έμεινε μόνη στην άκρη του απότομου βράχου του Ζαλόγγου, όπου κυκλώθηκε από στίφη Τουρκαλβανών τα οποία είχαν άγριες και εξευτελιστικές διαθέσεις.
Όπως έγραψαν οι ιστορικοί της εποχής οι γυναίκες αυτές που ήταν στα βράχια, για να αποφύγουν τη σκλαβιά και τους αναπόφευκτους βιασμούς, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, αλλά και στη ζωή των παιδιών τους παίρνοντας μια παράτολμη και πρωτόγνωρη απόφαση, να πέσουν στο γκρεμό προτιμώντας τον έντιμο θάνατο παρά τη σκλαβιά και την ατίμωση.
Ο θάνατος των γυναικών στους βράχους του Ζαλόγγου θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες πράξεις αυτοθυσίας της προεπαναστατικής περιόδου, η οποία σφραγίζει τις έννοιες της τιμής και της ελευθερίας με τον θάνατο, βάζοντάς τον πάνω από την ατιμασμένη και σκλαβωμένη ζωή.
Αμέσως μετά τη θυσία των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο, ένα σώμα από (500) πεντακόσιους Τουρκαλβανούς στάλθηκε στις 23 Δεκεμβρίου από τον Αλή Πασά στο χωριό Ρινιάσα, για να συλλάβει είκοσι τρεις (23) οικογένειες Σουλιωτών, με εκατό (100) περίπου γυναικόπαιδα, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί εκεί ένα χρόνο νωρίτερα με την άδεια του Πασά.
Φθάνοντας στη Ρινιάσσα οι Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά βρήκαν τους κατοίκους του χωριού απροετοίμαστους και επειδή δε συνάντησαν καμία αντίσταση άρχισαν να λεηλατούν το χωριό, να τους χτυπούν, να τους γυμνώνουν, να τους σκοτώνουν και όσους δε σκότωσαν τους έπιασαν ζωντανούς και τους έστειλαν αιχμάλωτους στα Γιάννενα.
Ανάμεσα στις σουλιώτικες οικογένειες ήταν και εκείνη της Δέσπω Μπότση, συζύγου του Σουλιώτη πολέμαρχου Γιωργάκη Μπότση, η οποία αποτελούνταν από δύο (2) κόρες, δύο (2) νύφες και εξ (6) εγγόνια της.
Η οικογένεια έμενε μέσα στο χωριό, σε ένα διώροφο σπίτι, τον Πύργο ή Κούλια του Δημουλά όπως ονομαζόταν.
Όταν οι Τουρκαλβανοί τριγυρνούσαν στο χωριό και κυνηγούσαν τις σουλιώτικες οικογένειες περικύκλωσαν και τον πύργο του Δημουλά, όπου η Δέσπω είχε οχυρωθεί μαζί με τα άλλα δέκα άτομα της πολυμελούς οικογένειάς της.
Έγκλειστη η οικογένεια αντιμετώπισε όλες τις επιθέσεις των Τουρκαλβανών με τα όπλα και όταν μετά από πολύωρη αντίσταση η Δέσπω κατάλαβε πώς ο πύργος θα κυριευτεί έβαλε φωτιά σε ένα βαρέλι με μπαρούτι που ήταν στη μέση του δωματίου και βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με όλους τους συγγενείς της.
Την ηρωϊκή αυτή πράξη της Δέσπως η λαϊκή μούσα την έκανε τραγούδι το οποίο ακούγεται μέχρι σήμερα και μας εξιστορεί πως:
«Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ ἀγγόνια», …. «Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο» και… «Δαυλί στο χέρι άρπαξε», έβαλε φωτιά «και τα φυσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν».
Του Θωμά Μπάκα,
τ. Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων