«Κείνα τα χρόνια τα πέτρινα, αμέσως μετά την Κατοχή, μια δίψα για μάθηση είχε καταλάβει τη νεολαία μας. Στη Θεσπρωτία όμως ένα μόνο Γυμνάσιο υπήρχε, στην Παραμυθιά, μια πόλη αρχαιοπρεπή κοντά στον Αχέροντα και δίπλα στην Αχερουσία. Ξεκίνησαν λοιπόν όλοι, μόλις τελείωσαν το Δημοτικό, με προορισμό την «πολιτεία το όνειρο». Ο Θόδωρος από το Πλαίσιο, μόλις πήρε το απολυτήριο, έλαβε την υπόσχεση από τον Επίσκοπο, που είχε επισκεφθεί την πατρίδα του στη γιορτή του Προφήτη Ηλία, πως θα τον εγγράψει στο Οικοτροφείο. Κι έτσι, το Σεπτέμβριο του 1946, στις 7 για την ακρίβεια, άρχισε η πορεία του προς την Παραμυθιά».
Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινάει το αυτοβιογραφικό του αφήγημα, με τίτλο «Τα Παιδιά του Οικοτροφείου» (Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ»), ο Θεόδωρος Ν. Κώτσιος, που γεννήθηκε στο Πλαίσιο Φιλιατών το 1932 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα πλήρης ημερών, πριν λίγες ημέρες, την 1η Νοεμβρίου 2024.
Ένα οδοιπορικό σε εποχή τραγική που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ελληνική κοινωνία. Ένα διαυγές βλέμμα στον άνθρωπο που ξεπέρασε τα όρια της λογικής, αντέχοντας σε κακουχίες και αντιξοότητες, αποφασισμένος να επιβιώσει, να ξαναχτίσει το μέλλον του και να κάνει πράξη την ελπίδα του, μια ελπίδα βγαλμένη από τα συντρίμμια του πολέμου και του εμφύλιου σπαραγμού.
Όταν ένας τέτοιος άνθρωπος φεύγει από τη ζωή, συνηθίζεται, να εκφωνείται επικήδειος λόγος για τη δράση και το χαρακτήρα του.
Οι πρόγονοι μας πίστευαν ότι η αρετή και η προσφορά πρέπει να βραβεύονται, γιατί όπου βραβεύεται η αρετή, εκεί ξεφυτρώνουν άριστοι άνθρωποι. Ο Περικλής στον «Επιτάφιο» αναφέρει ότι «οίς γάρ αρετής άθλα μέγιστα κείνται τήδε και άριστοι άνδρες ανα¬φύονται».
Ο Θεόδωρος Κώτσιος ήταν ένα ξεχωριστό άτομο με καλοσύνη, ευγένεια, αξιοπρέπεια, τιμιότητα και ήθος, νηφάλιο στο Πνεύμα και όρθιο στην Ψυχή, που αξίζει, αντί επικήδειου, με απλότητα και σεβασμό να αποτίσουμε φόρο τιμής και εκτίμησης στη μνήμη του. Αλλά και γιατί ήταν από τους τελευταίους μιας γενιάς που πορεύτηκε μέσα στη φωτιά και το σίδερο και φορτώθηκε πόνους και καημούς που έμειναν αγιάτρευτοι.
«Στους κάθετους δρομίσκους νήπια, άρτι αφιχθέντα, είναι παραπεταμένα σε αυλόπορτες και σε γωνιές, χωρίς καμιά προστασία, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Η Ήπειρος δυστυχώς αιμορραγούσα, η Ήπειρος στο Γολγοθά, όλη η Ελλάδα στο σταυρό, στο Κρανίου Τόπο», γράφει στο βιβλίο του περιγράφοντας την πρώτη φορά που τα παιδιά του Οικοτροφείου επισκέφθηκαν τα Γιάννενα.
Γόνος μεγάλης οικογένειας με πέντε αδέλφια (Θεόδωρος, Ηλίας, Δημήτρης, Αντώνης και Σπύρος) και δύο αδελφές (Βαγγελιώ και Νίτσα), ήλθε οικογενειακώς στην Ηγουμενίτσα από το ιστορικό Πλαίσιο Φιλιατών, σημαντικό εμπορικό κέντρο του παρελθόντος, έπειτα από την καταστροφή του από τους Γερμανούς και τους Τσάμηδες το 1944. Μετά το Δημοτικό, ξεκίνησε το ταξίδι του στη γνώση στο Οικοτροφείο της Παραμυθιάς, στη συνέχεια στην Κέρκυρα και επέστρεψε στην Ηγουμενίτσα όπου τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Στην Αθήνα φοίτησε, με δυσκολίες και αγώνα, οικονομικές επιστήμες, στην τότε Ανωτάτη Εμπορική και μετεκπαιδεύτηκε στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Παντρεύτηκε τη Μένια Σκόρδου, γυναίκα που στάθηκε άξια συνοδοιπόρος και αγωνίστηκε μαζί του. Απέκτησαν την κόρη τους Νίκη, με σπουδές στη φιλολογία, την Πάντειο και τη δημοσιογραφία που θα συνεχίσει να τιμά το όνομά του. Πατέρας στοργικός, γλυκός, με αίσθηση του μέτρου αλλά και συναισθηματική εξάρτηση.
Εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, (ΑΤΕ), από τα πρώτα έτη της ίδρυσής της, αρχικά στην Ηγουμενίτσα και έπειτα στα Γιάννενα. Δραστήριος, αεικίνητος, ευφυής, χαρισματικός και με δημιουργικό πνεύμα όπως ήταν, πρωτοστάτησε στην ίδρυση της συνεταιριστικής γαλακτοβιομηχανίας ΔΩΔΩΝΗ ενώ σημαντική ήταν η συνεισφορά του στη δημιουργία του αγροτικο-πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων. Στην κεντρική υπηρεσία της Τράπεζας στην Αθήνα, μετατέθηκε ως Διευθυντής υπεύθυνος για τις Αγροτικές Βιομηχανικές Συνεταιριστικές Ενώσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα, υπήρξε ειδικός σύμβουλος του εμβληματικού Διοικητή της ΑΤΕ και καθηγητή Οικονομικών Αδαμάντιου Πεπελάση και ολοκλήρωσε ευδόκιμα την τραπεζική του σταδιοδρομία με το βαθμό του Γενικού Διευθυντή.
Όμως, η αγάπη του, παρότι έφυγε και έζησε μακριά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, ήταν πάντα η γη της Θεσπρωτίας, το Πλαίσιο, η Ηγουμενίτσα, η Παραμυθιά, τα Γιάννενα, η Ήπειρος. Όλοι αυτοί οι τόποι της νεότητας που τους κουβαλάμε βαθιά ριζωμένους μέσα μας και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας. Είναι οι γενέθλιοι τόποι της μνήμης μας που ο κοσμοπολίτης Γ. Σεφέρης έδωσε με το δικό του τρόπο τις συντεταγμένες τους: «Είναι οι τόποι σου, είναι ακόμη κάτι πιο βιολογικό, πιο πρωτόγονο, η έλξη της γης σου, κάτι σαν το μαγνήτη της φωτιάς στην παγωνιά, σαν την πείνα και σαν το ίμερο… Όλα με τραβούν προς τα πίσω. Καθώς ακουμπώ την πένα αυτή τη στιγμή, ταυτίζομαι με το παιδί των δώδεκα χρονών που άνοιξε πρώτη φορά ένα τετράδιο για να γράψει το ημερολόγιό του».
Αυτή η «έλξη της γης του», «όπλιζε» το χέρι με την πένα του και, εκτός από το βιβλίο του, με δημοσιεύματά του στις φιλόξενες τοπικές εφημερίδες «Θεσπρωτική» στην Ηγουμενίτσα και «Νέα της Επαρχίας Φιλιατών» στο Φιλιάτι αλλά και τα «Θεσπρωτικά Νέα» στην Αθήνα και τον «Πρωινό Λόγο» στα Γιάννενα, εξιστορούσε ήθη και έθιμα, ιστορίες και γεγονότα από τη νιότη του, ανθρώπους και καταστάσεις από το παρελθόν, έγραφε χρονογραφήματα, με διεισδυτική ματιά στον ψυχικό κόσμο των χαρακτήρων, με κριτική σκέψη και με περίτεχνη αφήγηση.
Η Θεσπρωτία έχασε ένα εκλεκτό της τέκνο. Τα ίχνη που αφήνει το πέρασμά του από τη ζωή δεν πρόκειται να χαθούν. Θα θυμόμαστε με ξεχωριστά αισθήματα τη σκέψη και το λόγο του, την ανθρώπινη προσέγγιση και την πλούσια δράση του. Αναλογιζόμενοι πόσο το ταξίδι της ζωής του ήταν ολοκληρωμένο και όλα όσα αφήνει σαν κληρονομιά, ευχόμαστε να είναι ελαφρύ το χώμα που τον έχει σκεπάσει.
Στη σύζυγό του Μένια, την κόρη του Νίκη, τα αδέλφια και τις αδελφές του, Σπύρο και Νίτσα στην Αθήνα και Ηλία και Βαγγελιώ στην Ηγουμενίτσα και τους πολυπληθείς οικείους και συγγενείς του, εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια.
«Δίκαιος εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται».