Η Βλάχικη οικογένεια Βούλγαρη έλκει την καταγωγή της από το χωριό Καλαρρύτες των Τζουμέρκων. Οι Καλαρρύτες ήδη από τον 18ο αιώνα, αποτελούσαν σπουδαίο βιοτεχνικό κέντρο της Ηπείρου, όπου μαζί με το εμπόριο ασκούνταν και διδάσκονταν η τέχνη της ραπτικής, της υφαντικής αλλά και η τέχνη της ασημουργίας. Τα έργα των Καλαρρυτινών τεχνιτών του ασημιού έφτασαν να πωλούνται στις αγορές του Λιβόρνο, της Τεργέστης, της Βιέννης αλλά και μέχρι την Μόσχα και τις πόλεις της Αιγύπτου• σε αρκετές περιπτώσεις μέσω εμπορικών οίκων που ίδρυσαν στις πόλεις αυτές. Το 1815 σε έναν πληθυσμό περίπου 200 οικογενειών, δραστηριοποιούνταν σπουδαίοι ασημουργοί όπως ο Αθανάσιος Τζημούρης, ο αρχιχρυσικός του Αλή Πασά, ο Γεώργιος Μπάφας, δημιουργός του περιφημότερου έργου εκκλησιαστικής αργυρογλυπτικής στην Ελλάδα, της λάρνακας του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο, ο Δημήτρης Παπαγεωργίου, που όπως λέγεται πληρωνόταν μια λίρα για κάθε χτύπημα του καλεμιού του• και άλλοι, όπως o Παπαμόσχος, o Παπαγεωργίου, οι Πολυχρόνηδες και ο Κωνσταντίνος Βούλγαρης.
Όμως την άνοιξη του 1821 οι Έλληνες οπλαρχηγοί εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι τα περισσότερα τουρκικά και αλβανικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από τη περιοχή των Τζουμέρκων, εξαιτίας της ρήξης του Αλή Πασά με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ και την επακόλουθη πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων, κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή. Οι σημαντικές επιτυχίες των επαναστατών στην ευρύτερη περιοχή και κυρίως η κατάληψη της γέφυρας της Πλάκας και των Καλαρρυτών, θορύβησε τον πολιορκητή του κάστρου των Ιωαννίνων Χουρσίτ Πασά, ο οποίος διέταξε να μεταβεί στα Τζουμέρκα ο Ισμαήλ Πασάς και να καταπνίξει την επανάσταση. Οι ισχυρές δυνάμεις του Ισμαήλ δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν από τους ολιγάριθμους επαναστάτες, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή των περισσοτέρων χωριών των Τζουμέρκων και την λαφυραγώγησή τους. Οι κάτοικοι των χωριών για να γλυτώσουν τα αντίποινα αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν, μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Κωνσταντίνου Βούλγαρη, η οποία μετοίκησε και εγκαταστάθηκε στην Παραμυθιά. Ο Κωνσταντίνος με έδρα την Παραμυθιά δραστηριοποιήθηκε αρχικά ως τεχνίτης και πλανόδιος πωλητής ασημικών στα χωριά της Ηπείρου.
Στην Παραμυθιά γεννήθηκε ο γιος του Γεώργιος (Γιώργης), ο οποίος αφού έμαθε από τον πατέρα του την τέχνη του αργυροχόου, την άσκησε μαζί του στο μικρό κατάστημα που ίδρυσε στο κέντρο της πόλης, στην θέση «Κριθαροπάζαρο». Εκεί κατασκεύαζαν και πωλούσαν τα ασημένια δημιουργήματά τους, όπως περιδέραια, βραχιόλια, πόρπες και ζώνες. Ο Γεώργιος παντρεύτηκε την Παραμυθιώτισσα Ελένη Γεωργίου Στρουγγάρη και η οικογένεια απέκτησε έντεκα παιδιά, αλλά από αυτά έμελλε να επιβιώσει μόνο ένα, ο Σωτήριος. Ο τελευταίος γεννήθηκε στην Παραμυθιά το 1857 όπου και έλαβε στοιχειώδη μόρφωση, καθώς από πολύ μικρή ηλικία εργαζόταν στο κατάστημα του πατέρα του, μαθαίνοντας και ασκώντας και αυτός σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση την τέχνη της αργυροχοΐας. Όμως λόγω της ανεξέλεγκτης βίας και της αναρχίας που επικρατούσε στην Παραμυθιά, της πυρκαγιάς του 1873 που κατέστρεψε το κατάστημα και μια απόπειρας ληστείας το 1876, η οικογένεια Βούλγαρη αναγκάστηκε το 1877 να μετακομίσει στην κοντινή Κέρκυρα. Στο ισόγειο ενός σπιτιού στο Σαν Ρόκο, άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα με κοσμήματα και ο Σωτήριος εκεί γνώρισε τον μετέπειτα συνεργάτη του, Δημήτριο Κρέμο, έναν επίσης βλάχο αργυροχόο από τo Νυμφαίο της Φλώρινας. Mαζί με τον Κρέμο μετανάστευσαν στην Ιταλία, όπου λίγο αργότερα, λόγω διαφωνιών, ο Σωτήριος μόνος του ίδρυσε την εταιρεία S. Bulgari που μετεξελίχθηκε στον διάσημο οίκο πολυτελών αντικειμένων BVLGARI, συνεχίζοντας να κατασκευάζει ελληνικού τύπου στολίδια σε ασήμι μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα.
Στην συλλογή του Βρετανικού Μουσείου (Eu1997,10.1) εκτίθεται περίτεχνο κόσμημα κεφαλής, χυτό, από κράμα αργύρου, το οποίο αποδίδεται στον Γιώργη Βούλγαρη με εκτιμώμενη ημερομηνία κατασκευής μεταξύ 1870 και 1900. Το κόσμημα με συνολικό μήκος 41 εκατοστά και ύψος 6,5, αποτελείται από σειρά δώδεκα τετράγωνων πλακών που η κάθε μια φέρει στην κορυφή την φιγούρα ενός πτηνού. Από το κάτω μέρος των τετράγωνων πλακών κρέμονται πέντε φυλλόμορφα μενταγιόν, δύο κυκλικά και στο ένα άκρο μια μάσκα λιονταριού με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, ενώ δύο πλάκες σε κάθε άκρο δεν φέρουν μενταγιόν. Οι πλάκες, που συνδέονται μεταξύ τους με μεντερσέ και περαστό πείρο, χωρίζονται σε δυο εξάδες από μια οβάλ πλάκα με ανθρωπόμορφη φιγούρα που κρατά δόρυ. Την μια εξάδα συμπληρώνει μια ορθογώνια πλάκα με φυτικό μοτίβο που φέρει διπλή αλυσίδα και άγκιστρο τύπου S για να κουμπώνει. Αν και το Μουσείο προσδιορίζει ως πιθανό τόπο προέλευσης την Κέρκυρα, επισυνάπτει κείμενο στο οποίο αναφέρει ότι τρία από τα στοιχεία που εντοπίζονται σε αυτό το κομμάτι, το κεφάλι του λιονταριού, η κυκλική ροζέτα και η φιγούρα με δόρυ (πιθανώς ο Άγιος Γεώργιος) είναι πολύ κοντά σε αυτά που χρησιμοποίησε ο Γιώργης Βούλγαρης στα κοσμήματα που δημιούργησε στην Παραμυθιά, γύρω στα 1870.
*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας
και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).