Κάθε φορά, που βρισκόμαστε μπροστά στο μνημείο των 49 αδίκως εκτελεσθέντων Προκρίτων της Παεαμυθιάς αισθανόμαστε την ανάγκη, τη βαθιά ανάγκη, για μια βαθιά υπόκλιση καρδιάς, προς τα θύματα των Γερμανών κατακτητών και των συνεργατών τους “Τσάμηδων”
Συγκινούμαστε, μέχρι δακρύων κάποτε, βλέποντας τις μορφές των θυμάτων στο μνημείο, μεταξύ των οποίων ένας 16χρονος και ένας ιερέας.
Υπάρχουν πάντα πολλοί δρόμοι. Θα μπορούσαμε να δεχτούμε για σωστότερο το δρόμο της σιωπής μπροστά στο μνημείο των εκτελέσθέντων. Όμως το πνεύμα είναι ασίγαστο. Κάπου υπάρχει μια πνευματική αγρύπνια. Κάπου φωλιάζει μια ηχηρή απόδοση τιμής. Και φτερουγίζουν μέσα από τις ψυχές των εκτελεσθέντων καινούργιοι οραματισμοί. Και ακούγονται βήματα στην ψυχή, που πορεύονται στον ιδεατό κόσμο.
Η ιστορία διδάσκει και δεν αποτελεί αφετηρία εκδίκησης, αλλά εφαλτήριο να μην ξανασυμβούν τέτοια ολέθρια γεγονότα. Έτσι, μόνο, θα πραγματοποιηθεί στροφή προς τα πάνω και προς τα υψηλά.
Αρχιτέκτονας της μεγάλης συμφοράς της εκτέλεσης αθώων κατοίκων, με κοινωνική θέση και καταξίωση στην Παραμυθιά, ήταν ο Μαζάρ Ντίνο, αρχηγός των Μουσουλμανικών αποσπασμάτων.
Τη νύχτα της 27ης Σεπτεμβρίου 1943 αποσπάσματα ένοπλων μουσουλμάνων με επικεφαλής Γερμανό αξιωματικό συνέλαβαν δεκάδες άνδρες κάθε ηλικίας. Η έναρξη των συλλήψεων δόθηκε με τη ρίψη φωτοβολίδων, ενώ ταυτόχρονα η πόλη βούιζε από τους θρήνους γυναικών και παιδιών.
Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στις υπόγειες αίθουσες του Δημοτικού Σχολείου. Σαν αιτιολογία προβλήθηκε το γεγονός του φόνου έξι Γερμανών στρατιωτών στη θέση «Σκάλα» της Παραμυθιάς που τη φρουρούσαν αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. του λόχου Ποπόβου.
Οι δυνάμεις κατοχής είχαν ήδη θυροκολλήσει από τις 17 Σεπτεμβρίου 1943 στο οίκημα, που στεγάζονταν τα γραφεία της τότε Κοινότητας Παραμυθιάς, ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι «…για κάθε δολοφονία ή τραυματισμό Γερμανού στρατιώτη θα εκτελούνται δέκα χριστιανοί Έλληνες από την Παραμυθιά και τα πέριξ χωριά…».
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1943 με την εποπτεία των Γερμανών, 35 πατριώτες κρατούμενοι από τα γύρω χωριά άνοιξαν στο χωράφι ιδιοκτησίας Τσαμάτου, στη θέση «Άγιος Γεώργιος» (όπου σήμερα το Ηρώο των πεσόντων), τους ομαδικούς τάφους.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1943 το χάραμα της μέρας, μεταφέρθηκαν στον προκαθορισμένο τόπο της εκτέλεσης οι μελλοθάνατοι (ανάμεσά τους ο παπα-Βαγγέλης Τσαμάτος και ο Γυμνασιάρχης Κων. Σιωμόπουλος), φρουρούμενοι από Μουσουλμάνους «Τσάμηδες» και λίγους Γερμανούς.
Ακολούθησαν σκηνές φρίκης. Πατέρας παρακαλούσε ν’ αφήσουν ελεύθερο το 16χρονο γιο του και ο γιος ικέτευε να σκοτώσουν αυτόν και να αφήσουν τον πατέρα να αναθρέψει τις μικρότερες αδελφές. Τελικά εκτελέσθηκαν πατέρας και γιος.
Άλλοι προσπάθησαν με γενναιότητα να δραπετεύσουν αλλά χτυπήθηκαν από τις σφαίρες των μουσουλμάνων Τσάμηδων που είχαν περιζώσει την περιοχή.
Ώρα 7 το πρωί το κροτάλισμα των πολυβόλων έσβησε το χαμόγελο των αγέρωχων ανδρών, αλλά ταυτόχρονα η θυσία τους έμεινε παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Εξάλλου οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας πολλές φορές, εκείνα τα χρόνια, οργανωμένα απέκρουσαν την ειλικρινή προσπάθεια του Χριστιανικού πληθυσμού για γλωσσική, κοινωνική και πολιτισμική ένταξή τους.
Αποτελούσαν μειοψηφία του συνολικού πληθυσμού του νομού. Αυτό δεν τους εμπόδισε από τα τέλη του 1940 ως τα μέσα περίπου του 1944, σε συνεργασία με τους κατακτητές, να προβούν σε μια σειρά από εγκλήματα σε βάρος του Χριστιανικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας, με σκοπό την προσάρτησή της στην Αλβανία. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εθνοκάθαρση, που, ευτυχώς, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.
Ήδη από τον Ιούλιο του 1941, στην Ηγουμενίτσα, την Παραμυθιά και τους Φιλιάτες, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες ζητούσαν από τους Χριστιανούς της Θεσπρωτίας να τους δίνουν το 1/3 της παραγωγής τους, κάτι για το οποίο υπήρξε έντονη αντίδραση και αυτή η προσπάθεια απέτυχε, ενώ στην περιοχή του Μαργαριτίου καρποφόρησε.
Από επίσημες εκθέσεις, προκύπτει ότι το 1941 δολοφονήθηκαν από τους Τσάμηδες στη Θεσπρωτία 283 Έλληνες Χριστιανοί. Το 1942, δολοφονήθηκαν 438 Χριστιανοί, ανάμεσά τους και ο αναπληρωτής νομάρχης Γεώργιος Βασιλάκος, 7 χωριά λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια πυρπολήθηκαν. Το 1943, σημαδεύτηκε από τα εγκλήματα στην περιοχή του Φαναρίου και τη δολοφονία 49 προκρίτων της Παραμυθιάς. Κατά τις επιχειρήσεις του Φεβρουαρίου 1944, 25.000 σπίτια πυρπολήθηκαν και 100.000 πολίτες έμειναν άστεγοι.
Από το 1945 ως και το 1947, καταδικάστηκαν ερήμην 1701 Μουσουλμάνοι Τσάμηδες. Οι 911 (ποσοστό 53,6%) σε θάνατο, 489 (ποσοστό 28,7%) σε ισόβια και 301 (ποσοστό 17,7%) σε φυλάκιση.
Η ακίνητη περιουσία τους, απαλλοτριώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Η αγροτική τους περιουσία παραχωρήθηκε σε ακτήμονες, ενώ η αστική τους εκποιήθηκε απευθείας ή με δημοπρασίες σε άστεγους.
Απέναντι στον Αλβανικό αλυτρωτισμό, που, αλλοιώνοτας και διαστρεβλώνοντας και αγνοώντας την αμείλικτη ιστορική πραγματικότητα, μιλάει για “την πατρίδα της Τσαμουριάς”(!) και “περί γενοκτονίας των “Τσάμηδων” από τους Έλληνες”(!) είναι ανάγκη να τονισθεί η λανθάνουσα κατάσταση των παράλογων και ακραίων διεκδικήσεων, όταν μάλιστα η αλήθεια είναι τόσο αποκαλυπτική.
Και να αναδειχθεί ότι, μακριά από τις σκιές του παρελθόντος, χωρίς να εγείρονται αστήρικτες απαιτήσεις, σ’ ένα ανύπαρκτο ζήτημα, όπως είναι το “Τσάμικο”, μπορούν οι δύο λαοί, ο Αλβανικός και ο Ελληνικός, που έχουν πολλά κοινά και ενωτικά στοιχεία, να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν κλίμα εποικοδομητικής συνεργασίας, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της Ελληνικής Μειονότητας, που θα διασφαλίσει και την Ευρωπαϊκή πορεία της γειτονικής χώρας.
Φεύγοντας από το μνημείο η αυλαία δεν κλείνει, αλλά ανοίγοι. Μορφές, που κάποτε υπήρξαν ανεβαίνουν από το σκοτάδι της λήσμονιάς κι έρχονται κοντά μας. “Ζωντανεύουν” νοερά ανθρώπινες μορφές. Μας κυριεύει το δέος.
Γεμίζει ο τόπος επιφωνήματα: “Οίμοι…”. και κυριαρχεί η έκφραση της θυσίας, μέσα από την οποία το χρέος της ζωής προβάλλει καθαρό.
Join the Conversation