Το καλοκαίρι του 1948 την ευθύνη των επιχειρήσεων στην δυτική πλευρά του Γράμμου κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) αναλαμβάνει το Α΄ Σώμα Στρατού. O Διοικητής του, Υποστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, αναλαμβάνει και την διοίκηση της VIII και της VI Μεραρχίας. Τις δύο πρώτες μέρες του Αυγούστου, η VIII Μεραρχία καταλαμβάνει τον Σμόλικα (2.637 μ.) και την γειτονική κορυφή Κλέφτης (1.846 μ.), τον πρώτο στόχο που είχε τεθεί για την εκκαθάριση του Γράμμου από τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Μέχρι τις 6 Αυγούστου είχε καταληφθεί και ο δυτικός ορεινός όγκος του Γράμμου αναγκάζοντας τους αντάρτες να συμπτυχτούν στην κορυφή Κάμενικ (2.042 μ.) με πρακτικά μηδαμινές δυνατότητες αναστροφής της διαμορφωθείσας κατάστασης στην περιοχή. Παράλληλα το Β΄ Σώμα Στρατού καταλαμβάνει τις κορυφές Ταμπούρι (1.878 μ.) και Γύφτισσα (1.752 μ.) στην Κόνιτσα.
Με την διαμορφωθείσα κατάσταση να δίνει το συντριπτικό πλεονέκτημα στον Ελληνικό Στρατό, το ενδιαφέρον στρέφεται στην εκκαθάριση των περιοχών του Σουλίου και του Πωγωνίου, προκειμένου να ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις για την ανακατάληψη του ορεινού όγκου της Μουργκάνας (Όρη Τσαμαντά). Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, με τις επιχειρήσεις στον Γράμμο να έχουν ουσιαστικά ολοκληρωθεί, ξεκίνησαν οι αναγνωρίσεις και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες προκειμένου να υλοποιηθεί η επιχείρηση «ΤΑΥΡΟΣ», το τρίτο επιχειρησιακό σχέδιο ανακατάληψη της Μουργκάνας, μετά την παταγώδη αποτυχία των προηγούμενων «ΠΕΡΓΑΜΟΣ» και «ΙΕΡΑΞ» λίγους μήνες πριν.
Στην φυσικά οχυρή τοποθεσία της Μουργκάνας, πιο ισχυρά οργανωμένης από τον Γράμμο, βρισκόταν το Αρχηγείο Ηπείρου και οι εφεδρείες του, τα Τάγματα Παπαδημητρίου, Σκεύη, Λεπενιώτη, Φωκά και η Ταξιαρχία Πετρίτη άρτι αφιχθείσα από το Σούλι• με συνολική δύναμη περίπου 2.000 ανταρτών. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ διέθεταν περισσότερα από 2.000 επιφανειακά πολυβολεία και ολμοβολεία, ενώ οι ακάλυπτες πλαγιές με την μεγάλη κλίση ήταν διάσπαρτες με συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια. Το ηθικό των ανταρτών διατηρούνταν ακμαιότατο, διότι θεωρούσαν την περιοχή απόρθητη και δεν γνώριζαν την απώλεια του Γράμμου, καθώς δεν τους είχε αποκαλυφθεί από τους ανωτέρους των. Στον αντίποδα, ο Ελληνικός Στρατός είχε διαθέσιμες την VIII Μεραρχία και την 35 Ταξιαρχία, 4 τάγματα Εθνοφρουρών, πυροβολικό με 32 πυροβόλα, μία Ίλη αρμάτων και ένα Λόχο Μηχανικού. Οι επιχειρήσεις υποστηριζόταν και από την Πολεμική Αεροπορία με 3 αναγνωριστικά, 16 μαχητικά και 3 βομβαρδιστικά αεροπλάνα.
Στις 31 Αυγούστου ξεκίνησαν προπαρασκευαστικές ενέργειες με προσπάθειες εκκαθάρισης των περιοχών Σουλίου και Πωγωνίου οι οποίες στέφθηκαν με επιτυχία. Στις 6 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού είχαν λάβει τις τελικές θέσεις για την υλοποίηση της επιχείρησης «ΤΑΥΡΟΣ» και το σχέδιο με την διαβάθμιση «άκρως απόρρητο» τίθεται σε εφαρμογή. Το σχέδιο προέβλεπε συνεχείς παρενοχλήσεις των οχυρωμένων ανταρτών μέρα και νύχτα από την αεροπορία και το πυροβολικό, και παραπλανητικές ενέργειες με συνεχείς επιθέσεις στα υψώματα «ΒΕΛΙΚΑ», «ΣΤΑΛΟΣ», «ΚΑΣΤΡΙ» και «ΣΚΗΤΑΡΙ» από την πλευρά της Καλλιθέας Φιλιατών Θεσπρωτίας. Για την εκδήλωση της κύριας προσπάθειας ανακατάληψης της Μουργκάνας καθορίστηκε η ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Από την Καστάνιανη Πωγωνίου, ανάβαση στο φυλάκιο «ΛΕΛΟΥΔΑ», κατάληψη της κορυφής «ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ» και στην συνέχεια του «1806», της ψηλότερης κορυφής της Μουργκάνας. Στις 7 Σεπτεμβρίου καταλαμβάνεται μετά από μάχη η Καστάνιανη, ρίχνονται προκηρύξεις και βομβαρδίζονται οι οχυρώσεις των ανταρτών από τη αεροπορία, ενώ το Μηχανικό διανοίγει οδούς προς Καλλιθέα και Άγιους Πάντες Φιλιατών. Την νύχτα πραγματοποιούνται βολές από το πυροβολικό με σκοπό την κάμψη του ηθικού των αμυνομένων. Οι ίδιες κατά βάση ενέργειες από τον Ελληνικό Στρατό συνεχίζονται και τις επόμενες τρεις ημέρες. Στις 11 Σεπτεμβρίου με τις δυνάμεις τοποθετημένες πλέον στις καλύτερες δυνατές θέσεις ξεκίνησαν από νότια σφοδρές επιθετικές ενέργειες κατά των υψωμάτων της «ΒΕΛΙΚΑΣ» και του «ΚΑΣΤΡΙΟΥ» με την υποστήριξη και των ελαφρών αρμάτων της 9ης Ίλης «Κένταυρος». Η μέρα τελειώνει με την κατάληψη της «ΒΕΛΙΚΑΣ» και τις εκατέρωθεν απώλειες να είναι σημαντικές.
Στις 12 Σεπτεμβρίου πριν ακόμη ξημερώσει, ξεκίνησε η εκδήλωση της κύριας επιθετικής ενέργειας από την Καστάνιανη με στόχο την κατάληψη της κορυφής «ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ» χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ στην αντίθετη πλευρά συνεχίζονται οι παραπλανητικές ενέργειες και οι σφοδρές μάχες. Το επόμενο βράδυ η αποτυχημένη προσπάθεια των ανταρτών για ανακατάληψη της «ΒΕΛΙΚΑΣ» αποκρούστηκε προξενώντας τους βαρύτατες απώλειες. Στις 04:00 της 14ης Σεπτεμβρίου άρχισε η δύσκολη ανάβαση των δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού προς την κορυφή «ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ» . Γύρω στις 09:30 στη θέση του φυλακίου «ΛΕΛΟΥΔΑ» έρχονται αντιμέτωποι με ισχυρές δυνάμεις των ανταρτών. Ακολούθησε 15λεπτός καταιγιστικός βομβαρδισμός των θέσεων των ανταρτών με όλμους, βλήματα πυροβολικού και από αέρος, με αποτέλεσμα η άμυνα τους να διασπαστεί και να οπισθοχωρήσουν. Οι φονικές μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το απόγευμα της 15ης Σεπτεμβρίου με όλες τις σφοδρές αντεπιθέσεις των ανταρτών να αποκρούονται και να αποτυγχάνουν, και τον Ελληνικό Στρατό αργά και σταθερά να εδραιώνει την κυριαρχία του αρχικά στο «ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ» και στην συνέχεια και στο «1806». Στη νότια πλευρά οι παραπλανητικές ενέργειες συνεχίζονταν με την επιτυχή κατάληψη του υψώματος «ΣΤΑΛΟΣ» στις 16 Σεπτεμβρίου. Οι αντάρτες βλέποντας τον Ελληνικό Στρατό να καταλαμβάνει μία προς μία τις πιο ψηλές κορυφές της Μουργκάνας αποφασίζουν την εγκατάλειψη των ισχυρών οχυρών των υψωμάτων «ΤΣΕΡΟΒΕΤΣΙ» και «ΣΚΗΤΑΡΙ». Όσοι επέζησαν συγκεντρωθήκαν αρχικά στην περιοχή του Λια Φιλιατών και εν συνεχεία, είτε διέφυγαν στην Αλβανία μέσω Τσαμαντά, είτε μέσω της Λεπτοκαρυάς κινήθηκαν προς τα Ζαγοροχώρια για να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Για τον ΔΣΕ, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1948, το «άπαρτο κάστρο» αποτελεί οριστικά παρελθόν.
*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).