Ο Σταύρος Τζίμας φέρνει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για το ρόλο που διαδραμάτισαν στο προσκήνιο και το παρασκήνιο διάφορα πρόσωπα στη διαμόρφωση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία, αλλά και στις σχέσεις της με την Ελλάδα: Από τον μακαριστό μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό και τον –ακόμα ενεργό, όπως επιμένουν δημοσιογραφικές εκτιμήσεις- συντοπίτη μας, επίσης, Νίκολας Γκέητζ (Γκατζογιάννη) έως τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά που ήταν στην εξουσία όταν κατέρρευσε το τελευταίο περίκλειστο καθεστώς της Ευρώπης.
Εδώ θέλω να προσθέσω την προσωπική μου μαρτυρία για την «ψυχρολουσία» που επεφύλαξε το καθεστώς Ραμίζ Αλία στους κ.κ. Μητσοτάκη και Σαμαρά, όταν, τον Ιανουάριο του 1991, επισκεπτόμενοι τα Τίρανα, ως πρωθυπουργός ο ένας και ως υπουργός Εξωτερικών ο άλλος, τέθηκε για πρώτη φορά επισήμως «θέμα Τσάμηδων». Η αντίδρασή τους ήταν να επιχειρήσουν να βγάλουν… «παράφρονες» τους Έλληνες δημοσιογράφους που τους συνοδεύαμε, ισχυριζόμενοι ότι ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης των Τιράνων που μας είχε ενημερώσει για την ανακίνηση του ζητήματος στις επίσημες συνομιλίες, δεν ήταν αυτό που εμείς… νομίζαμε!
Από τις πολλές αποκαλύψεις του βιβλίου, βρήκα ως πλέον ενδιαφέρουσα την περιγραφή του παρασκηνίου που εκτυλίχθηκε στα ελληνοαλβανικά σύνορα και αφορά τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου να βρεθεί λύση στο περίπλοκο κουβάρι των σχέσεων που είχε δημιουργηθεί το 1994 μετά τη δολοφονία Αλβανών στρατιωτικών στο αλβανικό φυλάκιο της Επισκοπής και τις διώξεις που ακολούθησαν κατά στελεχών της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια».
«Με πρωτοβουλία και έγκριση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο τότε υπουργός Οικονομικών και άριστος γνώστης των ελληνοαλβανικών Αλέκος Παπαδόπουλος, προσέγγισε έναν Ελληνοαμερικανό, Τσάμη, από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ονόματι Λάγια», γράφει ο Σταύρος Τζίμας.
Επισημαίνει ότι «ο Λάγια δεν ήταν τυχαίος» και δίνοντας το προφίλ του αναφέρει ότι υπήρξε «πράκτορας της αμερικανικής DEA στον πόλεμο του Βιετνάμ και με πολλά λεφτά, διατηρούσε σχέσεις με τον Μπερίσα, η γυναίκα του ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος κατείχε και ελληνικό διαβατήριο». Να προσθέσω εδώ ότι πρόκειται για τον ιδρυτή των Κλωστηρίων Φιλιατών (την πρώτη Jaguar που κυκλοφόρησε στους λασπωμένους δρόμους του Φιλιατιού τη δεκαετία του 70, την οδηγούσε ο «Μέτος», όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι).
Οι επαφές των δύο… Θεσπρωτών δεν έφεραν αποτέλεσμα, παρά το ότι, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο, «ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο Λάγια συναντήθηκαν δυο φορές μυστικά στο κότερο του τελευταίου, τη μια στις Γούβες της Κέρκυρας και την άλλη στα Σύβοτα Θεσπρωτίας». Και αυτό γιατί ο Μπερίσα, ο οποίος –μη ξεχνάμε- πρωταγωνιστεί ακόμη στην πολιτική κονίστρα της γείτονος, «ήταν αμετάπειστος, δεν ήθελε να αφήσει την ευκαιρία να εκθέσει την Ελλάδα ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής».
Το περιστατικό αυτό, όπως και πολλά άλλα άγνωστα στην ευρεία κοινή γνώμη, που έρχονται στο φως μέσα από το βιβλίο του Σταύρου Τζίμα (το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» της Θεσσαλονίκης, όπου δραστηριοποιείται επαγγελματικά και με επιτυχία ο συγγραφέας), είναι νομίζω άκρως διδακτικά για όλους όσοι αντιμετωπίζουν τις διακρατικές σχέσεις χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της εθνικιστικής παραφιλολογίας.
Του Γρηγόρη Τζοβάρα
Join the Conversation