Τα ορεινά, κυρίως, χωριά μας, στη Θεσπρωτία, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο μαραζώνουν όλο και περισσότερο. Και μπορεί το Καλοκαίρι να παίρνουν μια μικρής διάρκειας ανάσα ζωντάνιας με τους αποδήμους, που επιστρέφουν για λίγες ημέρες, κυρίως την περίοδο του Αυγούστου, ωστόσο η κατάσταση είναι ολότελα απογοητευτική και η φθίνουσα πορεία συνεχίζεται, όσο δεν λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα.
Μια παράμετρος, που μπορεί να βοηθήσει να μη καταντήσουν τα χωριά εντελώς νεκροταφεία, με τους λιγοστούς κατοίκους να ζουν απομονωμένοι στα σπίτια τους, είναι τα καφενεία.
Τα σχολεία έκλεισαν, ταχυδρόμος πάει πολύ αραιά, όπως και γιατρός, συγκοινωνία ή δεν υπάρχει ή δεν είναι τακτική, για να προμηθευτούν τα απαραίτητα οι κάτοικοι πρέπει να κατέλθουν στις κοντινότερες πόλεις ή κωμοπόλεις, αν κλείσουν και τα καφενεία, που έχουν απομείνει, τότε μιλάμε για… σβήσιμο των χωριών από το χάρτη.
Η Πολιτεία παρείχε, τελευταίως, κάποιες ασφαλιστικές διευκολύνσεις σε όσους έχουν καφενεία στα χωριά, αλλά αυτές δεν αρκούν από μόνα τους.
Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συμβάλλουν και οι Δήμοι, σε όσες περιπτώσεις κριθεί ότι τα καφενεία σε μικρά χωριά εξυπηρετούν και κοινωνικούς σκοπούς, με τη μείωση των δημοτικών τελών, αλλά και άλλες παρεμβάσεις.
Αλλά και ίδιοι οι ιδιοκτήτες καφενείου να δίνουν κίνητρα, όπως κάνουν ορισμένοι, να προσελκύουν πελατεία και από άλλες περιοχές, αξιοποιώντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες του κάθε χωριού.
Τα καφενεία, όταν κλείνουν το ένα μετά το άλλο, είναι μια σαφέστατη απόδειξη ότι η ύπαιθρος συρρικνώνεται, κάτι, που, πάση θυσία, οφείλει να αναστραφεί.
Παλαιότερα βίωνε κανείς στα καφενεία των χωριών τη μυρωδιά, έντονη μυρωδιά, του καφέ, που ψηνόταν στο μπρίκι. Οι άνθρωποι μετά τις εργασίες τους συγκεντρώνονταν εκεί και αντάλλασσαν απόψεις, επι-κοινωνούσαν, διαφωνούσαν, συμφωνούσαν, ενδεχομένως και να το παράκαναν κάποιες φορές με τα κοινωνικά σχολιά τους (έτσι λέγεται εξευγενισμένα το “κουτσομπολιό”) και υπήρχε ένα άρωμα ζωής.
Τώρα η εικόνα στα μικρά χωριά θυμίζει τον παλιό στίχο του Διονύση Σαββόπουλου: «Τα καφενεία όλα κλειστά και οι φίλοι μου ξενιτεμένοι”.
Προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη η περισσότερη μελέτη των διάφορων πλευρών της εγκατάλειψης των χωριών και η εξεύρεση των κατάλληλων λύσεων, ώστε αυτή να αναχαιτιστεί και να…αντιχτυπηθεί.
Τα χωριά μας, που είναι οι ρίζες μας, μαζί και τα καφενεία τους, “ομορφαίνουν” , όταν βρισκόμαστε σ’ αυτά, τη ζωή μας και τα προβλήματά μας και νιώθουμε να μας περνά ένα κηρύκειο φως, που καρδάζει σαν μαντάτο εσωτερικής ελευτεριάς…