Αποχαιρετισμό στον Αντώνη Μπέση, τον άνθρωπος των βουνών.

Γράφει ο Παύλος Λ. Αλεξίου


Αγαπημένε Αντώνη Μπέση
Δεν κατάφερα, μέσα στη στενοχώρια και την αντάρα του μυαλού μου, να αποχαιρετίσω τον πατέρα και τη μάνα μου, όταν έφυγαν.
Όμως, είπα αυτή τη φορά, εσύ δεν θα μας φύγεις «έτσι».
Αν θέλεις, είναι και οι τύψεις που δεν μπορέσαμε να έρθουμε με τη σύντροφό μου, να σε δούμε το τελευταίο διάστημα, που μας περίμενες, γιατί εσύ, όταν κατέβαινες στην πόλη, περνούσες πάντα να μας δεις,
Όμως δεν ήθελα να σε δω στο κρεβάτι του πόνου.
Εσένα έναν άνθρωπο των βουνών, ένα με αυτά.
Και νόμιζα ότι, όπως λέει το δημοτικό τραγούδι «καλότυχα είναι τα βουνά που δεν φοβούνται χάρο», δεν θα έφευγες κι εσύ ποτέ.
Όμως μας έφυγες, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό, αλλά μια μνήμη, ιδιαίτερα την παιδική -και ως εκ τούτου ευαίσθητη- γεμάτη από την παρουσία σου.
Σε θυμόμαστε, ακούραστο, εργατικό, ορεξάτο, αισιόδοξο, μέσα στις απέραντες δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής, εκείνης της εποχής, με εκείνο το όμορφο χαμόγελο και το ασυγκράτητο γέλιο, που έκανε το πρόσωπό σου να λάμπει.
Περιμέναμε πότε θα έρθει η άνοιξη για να σε ξαναδούμε να έρχεσαι από το «Νουνεσάτι» στο χωριό μας, στη Σαλονίκη και να αλωνίζεις τα βουνά, τη «Σπάτα» και την «Πλαγιά» τη «Σούρλα» και τη «Φραξουλιά».
«Γερό ποδάρι» έλεγε ο θείος μου, που κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω.
Να φεύγεις το πρωί από τη «Χιονίστρα», μετά το άρμεγμα στη στρούγκα του «Ρούκου» ή «στην κορφή στα έλατα», να κατεβάζεις το γάλα στο «μπάτζιο», στο χωριό κι από εκεί στη Παραμυθιά, να γυρνάς στο χωριό, να κάθεσαι στο καφενείο μέχρι αργά, γιατί σου άρεσε η παρέα, η κουβέντα και η «ανθρωπίλα» -που σου έλειπε- και να φεύγεις νύχτα για το βουνό, την «Μουρτζιά», για να μη μείνουν μόνες τους η Βαγγελή ή η Ευτυχία, η Γάκαινα.
Αντώνη τους βοήθησες όλους, πλουσιοπάροχα και ανυστερόβουλα, γονείς, αδέλφια, παιδιά και εμάς.
Μας έφερνες τότε εφημερίδες και βιβλία από τον αδερφό σου -αυτές που έβγαιναν τότε- και εμείς τις ρουφούσαμε, μέχρι και τις μικρές αγγελίες διαβάζαμε και μετά άρχιζε η συζήτηση μαζί σου, τα τεράστια «γιατί» και τα «πώς» :
«Πόσο πληθυσμό έχει εκείνη ή χώρα;», τι θα γίνει στην Ισπανία αν πέσει ο «Φράνκος», «πόσο να κοστίζει ένα τάνκς ή ένα καράβι» ή «πως θα πάνε τα πράγματα τώρα που ο Νίξον πήγε στην Κίνα».
Γιατί -«τέκνο της ανάγκης» κι εσύ- μπορεί να τέλειωσες μόνον το Δημοτικό, αλλά ήθελες πάντα να μαθαίνεις, ήσουν ένα ανοιχτό μυαλό, άκουγες, προοδευτικός άνθρωπος με την πραγματική σημασία της λέξης και -παρότι από συντηρητική οικογένεια- δεν δίσταζες να λες ανοιχτά, χωρίς να έχεις εμβαθύνει στα πολιτικά προγράμματα, αλλά απογοητευμένος απ΄ όλους τους άλλους:
«Παύλο θα σε υποστηρίξω».
Κι΄ αυτό εμένα με συγκινούσε απέραντα.
Όχι για την υποστήριξη, αλλά για την αγάπη και την εμπιστοσύνη.
Χαιρόμασταν πραγματικά να είμαστε και περπατάμε μαζί σου συνέχεια.
Κι εσύ χαιρόσουν μαζί μας, που μας έβλεπες «με τα βιβλία στην τσιάντα», όπως έλεγες, με τις επιτυχίες μας, γιατί μας έβλεπες σαν δικά σου παιδιά. Άλλωστε τα «Μπεσιάκια» και τα «Αλεξάκια», που ανεβοκατεβαίναμε τα βουνά κάθε μέρα μαζί, φορτωμένα με σακούλια, ήμασταν τότε σαν αδέρφια.
Σε θυμόμαστε ακόμη με το κυνηγετικό στην πλάτη, το κυνηγόσκυλο τον «Γαλάνη» κι έναν λαγό στο σακούλι.
Αντώνη,
Ευτύχησες να έχεις δίπλα σου μια ωραία γυναίκα, μια πολύ καλή ψυχή, τη Βαγγελή, που πάντα σε πρόσεχε, αλλά το τελευταίο διάστημα ήταν ο φύλακας άγγελός σου. Να έχεις μαζί της τρία εξαιρετικά παιδιά, την Γιώτα, την Άννα και τον Δημητράκη, τον «Βενιαμίν» και τον μικρότερο όλης της παρέας των παιδιών των «Ψηλών Βουνών».
Το ένοιωθα, αν και το έκρυβες προσεκτικά, ότι σε λύγισε η απώλεια του εγγονού σου.
Ήταν μια τσεκουριά σε ένα περήφανο δέντρο.
Όμως έτσι είναι η ζωή.
Ξέρω τώρα, με το φευγιό σου, ότι η στενοχώρια των δικών σου ανθρώπων, των παιδιών σου, ιδιαίτερα της κυρα-Βαγγελής είναι μεγάλη.
Ας σκέφτεται όμως -για να ησυχάζει λίγο- ότι μπορεί να έφυγε ο Αντώνης της, ο Αντώνης μας, όμως έχει τα παιδιά και τα άλλα εγγόνια της,
Στη θέση του μεγάλου Αντώνη που φεύγει, έρχεται ο νέος, ο μικρός Μπέσης Αντώνιος του Δημητρίου κι αυτός, αλάρωτος, ατίθασος και ορεξάτος, απ΄ όσο τον έχω γνωρίσει, σαν τον Αντώνη που χαιρετάμε σήμερα.
Αγαπημένε Αντώνη θα μας λείψεις κι εμάς.
Θα σε θυμόμαστε πάντα όμως με νοσταλγία, γιατί είσαι ένα κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας, ένα κομμάτι της ιστορίας του χωριού μας, ένα κομμάτι της ζωής μας και ο αποχαιρετισμός μου αυτός είναι ένα μικρό αντίδωρο για όλα αυτά.

In this article