Η αίθουσα του Αλβανικού Κοινοβουλίου παραχωρήθηκε στους “Τσάμηδες” για ανθελληνική εκδήλωση, με αφορμή την 80η επέτειο της δήθεν γενοκτονίας τους. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική ηγεσία της Αλβανίας, αν και δεν συμμετείχε στην εκδήλωση, υιοθετεί, κατά κάποιο τρόπο, τις απόψεις και τις δράσεις τους.
Ακούστηκαν πύρινες ομιλίες κατά της Ελλάδας, όπου μεταξύ άλλων λέχθηκε προκλητικά ότι “θα υψώσουμε τη φωνή μας φια την “Τσαμερία”, για το κομμένο και ανάπηρο άκρο του έθνους”., ενώ με αλβανικές φορεσιές χόρεψαν, μέσα στη Βουλή, χορούς, που τους… βαφτίζουν “Τσάμικους”.
Καλό είναι να πέσουν οι τόνοι για το ανύπαρκτο αυτό ζήτημα και να δοθεί έμφαση στις σχέσεις καλής γειτονίας των δύο λαών, ώστε να διασφαλιστεί και η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας.
Παράλληλα έξω ακριβώς από το κτίριο της Αλβανικής Βουλής εγκαινίασαν έκθεση, που θα την περιφέρουν σε διάφορες πόλεις της Αλβανίας, με 13 πορτραίτα “σπουδαίων προγόνων τους”, όπως τους χαρακτηρίζουν, μεταξύ των οποίων οι Σουλιώτες ήρωες Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, αλλά και ο βασιλέας της Ηπείρου Πύρρος!
Είναι θλιβερή και προσβλητική παραχάραξη να εμφανίζονται ηρωικοί αγωνιστές του Σουλίου σαν “πρόγονοι” των συνεργατών των Ναζί και εκτελεστών στη Θεσπρωτία.
Χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού της ιστορίας, οι “Τσάμηδες” επιχειρούν μια πρωτοφανή διαστροφή, επιχειρώντας να οικειοποιηθούν Σουλιώτες οπλαρχηγούς, αλλά και το βασιλέα Πύρρο.
Οι Σουλιώτες κατοίκησαν ως ομοιογενής χριστιανικός πληθυσμός στο Σούλι περί το 1550, ενώ οι “Τσάμηδες” προέκυψαν από τοπικό χριστιανικό ελληνικό στοιχείο, που εξισλαμίσθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση (15ο αιώνα) και κυρίως με τη βία το 17ο αιώνα, ύστερα την εξέγερση και το μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου (1611), που οι Τουρκαλβανοί αποκάλεσαν ειρωνικά «Σκυλόσοφο».
Οι Σουλιώτες είχαν καθαρή ελληνική συνείδηση, γι’ αυτό και έγιναν πρόμαχοι της Ελληνικής Λευτεριάς.
Οι Μουσουλμάνοι “Τσάμηδες” όχι, γι’ αυτό και στράφηκαν με μανία, καθοδηγούμενοι, κατά του ντόπιου πληθυσμού.
Ακόμη “Τσάμηδες” ύψωσαν πανό μέσα στο γήπεδο του Ντόρτμουντ, κατά τον αγώνα του
Euro 2024 μεταξύ Αλβανίας και Ιταλίας, που έγραφε ότι “η Τσαμερία (εννοώντας τη Θεσπρωτία) είναι Αλβανική”!
Εξάλλου τις επόμενες ημέρες θα πραγματοποιήσουν στην Τζάρα, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, τις ετήσιες εκδηλώσεις του για την ανύπαρκτη γενοκτονία σε βάρος των προγόνων τους από τις δυνάμεις του Ναπολέοντα Ζέρβα, όπως ανυπόστατα υποστηρίζουν.
Μάλιστα με νόμο της Αλβανίας του 1994, κατά την πρώτη θητεία διακυβέρνησης της χώρας από το Σαλί Μπερίσα, αναγνωρίστηκε 27η Ιουνίου ως “ημέρα γενοκτονίας” των αυτοαποκαλούμενων “Τσάμηδων”.
Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους, οι “Τσάμηδες”, σύμφωνα με τη συνθήκη Ειρήνης των Αθηνών, έγιναν Έλληνες υπήκοοι «ως κάτοικοι των οθωμανικών χωρών που περιήλθαν στην κυριαρχία της Ελλάδος». Ως Μουσουλμάνοι σύμφωνα με την ίδια συνθήκη, είχαν το δικαίωμα να διατηρήσουν την οθωμανική υπηκοότητα και εντός διαστήματος τριών ετών να μεταναστεύσουν σε οθωμανικά εδάφη.
Άγνωστος αριθμός Μουσουλμάνων Τσάμηδων αναχώρησε τότε, και εγκαταστάθηκε στην ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Τα Τίρανα διατήρησαν τη ρητορική ότι οι Τσάμηδες ήταν Αλβανοί και ότι η περιοχή της Ελλάδος, όπου κατοικούσαν, έπρεπε να περιληφθεί στο αλβανικό κράτος.
Η ήττα της Ελλάδος κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε καταλυτική για τις σχέσεις των “Τσάμηδων” με τους Έλληνες.
Με σύμβαση, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923, αποφασίσθηκε ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και του νέου τουρκικού κράτους με βάση το θρήσκευμα.
Τα Τίρανα με την υποστήριξη της Ρώμης, όπου είχε επικρατήσει το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια, ώστε οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, που είχε αποφασίσει η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής της ΚΤΕ.
Έτσι, η πλειονότητα των “Τσάμηδων” εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή και συμπαγείς ομάδες Ελλήνων Χριστιανών προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που προορίζονταν να εγκατασταθούν στη Θεσπρωτία, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Μακεδονία, με εξαίρεση όσους εγκαταστάθηκαν στην κοινότητα Νέας Σελεύκειας.
Ό,τι ψέμα και αν επιστρατεύσουν οι “Τσάμηδες”, θα παραμείνουν ως καταδικασθέντες δοσίλογοι κατά την Κατοχή.
Αυτή την πραγματικότητα δεν μπορεί να την αλλάξει καμία προπαγάνδα, γιατί φωνάζουν από τους τάφους τα κόκαλα των αδικοχαμένων θυμάτων τους στη Θεσπρωτία.
Από τον Ιούλιο του 1941, στην Ηγουμενίτσα, την Παραμυθιά και τους Φιλιάτες, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες ζητούσαν από τους Χριστιανούς της Θεσπρωτίας να τους δίνουν το 1/3 της παραγωγής τους, κάτι για το οποίο υπήρξε έντονη αντίδραση και αυτή η προσπάθεια απέτυχε, ενώ στην περιοχή του Μαργαριτίου καρποφόρησε.
Από επίσημες εκθέσεις, προκύπτει ότι το 1941 δολοφονήθηκαν από τους Τσάμηδες στη Θεσπρωτία 283 Έλληνες Χριστιανοί. Το 1942, δολοφονήθηκαν 438 Χριστιανοί, ανάμεσά τους και ο αναπληρωτής νομάρχης Γεώργιος Βασιλάκος, 7 χωριά λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια πυρπολήθηκαν. Το 1943, σημαδεύτηκε από τα εγκλήματα στην περιοχή του Φαναρίου και τη δολοφονία 49 προκρίτων της Παραμυθιάς. Κατά τις επιχειρήσεις του Φεβρουαρίου 1944, 2332 σπίτια πυρπολήθηκαν, 209 γυναίκες και κορίτσια βιάσδτηκαν και διαρπάχτηκαν δεκάδες χιλιάδες ζώα.
Από το 1945 ως και το 1947, καταδικάστηκαν ερήμην 1701 Μουσουλμάνοι Τσάμηδες. Οι 911 (ποσοστό 53,6%) σε θάνατο, 489 (ποσοστό 28,7%) σε ισόβια και 301 (ποσοστό 17,7%) σε φυλάκιση.
Η ακίνητη περιουσία τους, απαλλοτριώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Η αγροτική τους περιουσία παραχωρήθηκε σε ακτήμονες, ενώ η αστική τους εκποιήθηκε απευθείας ή με δημοπρασίες σε άστεγους.
Απέναντι στον Αλβανικό αλυτρωτισμό, που, αλλοιώνοτας και διαστρεβλώνοντας και αγνοώντας την αμείλικτη ιστορική πραγματικότητα, μιλάει για “την πατρίδα της Τσαμουριάς”(!) και “περί γενοκτονίας των “Τσάμηδων” από τους Έλληνες”(!) είναι ανάγκη να τονισθεί η λανθάνουσα κατάσταση των παράλογων και ακραίων διεκδικήσεων, όταν μάλιστα η αλήθεια είναι τόσο αποκαλυπτική.
Και να αναδειχθεί ότι, μακριά από τις σκιές του παρελθόντος, χωρίς να εγείρονται αστήρικτες απαιτήσεις, σ’ ένα ανύπαρκτο ζήτημα, όπως είναι το “Τσάμικο”, μπορούν οι δύο λαοί, ο Αλβανικός και ο Ελληνικός, που έχουν πολλά κοινά και ενωτικά στοιχεία, να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν κλίμα εποικοδομητικής συνεργασίας, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της Ελληνικής Μειονότητας, που θα διασφαλίσει και την Ευρωπαϊκή πορεία της γειτονικής χώρας.