Τον Απρίλιο του 1939, επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου, η αλβανική Βουλή αποφάσισε ότι όποια χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία (επομένως και η Ελλάδα), θεωρείται εχθρική για την Αλβανία
Το θέμα της άρσης του εμπολέμου που έχει η Ελλάδα εναντίον της Αλβανίας, έθεσε για ακόμη μια φορά ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα στην πρόσφατη υποτιθέμενη προεκλογική ομιλία του στο Κλειστό του Γαλατσίου με την ακόλουθη χαρακτηριστική αναφορά:
«…Ο νόμος του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας εξακολουθεί να ισχύει. Αυτός ο νόμος της 1ης Νοεμβρίου 1940 καθορίζει τι γίνεται με τις περιουσίες και τους πολίτες χωρών σε εμπόλεμη κατάσταση. Την ίδια αυτή ημέρα, με βασιλικό διάταγμα, νομοθετήθηκε η κατάσταση πολέμου και με την Ιταλία. Το 1947 η Ελλάδα επικύρωσε τη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία και έληξε η εμπόλεμη κατάσταση. Ενώ με την Αλβανία, το διάταγμα της εμπόλεμης κατάστασης και συνεπώς οι συνέπειες του νόμου του πολέμου, παραμένουν σε ισχύ σήμερα, παρόλο που το 1988 και οι δύο χώρες έχουν εγκρίνει τη συνθήκη φιλίας. Πως είναι δυνατόν μεταξύ δύο χωρών που έχουν υπογράψει συνθήκη φιλίας, που είναι μαζί στο ΝΑΤΟ για 15 χρόνια, η κατάσταση πολέμου να μην έχει ακόμη καταργηθεί μαζί με τις συνέπειες ενός νόμου πολέμου πριν 84 χρόνια; Όλα τα χρόνια, η κυβέρνησή μου και εγώ προσπαθήσαμε όσο μπορούσαμε, να αφαιρέσουμε αυτό τον παραλογισμό απο το τραπέζι των σχέσεών μας…».
Πράγματι, το αίτημα της άρσης είναι διαρκώς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την αλβανική πλευρά τα τελευταία χρόνια, και προφανώς τίθεται για να εκθέσει την ελληνική πλευρά στα μάτια των ευρωπαίων εταίρων της. Κατά την άποψή μου, το ζήτημα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και κατάλληλο χειρισμό αφού η αλήθεια δεν είναι όπως την παρουσιάζει η αλβανική πλευρά και στην υπόθεση αυτή η Αλβανία είναι περισσότερο εκτεθειμένη από τη χώρα μας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί εκτός από το λεγόμενο «ελληνικό εμπόλεμο», υπάρχει και το «αλβανικό εμπόλεμο».
Τον Απρίλιο του 1939, επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου, η αλβανική Βουλή αποφάσισε ότι όποια χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία (επομένως και η Ελλάδα), θεωρείται εχθρική για την Αλβανία. Η απόφαση αυτή, της κήρυξης δηλαδή της εμπολέμου καταστάσεως με την Ελλάδα, συνοδεύτηκε από την ενίσχυση των ιταλικών μεραρχιών που εισέβαλλαν στην Ελλάδα με 18 τάγματα του αλβανικού στρατού. Την 1η Νοεμβρίου του 1940, με τον Α.Ν. 2636/1940, αμέσως μετά την εισβολή της Ιταλίας διαμέσου της Αλβανίας, και η Ελλάδα κήρυξε με τη σειρά της εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία.
Το 1944 ο Ενβέρ Χότζα, στο συνέδριο της Πρεμετής, όπου έθεσε τις βάσεις του κομμουνιστικού αλβανικού κράτους, διακήρυξε την ακύρωση όλων των αποφάσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Τον Ιούλιο του 1992, η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε με τη σειρά της όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανέφερε σε ισχύ εκείνες των κυβερνήσεων του βασιλιά Ζώγου. Έτσι, έχουμε μέχρι σήμερα το «αλβανικό εμπόλεμο», που θέσπισε η αλβανική Βουλή το 1939, το οποίο δεν καταργήθηκε με νόμο από καμιά αλβανική κυβέρνηση.
Από ελληνικής πλευράς, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου και με υπουργό Εξωτερικών τον Κάρολο Παπούλια, στις 28.8.1987, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για άρση της εμπολέμου καταστάσεως με την Αλβανία, ο χαρακτήρας της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους έπαψε να υφίσταται. Το 1996 μάλιστα, εκτός από την άρση του «ελληνικού εμπολέμου», με νέα πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου η Ελλάδα προχώρησε και στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας με την Αλβανία (Ν.2568/1998).
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα έχει άρει ουσιαστικά το εμπόλεμο, η αλβανική πλευρά δεν αρκείται στην απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του 1987 και το Σύμφωνο Φιλίας του 1996 αλλά επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει κύρωση της άρσης του εμπολέμου μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Η υποκρισία τους είναι, ότι ενώ ζητούν από την Ελλάδα την κοινοβουλευτική ολοκλήρωση της διαδικασίας, οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν έχουν προωθήσει νομοθετική ρύθμιση για την ακύρωση της απόφασης του «αλβανικού εμπολέμου» του 1939.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το εμπόλεμο και η άρση του δεν σχετίζονται με τη διεκδίκηση των περιουσιών της τσάμικης κοινότητας αλλά με τις περιουσίες Αλβανών υπηκόων (οι Τσάμηδες πριν φύγουν από την Ελλάδα είχαν ελληνική υπηκοότητα) που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο ελληνικό έδαφος και χαρακτηρίστηκαν ως «εχθρικές» με τον Α.Ν. 2636/1940. Αυτές τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης έως, θεωρητικά, το τέλος των εχθροπραξιών (περίπου 200 στον αριθμό περιουσίες) και το ελληνικό κράτος έκτοτε τις διαχειρίζεται μέσω της ενοικίασής τους σε ιδιώτες.
Σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ειρήνης και συνεργασίας, είναι φυσικό να μην υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση και θα πρέπει προφανώς αυτή να καταργηθεί αρχικά από την ίδια την Αλβανία, με δεδομένο ότι η Αλβανία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο προς την Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να υπάρξει επωφελής για την ελληνική πλευρά μέριμνα και για τις «εχθρικές» περιουσίες, με πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν μπορεί όμως οι διεθνείς συνθήκες να ισχύουν για τις αλβανικές περιουσίες που τελούν υπό μεσεγγύηση αλλά αυτές να μη γίνονται σεβαστές από τους Αλβανούς σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας εντός του αλβανικού κράτους, όπως για παράδειγμα με τις ελληνικές περιουσίες στην περιοχή της Χιμάρας.
(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τσάμηδες- Διεκδικήσεις και η Αλήθεια» (2019)