-Γέρασα πολύ ορέ παπα-Θύμιο και κάτι μου κρένει μέσα στην ψυχή και μου λέει πως δεν έχω καιρό ακόμα να γλέπω το φως του Ήλιου. Όμως δεν με στενοχωρεύει αυτό. Όλοι μια μέρα θα κλείσομε τα μάτια για παντοτινά. Μόνε στενοχωρεύομαι πολύ, πινήγομαι, που θα πεθάνω και δε θα ιδώ πάλε την πατρίδα μου λεύτερη. Γιατί είναι βαριά λαβωμένη και θα πεθάνει κι αυτή γλήγορα. Και για τσι λαβωματιές της είμαι κι εγώ ένας που τη ντουφέκισα. Τώρα στα τελευταία μου το νιώθω καλά. Τόσο που δε μπορώ να τη γλέπω ν’ αργοπεθαίνει.
Την είχα και την έχω όπως τα παιδιά μου. Και πιο πολύ κι από παιδιά μου. Τότες, θα μου ειπείς γιατί τη ντουφέκισα; Αυτό θέλω να σου ξομολογηθώ παπά-Θύμιο. Κι ο Θεός ας με κρίνει δίκαια. Το ξέρει όλος ο κόσμος πως με τα χρόνια το βουνό ξεραίνουνταν. Όλο και λιγόστευε η πρασινάδα. Το άλογο που παλιότερα κόλλαγε φορτωμένο με ψηλά το κεφάλι και γληγοροπόδαρο, τώρα όλο βάιζε και κοντανάσαινε. Κόντευε να γονατίσει και να γκρεμοτσακιστεί. Το Σούλι πονεμένο από καιρό, τώρα βόγγαγε το βόγγο του θανάτου. Σαν το καράβι που το έπιακε μεγάλη τρικυμία και εδώ θα βουλιάξει, εκεί θα το πιει το μαύρο πέλαγο…
Οι Σουλιώτες, τα παιδιά μου, πονεμένοι βαθιά, κρέμουνταν από τα μάτια και τα χέρια μου. Οι μοβόροι Λύκοι, ο Αλή Πασιάς αντάμα με το Σουλτάνο, τρόχαγαν τα σουφλερά δόντια τους και τα σπαθιά, έτοιμοι να μας κόψουν κομμάτια και να μας χάψουν μονομιάς. Είχαν στρατό αμέτρητο με τα πιο δυνατά όπλα. Είχαν πιάκει όλους τους τόπους. Από την Άρτα και την Πρέβεζα ως πέρα το Μπεράτι, την Πρεμετή και το Ντέλβινο της Αλβανίας. Είχε μείνει μονάχα ετούτη η άκρη της Ηπείρου και της Ελλάδας όλης. Το Σούλι με τη γαλανόλευκη περήφανη στο Κούγκι και στο κάστρο τση Κιάφας. Ως πότε θ’ αντέχαμαν να την κρατάμε ψηλά; Πού θα βρίσκαμαν ένα κομμάτι ψωμί να ταΐζαμαν τσι γυναίκες με τα μικρά τους, τσου γερόντους, τόσα ορφανά;
Είχαμαν γένει οχτροί με τσου καμπίσιους που τσου παίραμαν τα γιδοπρόβατα και τσι σοδιές τους. Πόσο θ’ αντέχαμαν να κρατάμε το ντουφέκι στο χέρι; Ήγλεπα πού-ηταν σιμά ο καιρός και το χέρι μας θάτρεμε από την πείνα. Το ντουφέκι θα μας ήταν βαριό κι ασήκωτο. Κι ακόμα ποιος θα μας έδινε πολεμοφόδια; Και νά-ειναι καινούργια, ν’ αντέχουν. Όχι σαν εκείνα στη μάχη τση Κιάφας που σταματήσαμαν να πολεμάμε γιατί άναψαν από την κάψα τ’ Αλωνάρη. Τόσες φορές παρακαλέσαμαν τους ευρωπαίους φίλους μας. Μέχρι τη Ρωσία φτάκαμαν. Θα και θα, και άμα, και τούτο, και κείνο. Με μια κουβέντα, λίρες χρυσές ήθελαν κι αυτοί. Πολλές λίρες και άφθονα γρόσια. Πού θα τα βρίσκαμαν ολοένα, ορέ παπα-Θύμιο; Τελευταία είχαν γένει κι οι Ρώσοι φίλοι με τον Αλή Πασιά! Έρχουνταν ο καιρός που δε θα μας χαμπέριζε πηλιό κανένας. Είχαν κλείσει όλοι οι δρόμοι. Κι η Πάργα ήταν κι αυτή μισάνοιχτη. Και τώρα που ξομολογούμαι τ’ αμαρτήματά μου στο Θεό, έκλεισε κι αυτή.
Θα ξεμείνομε ολομόναχοι εδώ απάνου στο βουνό. Και τότε τι θα γένομε; Μια χαψιά θα μας κάμουν οι άτιμοι οχτροί. Και δε μας φτάνουν ολ’ αυτά. Είχαμαν και έχομε τα φαώματα αναμεταξύ μας. Μεγάλα φαώματα και έχτρες του διαόλου. Πολλές φορές πιο μεγαλύτερες κι από το φίδι, τον Αλή Πασιά και τσου παλιότουρκους του Σουλτάνου που σήμερα που ξομολογιέμαι μας έχουν κυκλώσει από παντού! Εγώ θα γένω καπετάνιος!, ο ένας. Όχι! Εγώ θα γένω, ο άλλος. Εσύ έχεις πολλά γρόσια και χορταίνεις ψωμί και φαΐ με τη φαμίλια σου και τη φάρα! Εγώ δεν έχω ούτε ξερό ψωμί να ταίσω τα τσότσα μου! Κοιτάω με το μάτσιαλο να τα γιαλάσω κι εσύ τα ταΐζεις και τα καλοταΐζεις γάλα και κριγιάσι! Και με όλα τα καλά του Θεού! Ο Θεός είναι μονάχα με τ’ εσένα και μένα σκλάβο σου μ’ έχει καταντήσει! Καλύτερα σκλάβος του Πασιά παρά περγέλιο του μπάτση Γιώργου!
Σαράντα χρόνια ήμουν αρχικαπετάνιος όλων των Σουλιωτών, ορέ παπα-Θύμιο. Εγώ που τόσες φορές γλύτωσα το Σούλι και τσου πατριώτες σ’ όλα τα Σουλιωτοχώρια και πίσω τα Λακκοχώρια από τσου Πασιάδες των Γιαννίνων και τσου Σκεπιτάρηδες Αγαδομπέηδες στα καμποχώρια τση Παραμυθιάς, του Γαρδικιού και του Μαργαριτιού. Εγώ ήμουν που σταμάτησα τον γιο τση βρομο- Χάμκως με καλές συφωνίες να πάψει να μας πολεμάει και να σκοτώνουνται τόσα παλικάρια μας. Συφωνίες να μείνομε ήσυχοι στ’ άγια χώματά μας, να προκόψομε και να ζήσουν τα παιδιά μας και τ’ αγγόνια μας καλύτερα από τ’ εμάς. Δίχως πολέμους κι άδικους σκοτωμούς. Εγώ ήμουν που έδωκα τόσα πολλά στην πατρίδα και τώρα στα γεράματα να με περγιαλάν και να με χουγιάζουν μπροστά σ’ όλο τον κόσμο μπατση-Γιώργο; Από αρχικαπετάνιος με τρανό όνομα σ’ όλη την Ευρώπη Γεώργιος Μπότσιαρης, τώρα κατάντησα Μπάτση Γιώργος; Από ποιους; Από τσου συμπατριώτες μου! Που τους έκαμα τόσες και τόσες καλοσύνες! Πώς να το αντέξω αυτό ορέ παπα-Θύμιο; Πληγή βαθιά μες στην ψυχή μου ήταν και είναι!
Εγώ τσου τό-ειπα. Πατριώτες μου! Να ξέρετε. Έτσι που κάνομε και τσακωνόμεστε αναμεταξύ μας, θάρθει μέρα που μονάχα κουκουβάγιες θα λαλούν στου Σούλι. Κουκουβάγιες και μαύρα κοράκια. Το βιολί τους οι περσότεροι. Τους έπαιραν στο λαιμό τους οι Τζιαβελλαίοι. Αυτοί κι η φάρα τους δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούν τ’ όνομα των Μποτσιαραίων. Μας μίσαγαν, εμένα κι όλη τη φάρα μου. Πηλιότερο κι από τους οχτρούς μας. Με το γέρο-Κουτσονίκα μας λογάριαζαν για προδότες! Επειδής θέλαμαν Ειρήνη! Νά-ηταν πώς νά-ηταν να μη μας έγλεπε ο ήλιος σε τούτα τ’ άγια χώματα. Εδώ που δώκαμαν τη ζωή μας όλη. Κι αν μπόργαν να μας σκοτώσουν κιόλας! Έκατσα μέρες κλεισμένος στο κονάκι μου, παπα-Θύμιο. Σκέφτουμουν τι θ’ απογένει η έρμη Πατρίδα μ’ όλα αυτά. Μόρχουνταν στο νου και στα μάτια μου οι έρμες μικρομάνες που δεν είχαν τι να θρέψουν τα παιδιά τους. Ούτε μάτσιαλο δεν είχαν να τα ταΐσουν. Και κείνα πλάνταζαν στο σκουσμό. Πόσο νάντεχαν… Στον πάτο έκλειγαν για πάντα τ’ αθώα ματάκια τους.
Και ρωτάω τον καλό Θεό μας μέσα ‘πο το γένια σου και τ’ άγιο πετραχείλι βλοημένε παπα-Θύμιο: πώς μπορούμαν να τα βάλομε με δυο αυτοκρατορίες που είχαν γένει ένα για να βαρέσουν το έρμο Σούλι; Τη μια του μεγάλου Βεζίρη Αλή Πασιά στα Γιάννενα και την άλλη του τρανού Σουλτάνου Σελίμ Μπιν Μουστάφα στην Κωσταντινούπολη; Αυτό ακόμα και τώρα δεν το καταλαβαίνουν οι Τζιαβελλαίοι κι οι φίλοι τους. Έχουν πάρει αέρα τα μελά τους και δε γλέπουν πως οι Λύκοι μας έχουν κυκλώσει απ’ όλες τσι μεριές. Έτοιμοι ν’ ανοίξουν το στόμα τους, να μας κάμουν κομμάτια και να μας χάψουν με τη μια!
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση η πιο καλύτερη σκέψη που μόστειλε ο Μεγαλοδύναμος ήταν να πάρω τα παλικάρια μου, το βιος μου και αναχωρήσω ‘πο το αγαπημένο μου Σούλι. Να τους αφήκω να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους οι Τζιαβελλαίοι και οι συντρόφοι τους. Ξίκι να γένουν, είπα, τα καπετανιλίκια, τα σπίτια, τα χωράφια μας και τα πηγάδια. Χαλάλι τους. Για την πατρίδα τόκαμα. Δεν άντεχα να φηύγω για τον άλλο κόσμο και να με λεν προδότη. Μόνε, έκαμα κι ένα κακό παπα-Θύμιο. Και τούτο θέλω να ξομολογηθώ περσότερο, μπας και βρω σχώρεση στο άλλο κόσμο που ετοιμάζομαι να πάνω. Δε μ’ αφηνε στην ησυχία μου ο μοβόρος ο Αλής. Πες μου ορέ καπετάν Μπότσιαρη, πες μου, πώς να καταχτήσω το Σούλι μια ώρα αρχύτερα; Αλλιώς θα ξεχύσω τ’ αμέτρητα ασκέρια μου, θα πάρω το κεφάλι σου και δε θ’ αφήκω ποδάρι για ποδάρι Σουλιώτικο. Αυτό μού-ειπε μ’ αγριγιεμένο μάτι. Δε μ’ ένοιαζε για το κεφάλι μου. Μ’ ένοιαζε για την πατρίδα και τσου πατριώτες μου, μέσα κι όξω ΄πο το Σούλι.
Αλήθεια, τού-ειπα τότες κι εγώ. Να χτίσεις πύργους γύρα γύρα για να το πάρεις χάπα – χάπα. Αλλιώς το Σούλι δεν πέφτει. Του τόειπα έτσι, χάπα – χάπα, για να με πιστέψει. Και με πίστεψε. Είπα με το μελό μου πως ως τα τότες ο Τζιαβέλας κι οι άλλοι καπεταναίοι θ’ άλλαζαν γνώμη και θα υπόγραφαν συφωνία ειρήνης να μείνουν στο Σούλι. Να μη καταστραφούν και χαθούν από προσώπου γης μαζί με την κατακαημένη μας πατρίδα. Έκαμα κι ένα άλλο αμάρτημα παπα-Θύμιο. Μεγαλύτερο κι απ’ αυτό. Δεν μπόργε ντότου να το πιάκει με τσου πύργους ο Τύραννος και μόβαλε πάλε το μαχαίρι στο λαιμό. Μού χάλεψε δώμας-δω ο άτιμος να στείλω κάμποσα παλικάρια μου να πιάκουν μαζί το Σούλι. Τού-ειπα ναι! Δεν μπόργα να κάμω αλλιώς.
Όμως, είπα και τούτο στα παλικάρια μου. Μυστικά. Να κάμετε πως πολεμάτε. Να μη σημαδεύετε κανένα πατριώτη Σουλιώτη. Να βαρείτε στον αέρα. Να μη νικήσει ο μοβόρος. Κι αλήθεια. Γίγκε η μάχη ψηλά στη Μούργκα, στο Αλογομάντρι. Και το καλό ήταν που νίκησαν οι Σουλιώτες και σώθκε πάλε το Σούλι. Για την ώρα. Μόνε ήξερα πως αν δεν υπόγραφαν ειρήνη δε θα γλύτωνε στον πάτο. Μόνε τώρα που σου ξομολογιέμαι, βλοημένε, δεν έχω την ψυχή μου ήσυχη. Κάτι με κυνηγάει μέσα μου βαθιά και δε μ’ αφήνει να συχάσω ούτε μέρα ούτε νύχτα. Γιατί, εχτός από το Θεό που σχωράει και τσι πιο μεγαλύτερες αμαρτίες, είναι κι η Ιστορία. Αυτή, παπά μου, δε σχωράει. Να μη σε καθυστεράω άλλο. Θα ιδώ πως θα την καταφέρω να με σχωρέσει κι αυτή. Αν σχωριέμαι.
Κι επειδής γλέπω πως όπου νά-εινα έρχεται το τέλος μου, εγώ σχωράω όλους τους αθρώπους που αδίκησα σε τούτον κόσμο. Σχωράω τσου Τζιαβελλαίους και όλους τσου καπεταναίους που τσακωθήκαμαν. Όλα εδώ θα μείνουν. Κι ακόμα ένα μονάχα πράμα ζητάω του Μεγαλοδύναμου Θεού των Χριστιανών, του Αη-Δονάτου και τσ’ Αγιο-Παρασκευής στο Κούγκι. Να προστατέψουν την άγια πατρίδα μου. Να μείνει λεύτερη και μαζί μ’ αυτήν να μην αργήσει να λευτερωθεί και η άλλη Ελλάδα πόχει τριακόσια τόσα χρόνια σκλαβωμένη στους Μωαμεθάνους.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες ύστερα από την εξομολόγηση και μαθεύτηκε πως τον Γερο-καπετάν Γιώργο Μπότσιαρη τον ηύραν οι δικοί του πεθαμένο σ’ ένα χωράφι του στο Βουργαρέλι, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Τίποτε άλλο. Ούτε πώς πέθανε, ούτε πού και πώς τον έθαψαν. Ήδη τα έσκιαζε η φοβέρα του Βεζίρη Αλή Πασιά. Ήταν Φθινόπωρο του 1803, λίγο καιρό πριν την πτώση του Σουλιού και την ανατίναξη του Κουγκίου από τον Αη-καλόγερο…