Ο Λάμποβος είναι η ετήσια εμποροπανήγυρη που πραγματοποιείται στην Παραμυθιά μέχρι και σήμερα, διατηρώντας μια παράδοση αιώνων. Στην εποχή μας δεν διαφέρει σε τίποτε από τις αντίστοιχες εκδηλώσεις που διεξάγονται ανά την Ελλάδα. Έχει όμως διατηρήσει την κρυφή του γοητεία στους κατοίκους της Παραμυθιάς και της ευρύτερης περιοχής. Ξεκινάει το πρώτο Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου και διαρκεί μέχρι και το επόμενο. Τις μέρες πριν ξεκινήσει και κατά την διάρκεια του, σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον των Θεσπρωτών αλλά και των κατοίκων της Λάκκας Σουλίου, ενώ επισκέπτες καταφτάνουν από τα Ιωάννινα, την Πρέβεζα και την Άρτα. Σε αρκετές περιπτώσεις που έχει τύχει να διεξάγονται εκλογικές διαδικασίες και σημαντικοί ποδοσφαιρικοί αγώνες κατά τη διάρκειά του, ο Λάμποβος με την σχεδόν μυθική του υπόσταση, εξακολουθεί να παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, κάνοντας όλα τα υπόλοιπα να φαντάζουν δεύτερα και ελάσσονος σημασίας.
Μια υπόθεση για την προέλευση του Λαμπόβου είναι ότι προέρχεται από το Λάμποβο της Βόρειας Ηπείρου. Οι κάτοικοι της πόλης, για γλιτώσουν από τις επιδρομές των Σλάβων εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν νοτιότερα, πιθανόν τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Κατά μια εκδοχή, ένας από τους τόπους εγκατάστασης τους ήταν και η σημερινή Κρυσταλλοπηγή· ενώ κατά μία άλλη, η γειτονική θέση «Γκουντίνα» στο Λιμπόνι γύρω από την εκκλησία της Παναγιάς της Λαμποβήθρας. Ορμώμενοι από την παράδοση του τόπου τους, συνέστησαν και καθιέρωσαν την λειτουργία μιας ετήσιας θρησκευτικής εμποροπανήγυρης με κύριο αντικείμενο την αγοραπωλησία αλόγων. Στην συνέχεια, άγνωστο πότε ακριβώς, ο Λάμποβος μετακινήθηκε στην Παραμυθιά διατηρώντας όμως τον χαρακτήρα του.
Ο Αραβαντινός (1857) αναφέρει: «Κατά τας 10 Σεπτεμβρίου τελείται ήδη εντός της Παραμυθιάς εμπορική πανήγυρις, διαρκούσα πέντε περίπου ημέρας, όπου ικανά κτήνη και εδώδιμα πωλούνται, καλείται δε η πανήγυρις αυτή Λάμποβον». Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο Λάμποβος συνεχίζει να διεξάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα και ο κύριος σκοπός του ήταν τα ζωεμπόριο και η πώληση τροφίμων, προφανώς τοπικής παραγωγής. Τα γραφόμενα του Αραβαντινού έρχεται να επιβεβαιώσει και η Έλλη Παπαδημητρίου με την καταγραφή της μαρτυρίας ενός κυρατζή (αγωγιάτη) μεταξύ των ετών 1885-1890: «… από εκεί φορτώσαμε δαδί και ήλθαμε εις τα Γιάννινα, τώρα το Σεπτέμβριον κινήσαμε διά την Παραμυθιά όπου γίνεται παζάρι το Λάμποβος φορτώσαμε διάφορα εμπορεύματα διότι γίνεται μεγάλο παζάρι όπως εις τα Γιάννινα, την πρώτη βραδιά κοιμηθήκαμε εις ένα χάνι Γιάννης Zήκος ονομαζόμενος, λέγεται και Tζαμαλιάγα, εκεί φάγαμε ψητό κατσίκι, την άλλη ημέρα φθάσαμε εις την Παραμυθιά ήλθαν εμπόροι πολλοί από Κέρκυρα και από διάφορα μέρη αγοράζανε άλογα, βόδια, εκάναμε και ημείς τράμπες από άλογα αγοράσαμε και πωλούσαμε, το παζάρι έκαμε οκτώ ημέρες ευχαριστηθήκαμε πάρα πολύ εφάγαμε ψωμί με μαγιά τυρί τολουμίσιο και σταφύλια πεντάγλυκα, από την Παραμυθιά φορτώσαμε δώδεκα ζώα ταμπάκο και επήγαμε διά τη Σαλονίκη, δεκαπέντε μητζίτια το φόρτωμα, κάναμε δώδεκα ημέρες έως ότου φθάσαμε εις την Θεσσαλονίκη, από εκεί πήραμε φορτώματα διά Σέρρας.». Γίνεται φανερό ότι ο Λάμποβος λίγο πριν το τέλος του 19ου αιώνα είχε διάρκεια οκτώ ημέρες και διατηρούσε τον χαρακτήρα της ζωοπανήγυρης, με εμβέλεια που έφτανε μέχρι και τους Ιόνιους Νήσους. Ο αγωγιάτης συγκρίνει τον Λάμποβο με το παζάρι των Ιωαννίνων, ενός από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα του ελλαδικού χώρου εκείνη την εποχή, και τον βρίσκει ισάξιο. Επίσης μας δίνει και την επιβεβαιωμένη πληροφορία ότι ήταν κυρίως ζωοπανήγυρη, με τους εμπόρους να καταφθάνουν ακόμη και από την Κέρκυρα, αλλά και ότι πωλούνταν και διαφορών ειδών εμπορεύματα.
Στον 20ο αιώνα ο Λάμποβος συνεχίζει να διατηρεί την οκταήμερη διάρκεια του από Σάββατο σε Σάββατο και αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δυναμική. Οι ζωέμποροι και οι πραματευτάδες κατέφθαναν από διάφορες περιοχές για να πουλήσουν τα ζώα και τα εμπορεύματα τους στους πολυάριθμους επισκέπτες του παζαριού. Τις μέρες λειτουργίας του όλη η περιοχή γύρω από την Παραμυθιά γέμιζε με μικρά και μεγάλα ζώα με σκοπό την πώληση τους, ενώ οι δρόμοι και οι πλατείες της πόλης με είδη ρουχισμού, προικιά, κλινοσκεπάσματα και οικιακά είδη. Ακόμη και τα εμπορικά καταστήματα της πόλης τοποθετούσανε τα εμπορεύματά τους έξω από την πρόσοψη των καταστημάτων τους για να δελεάσουν τους υποψήφιους αγοραστές.
Τις μέρες αυτές, στα καφενεία, τις ψησταριές και τα γεμάτα από κόσμο εστιατόρια, οι τραγουδίστριες και οι βιολιτζήδες προσπαθούσαν να κερδίσουν και αυτοί το μέρισμα τους από τα χρήματα που μαζεύονταν όλη τη χρονιά για να «χαλαστούν» στο Λάμποβο. Όμως ο Λάμποβος εκτός από τον εμπορικό του χαρακτήρα είχε και κοινωνικό ρόλο. Ο Μουσελίμης στους Ιστορικούς περιπάτους ανά τη Θεσπρωτία, κλείνοντας το μάτι πονηρά, σχολιάζει: «Στις μεγάλες αγορασυγκεντρώσεις λαβαίνουν μέρος και οι τσούπρες της παντρειάς, επιδείχνοντας τα καλοχτενισμένα τους μαλλιά με τα κατσαρωμένα τσουλούφρια, τα λυγερά τους κορμιά με τους όμορφους κόρφους και το ροδοκόκκινα μάγουλα σειόμενες σα σουσουράδες για να πουλήσουν φακή όπως λέγεται σκωπτικά, δηλαδή να αλληλοϊδωθούν με τα παλικάρια με την υστεροβουλία και τον απώτερο σκοπό της αρραβώνας, της παντρειάς.».
*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).