O Γερμανό – Εβραίος γεωλόγος και γεωγράφος Alfred Philippson (1864-1953) πραγματοποίησε στα τέλη του 19ου αιώνα ερευνητικά ταξίδια στην Ελλάδα. Μέσα σε 104 ημέρες και συγκεκριμένα από τον Απρίλιο μέχρι και τα τέλη Ιουνίου του 1893 επισκέφτηκε την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Σκοπός των εξερευνήσεων του Philippson ήταν η μελέτη της μορφολογίας και της γεωλογικής σύστασης των ορέων της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ο ίδιος χαρακτήριζε την περιοχή, όσον αφορά την γεωλογική της μελέτη, ως terra incognita (ανεξερεύνητη περιοχή, άγνωστος χώρος).
Ο Philippson δεν ήταν ένας ακόμη περιηγητής. Ήταν ένας επιστήμονας με πολύ υψηλού επιπέδου μορφωτικό επίπεδο και επιστημονική κατάρτιση, ενώ έφερε μαζί του κατάλληλο εξοπλισμό και όργανα μετρήσεων. Πέρα όμως από τις σημαντικές γεωλογικές του παρατηρήσεις, διορθώσεις και περιγραφές, η οξυδέρκεια του τον βοήθησε να κάνει παρατηρήσεις για την πολιτική κατάσταση, τους οικισμούς αλλά και την καθημερινή ζωή των κατοίκων των περιοχών που επισκέφτηκε.
Το 1897 ο Philippson δημοσίευσε τα αποτελέσματα και τα πορίσματα της έρευνάς του στο έργο του Thessalien und Epirus. Reisen und Forschungen im Nordlichen Griechenland το οποίο αρχικά εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο W. H. Kuhl στο Βερολίνο. Αν και το σημαντικό αυτό έργο διατέθηκε στο ελληνικό κοινό στην πρωτότυπη έκδοση και υπάρχει σε πολλές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, δεν είχε γίνει καμιά προσπάθεια για μεταφρασμένη έκδοσή του στα ελληνικά μέχρι πρόσφατα. Το 2014 ο Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος (ΦΙ.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων προχώρησε στην ελληνική έκδοση του έργου από τις εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη με τίτλο Θεσσαλία και Ήπειρος, Ταξίδια και εξερευνήσεις στη Βόρεια Ελλάδα σε μετάφραση του Αριστείδη Σφέικου.
Το πρωί της 9 Μαΐου του 1893 ο Philippson αναχωρεί από τους Φιλιάτες όπου διανυκτέρευσε το προηγούμενο βράδυ, ερχόμενος από το Μουρσί της Βόρειας Ηπείρου, για την Παραμυθιά. Μετά από πορεία περίπου έξι ωρών φτάνει στη Παραμυθιά και αφού προηγουμένως είχε καταγράψει τις παρατηρήσεις του για τα όρη Παραμυθιάς και την κοιλάδα που την φιλοξενεί. Η πρώτη παρατήρηση του Philippson στον αστικό ιστό είναι «τα δρομάκια του παζαριού της [που] είναι εξαιρετικά ανισόπεδα, ταυτόχρονα στενά και γωνιώδη» ενώ χαρακτηρίζει το καλντερίμι με το οποίο είναι στρωμένα «απαίσιο». Στην συνέχεια αναφέρεται στα καστρόμορφα σπίτια με τους κήπους που απλώνονται στην πλαγιά του όρους Γκορίλας, στα τζαμιά με τους μιναρέδες και τα ψιλόλιγνα κυπαρίσσια, αλλά και στο κάστρο του Αγίου Δονάτου που δεσπόζει σε λόφο πάνω από την πόλη και το οποίο χαρακτηρίζει μεγαλοπρεπές. Επίσης κάνει μία εκτίμηση του μεγέθους της πόλης υπολογίζοντας τα σπίτια σε περίπου 550 και τους κατοίκους σε περίπου τρεις χιλιάδες. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την τουρκική στατιστική του 1895 σύμφωνα με την οποία η Παραμυθιά είχε 469 σπίτια και 2.009 κατοίκους, η εκτίμηση του Philippson είναι αρκετά εσφαλμένη, τουλάχιστον ως προς τον πληθυσμό.
Ο Philippson αφού κατέλυσε σε ένα από τα χάνια της πόλης έχοντας στα χέρια του μια συστατική επιστολή του Ρώσου προξένου στα Ιωάννινα, επισκέφτηκε τον Επίσκοπο Παραμυθιάς Λεόντιο Ελευθεριάδη τον οποίο χαρακτηρίζει «ένα νέο άντρα εξαιρετικής ομορφιάς» και «με τρόπο εξαιρετικά ευγενικό και συμπεριφορά ενός κοσμογυρισμένου ανθρώπου». Ο Philippson περιγράφει την οικία του Επισκόπου ως ένα ευρύχωρο σπίτι με ευρωπαϊκή επίπλωση το οποίο βρίσκεται στο κέντρο ενός περιποιημένου κήπου περιφραγμένου με ψηλό πέτρινο τοίχο. Αφού αποδέχεται την πρόταση του Επισκόπου να διανυκτερεύσει στη οικία του μεταβαίνει στον Οθωμανό καϊμακάμη της Παραμυθιάς για εθιμοτυπική επίσκεψη. Έξω από το σεράι του βλέπει πολύ κόσμο με ζώα να περιμένει για την απόδοση διαφόρων φόρων της οθωμανικής διοίκησης. Ο καϊμακάμης, ένας νεαρός Οσμάνος που μιλά μόνο τουρκικά, τον υποδέχεται αρκετά φιλικά, αλλά ο Philippson εξαιτίας της δυσκολίας στην επικοινωνία και σκεπτόμενος τον κόσμο που περιμένει απέξω συντομεύει τη επίσκεψη, κάτι που ο καϊμακάμης εκλαμβάνει ως αγένεια εκ μέρους του, όπως παραπονέθηκε αμέσως μετά στον Επίσκοπο.
Στη συνέχεια ο Philippson με τη βοήθεια του Επισκόπου κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις σε ένα βιεννέζικο χάρτη που διαθέτει. Στην συζήτηση που ακολούθησε, ο Λεόντιος του αναφέρει ότι η κοιλάδα της Παραμυθιάς κατοικείται από Χριστιανούς επί το πλείστον, με εξαίρεση την πόλη, και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιλά ελληνικά, κάτι για το οποίο ο ίδιος αμφιβάλλει επικαλούμενος τις αναφορές του Αραβαντινού και του De Cubernatis. Πριν κλείσει την αναφορά του στην Παραμυθιά, με βάση όσα συζήτησε με τον Επίσκοπο, αναφέρει την προσωπική του εκτίμηση για την κατάσταση που επικρατεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες, την χριστιανική και την οθωμανική, χωρίς να πέφτει έξω: «Εδώ στην Παραμυθιά φαίνεται ότι το μίσος μεταξύ των μελών των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων είναι μεγάλο. Όλη η αποτρόπαιη αγριότητα που χαρακτηρίζει την αλβανική φυλή εμφανίζεται σε περιστασιακές εκρήξεις. Πριν από μερικά χρόνια σε δρομάκι έξω από την πόλη μερικοί Μωαμεθανοί επιτέθηκαν σε ένα Έλληνα ιερέα και τον θανάτωσαν ψήνοντας τον μέσα σε έναν φούρνο! Οι δράστες παρέμειναν φυσικά ατιμώρητοι. Ο Επίσκοπος δέχτηκε ήδη δύο φορές πυροβολισμούς με ύπουλο τρόπο. Πιστεύω ότι και η αντίπαλη πλευρά δεν θα υστερεί σε παρόμοιες “ευγενείς” πράξεις».
*Ο Δονάτος Μπόλοσης είναι ιστορικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας της Θεσπρωτίας και συγγραφέας του βιβλίου Ο Μίχο Λίας (1918-2013).