Τον Ιούνιο του 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λάμπρος Βέικος (Ζάρμπας) μαζί με τριακόσιους πενήντα Σουλιώτες πήγαν να εκδιώξουν από τα Δερβίζιανα μια σημαντική δύναμη χιλίων πεντακοσίων Τουρκαλβανών.
Οι Σουλιώτες άρχισαν την πολιορκία, ενώ οι πολιορκημένοι Τουρκαλβανοί, είτε επειδή τους φοβούνταν, είτε επειδή δεν ήξεραν τον ακριβή αριθμό τους, δεν έκαναν καμία κίνηση εναντίον τους.
Ένας Τούρκος σωματάρχης από τη Μακεδονία, ο Καπλάν Μπέης, παρουσιάστηκε στον Χουρσίτ πασά και του υποσχέθηκε ότι θα διέλυε την πολιορκία των Δερβιζανών και θα έδιωχνε από εκεί τους Σουλιώτες, μόνο με τους τετρακόσιους Τουρκομακεδόνες του. Του ζήτησε όμως εκατό χιλιάδες γρόσια για να μοιράσει στους άνδρες του. Ο Χουρσίτ του έδωσε τα γρόσια που ζήτησε, και ο Καπλάν Μπέης ξεκίνησε για τα Δερβιζανά.
Μετά από δύο ημερών πορεία, έφτασε στο αντικρινό βουνό από τα Δερβιζανά, που ονομαζόταν Προφήτης Ηλίας. Εκεί, στάθμευσε για λίγο να ξεκουράσει τους άνδρες του και αμέσως έδωσε εντολή να χτυπήσουν τα τύμπανα, για να τους ακούσουν οι πολιορκούμενοι στα Δερβίζιανα.
Ακούγοντας οι Σουλιώτες τα τύμπανα, κατάλαβαν αμέσως ότι σε λίγο θα βρίσκονταν ανάμεσα σε δυο πυρά και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να συντριβούν. Σύμφωνα με τον Περραιβό, ο Λάμπρος Ζάρμπας πρότεινε στον Μάρκο ένα επικίνδυνο στρατήγημα, το εξής:
Να χωριστούν σε δύο σώματα και να αρχίσουν μία ψευτομάχη. Το ένα από τα δύο σώματα θα έκανε ότι είχε ηττηθεί και θα υποχωρούσε προς το βουνό του προφήτη Ηλία, όπου βρισκόταν το εχθρικό σώμα, και θα υποκρίνονταν ότι ήσαν Τουρκαλβανοί που είχαν έρθει απ’ την Πρέβεζα για να βοηθήσουν τους συγγενείς τους που ήταν κλεισμένοι στα Δερβίζιανα. Θα τους ζητούσαν δε να ενωθούν μαζί τους. Έπειτα, θα διασκορπίζονταν ανάμεσα στο εχθρικό σώμα και θα πρόσεχαν να είχε ο καθένας εμπρός του δύο με τρεις Τούρκους. Όταν θα δινόταν το σύνθημα, που ήταν η λέξη “σπαθί” θα πυροβολούσαν πρώτα με τα κουμπούρια τους εκείνους που θα βρίσκονταν ακριβώς μπροστά τους και μετά θα έσυραν τα γιαταγάνια και θα τους πετσόκοβαν.
Το σχέδιο πέτυχε και αφού ενώθηκε το ένα τμήμα των Σουλιωτών με το σώμα του Καπλάν Μπέη, όταν έφτασαν πολύ κοντά στα Δερβίζιανα, ακούστηκε το σύνθημα: “σπαθί”. Με τις δύο κουμπουριές που έριξε ο κάθε Σουλιώτης στους δύο μπροστινούς του Τούρκους, πάνω από 200 Τούρκοι έπεσαν αμέσως νεκροί. Μετά έβγαλαν τα γιαταγάνια τους και άρχιζαν να τους σφάζουν. Ο Καπλάν μπέης τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με άλλους τριάντα, τους οποίους θα πήγαιναν στο Σούλι για να ζητήσουν λύτρα, ενώ από τους τραυματισμένους ελαχιστοι κατάφεραν και κρύφτηκαν στους παρακείμενους λόγγους.
Όταν οι Τουρκαλβανοί των Δερβιζιανών είδαν μπροστά στα μάτια τους τη φοβερή αυτή σφαγή, πανικοβλήθηκαν τόσο πολύ απ’ την πολεμική ανωτερότητα των Σουλιωτών, ώστε έστειλαν μία αντιπροσωπεία, που τους ανήγγειλε την άνευ όρων παράδοσή τους. Το φέρσιμό τους αυτό χτύπησε στο φιλότιμο τον Μάρκο Μπότσαρη και όλοι μαζί οι Σουλιώτες αποφάσισαν να τους αφήσουν να φύγουν με τα όπλα τους και όλα τα υπάρχοντά τους.
Στη συνέχεια ακολούθησε ένα γεγονός, που μόνο θαυμασμό και υπερηφάνεια θα προξενούσε στις ψυχές των Ελλήνων και θα αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά. Ο Μάρκος τους πρότεινε να φάνε όλοι μαζί στην ύπαιθρο, όπου και θα έψηναν τριακόσια αρνιά. Πράγματι, αφού έφαγαν όλοι μαζί και γλέντησαν με νταούλια και πίπιζες, στο τέλος αποχαιρετίστηκαν σαν φίλοι, υποσχόμενοι στον Μάρκο ότι δεν θα τον ξαναπολεμούσαν.