Με αφορμή την επέτειο της θυσίας του Ζαλόγγου στις 18 Δεκεμβρίου 1803 (με το παλιό ημερολόγιο) το μυαλό μου πέταξε ξανά στα σκληρά εκείνα και ηρωικά χρόνια των αγώνων και της πτώσης στην Οθωμανική αυτοκρατορία του μαρτυρικού Σουλίου.
Όσο κι αν φαντάζουν μακριά μας τα γεγονότα εκείνα, τόσο μοιάζουν με τα σύγχρονα και κοντινά μας: το Μπαχμούτ της Ουκρανίας, τα κιμπούτς του Νότιου Ισραήλ, τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης… Μαρτυρικά κι αυτά όσο το Κούγκι, το Ζάλογγο, η Ρηνιάσα, το Σέλτσο, η Γλαβίτσα (Αυλότοπος)…
Τούτη φορά θέλω να μνημονεύσω και να τιμήσω, με λίγα μόνο λόγια, τις γυναικείες εκείνες φυσιογνωμίες του Σουλίου που έγιναν θρύλος.
Η πρώτη ηρωίδα Σουλιώτισσα, που έδειξε το δρόμο της δόξας και στις άλλες, ήταν η Μόσχω, γυναίκα του πολέμαρχου και ηγέτη της φάρας των Τζαβελαίων Λάμπρου Τζαβέλα και μάνα του Φώτου. Πρόκειται για τη θρυλική Τζαβέλαινα (1760-1803 ή αρχές 1804).
Η γυναίκα αυτή έπαιξε ηγετικό ρόλο στην αποφασιστική για την ελευθερία του Σουλίου, μάχη της Κιάφας στις 20 Ιουλίου του 1792. Τη σημαδιακή και καυτερή εκείνη μέρα τα πολυπληθή στρατεύματα του Αλή (περί τις 10.000 γράφουν οι πηγές) που είχαν μπει ήδη και στρατοπεδεύσει στο Σούλι, πολιορκούσαν το κάστρο της Κιάφας. Εκεί, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης και έπειτα από σχέδιο του αρχικαπετάνιου Γιώργου Μπότσαρη, είχαν συγκεντρωθεί οι άντρες πολεμιστές υπό την ηγεσία και καθοδήγηση του ίδιου και του Λάμπρου Τζαβέλα (οι σχέσεις τότε ήταν αδερφικές).
Τα γυναικόπαιδα και ο άμαχος πληθυσμός, μεταξύ των οποίων η Μόσχω και άλλες 300 περίπου γυναίκες, είχαν καταφύγει για λόγους ασφαλείας, στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου, τη λεγόμενη «ράχη της Αστραπής» (αλβανιστί Μπρέκε Βετετίμε). Κι ενώ η σφοδρή πολιορκία συνεχιζόταν εν μέσω καύσωνα, κάποια στιγμή το ντουφεκίδι έπαψε και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, λόγω τετράωρης συνεχούς χρήσης και υπερθέρμανσης των όπλων. Τότε, καθώς οι Σουλιώτισσες νόμισαν πως οι άντρες τους είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί, η Μόσχω ανέλαβε ηγετική δράση. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή φώναξε στις υπόλοιπες γυναίκες: «Απάνω τους, απάνω τους αδερφές. Τι τα κοιτάτε ακόμα τα σκυλιά;»
Με ντουφέκια, μαχαίρια, πέτρες, ξύλα και αλαλαγμούς, πανικόβαλαν και όρμησαν στα εχθρικά στρατεύματα. Αφού σκότωσαν πολλούς και τραυμάτισαν πολλαπλάσιους, τους απώθησαν ταπεινωμένους στο στρατόπεδό τους μέσα στο Σούλι (ίσως κοντά στα Πηγάδια). Εν τω μεταξύ ο Αλής παρακολουθούσε από ένα ύψωμα απέναντι από το Κάστρο της Κιάφας (πιθανότατα στο βουνό Μούργκα) αναμένοντας με πλήρη βεβαιότητα το χαρμόσυνο άγγελμα της ολοκληρωτικής καταστροφής των Σουλιωτών. Βλέποντας όμως το φρικτό εκείνο θέαμα, το πολυπληθές στράτευμά του να καταδιώκεται από γυναίκες, βυθίστηκε στην απελπισία. «Ριφθείς χαμαί» γράφει γλαφυρά ο Περραιβός, «τίπτει του μηρούς και εκφωνών αλβανιστί μπω μπω μεντέτ Αλλάχ (=έλεος, έλεος Αλλάχ) μαδίζει τα τρίχας της κεφαλής του, κατασύρει τας παριάς (μάγουλα) του και χωρίς να προσμένει το τέλος της μάχης … ιππεύσας απήλθε δρομαίος εις τα Ιωάννινα». Τέτοια ντροπή ένιωσε! Η σωτηρία του Σουλίου τότε αποδόθηκε στην 33χρονη ηρωίδα Μόσχω. Και δικαίως!
Στη μάχη αυτή τραυματίστηκε ο σύντροφός της και καπετάνιος Λάμπρος Τζαβέλας ο οποίος πέθανε τρία χρόνια αργότερα (1795). Η θρυλική Τζαβέλαινα άφησε την τελευταία της πνοή στην Κέρκυρα, μετά την πτώση του Σουλίου και την εξορία της φάρας των Τζαβελαίων στο νησί των Φαιάκων, τις τελευταίες μέρες του 1803. Ήταν σε ηλικία μόλις 42 χρόνων. Η αιτία του θανάτου της παραμένει άγνωστη.
Η δεύτερη ηρωίδα Σουλιώτισσα είναι η Δέσπω Μπότση (όχι Μπότσαρη). Η ηρωική ιστορία της γράφτηκε στο χωριό Ρινιάσα (σήμερα Ριζά Πρέβεζας) στις 25 Δεκεμβρίου του 1803. Η Δέσπω ήταν Σουλιώτισσα από τη φάρα των Σεχαίων, γυναίκα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Γιώργου Μπότση, που μάλλον είχε ήδη σκοτωθεί στους πολέμους εναντίον του Αλή Πασά.
Η πολύτεκνη οικογένεια της Δέσπως, χήρας Γεωργίου Μπότση, μαζί με άλλες 22 οικογένειες γυναικοπαίδων, είχε εγκατασταθεί στο παραθαλάσσιο, πλην ορεινό, αυτό χωριό από την προηγούμενη χρονιά και ύστερα από ειδική άδεια του πολιορκητή του Σουλίου στρατάρχη Βελή Πασά. Θα πέθαιναν από την πείνα και το λιμό που είχε ενσκήψει στους ήδη από το 1800 πολιορκημένους Σουλιώτες. Όμως, μετά την ανατίναξη του Κουγκίου (16 Δεκεμβρίου 1803), μια δύναμη Τούρκων στρατιωτών έφτασε και στη Ρηνιάσα και απαίτησε την αιχμαλωσία τους και την μεταφορά στα Γιάννενα. Κι ενώ οι γιοι της Δέσπως καθώς και οι άντρες του χωριού έλειπαν σε κάποια αποστολή, η ένδοξη Σουλιώτισσα έδωσε την περήφανη απάντηση: «Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψε η Κιάφα, η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει», όπως λέει το γνωστό Δημοτικό Τραγούδι. Κλεισμένη «στου Δημουλά τον πύργο» και πριν πιαστεί αιχμάλωτη μαζί με «τις νύφες και τ’ αγγόνια», «δαυλί στο χέρι άρπαξε -ως άλλος Σαμουήλ!- κι όλοι φωτιά γενήκαν». Έτσι η «Γιώργαινα» Δέσπω Μπότση έγινε θρύλος και πέρασε στην αιωνιότητα. Ήταν Χριστούγεννα του 1803. Δεν είναι γνωστή η ηλικία της.
Η τρίτη διάσημη Σουλιωτοπούλα είναι η Λένω Μπότσαρη (κόρη του Νότη). Γεννήθηκε στο Σούλι το 1785. Η Λένω συνδέεται με τις μάχες και τις θυσίες των Σουλιωτών στην ιερά μονή του Σέλτσου της ορεινής Άρτας. Μετά τα φρικτά γεγονότα της Ρηνιάσας και του Ζαλόγγου, κατέφυγαν εκεί όσοι Μποτσαραίοι κατοικούσαν ήδη στο Βουργαρέλι της Άρτας και όσοι γλύτωσαν από τις μάχες και τις αιχμαλωσίες του Ζαλόγου. Ήταν περί τα 1.140 άτομα. Ανάμεσά τους οι οπλαρχηγοί Γερο-Κουτσονίκας και τα αδέρφια Κίτσος και Νότης Μπότσαρης. Μαζί τους ο γιος του Κίτσου δεκατριάχρονος τότε Μάρκος και η κρουσταλλένια Λένω.
Μετά την άρνηση των Σουλιωτών να παραδοθούν και την απόφασή τους να αντισταθούν, ο Αλής έστειλε εναντίον τους ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Έδωσε μάλιστα εντολή να του φέρουν τη Λένω, πάση θυσία, στο σαράι του. Η κόρη του Νότη Μπότσαρη ήταν ξακουστή σε όλη την Ήπειρο για την εξυπνάδα και η όμορφιά της. Φαίνεται πως ο Βεζίρης τη λιμπιζόταν και την προόριζε για τη θέση της κυρά Φροσύνης, που την είχε πνίξει στη λίμνη πριν τρία χρόνια. Και βέβαια η πανάξια σουλιωτοπούλα δε θα υπέκυπτε ποτέ στις άνομες και ανήθικες ορέξεις κανενός Τουρκαλβανού και μάλιστα του 63άχρονου τότε γερο – ξεκούτη Τύραννου.
Η Δημοτική μας Μούσα την τραγούδησε κι αυτή όπως της ταίριαζε. Καθώς την απομόνωσαν και την κυνηγούσαν «πέντε τζοχανταραίοι» (επίλεκτοι σωματοφύλακες) η «Λένω πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια, σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια, έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο». Κι ενώ στέρεψαν τα βόλια και τα «ζαγάρια οι παλιότουρκοι» σίμωσαν, έτοιμοι να τη συλλάβουν ζωντανή, έπεσε πρώτη στον φουσκωμένο Αχελώο και την ακολούθησαν πολλές άλλες. Βρισκόμαστε στις 21 Απρίλη του 1804. Η Λένω του Μπότσαρη περνάει στο πάνθεο της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Ήταν μόλις 20 χρόνων, πανέμορφη και δροσερή. Σαν παπαρούνα του Απρίλη!