“Είστε οι άμεσοι συνεργάτες μου και σας αγαπώ και προσβλέπω στη στήριξή σας”, τόνισε χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Παραμυθίας, Φιλιατών, Γηρομερίου και Πάργας Σεραπίων, μιλώντας στο Ιερατικό Συνέδριο, το πρώτο από την ανάληψη των καθηκόντων του, που πραγματοποιηθηκε στην Παραμυθιά.
Αφού αναφέρθηκε σε ζητήματα πρακτικής λειτουργίας των ενοριών, συμπεριφοράς των ιερέων και έκανε διάλογο μαζί τους, τόνισε ότι θα αναπτυχθούν σταδιακά μια σειρά από δράσεις με εισηγήσεις, σεμινάρια, ομιλίες κ.λπ., με σκοπό την όσο το δυνατόν καλύτερη κατάρτιση των κληρικών, αλλά και την προαγωγή του ποιμαντικού έργου.
Είναι αλήθεια πως στη δαιδαλώδη εποχή μας, η ποιμαντική μέριμνα καλείται να καλύπτει τις ψυχοσωματικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά και να απεγκλωβίζει τη συνείδηση, την καρδιά και το μυαλό τους από κοσμικούς τάφους και μνήματα, οδηγώντας τους σε αναστάσιμη διαδρομή και ανάβαση.
Η συγκρότηση σύνολης της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και της κάθε ενορίας ειδικότερα γίνεται μ’ ένα και μοναδικό στόχο: Την εξύψωση των ανθρώπων. Αυτός ο στόχος πρέπει να μένει αμετάβλητος. Από αυτή τη στοχοθεσία καθορίζεται η διαμόρφωση κάθε μορφής δράσης της Εκκλησίας, αλλά και κάθε μορφής ενοριακής μέριμνας του ιερέα, προδιαγράφοντας τις διαστάσεις της ποιμαντικής κινητοποίησης.
Ο προσωπικός ζήλος και η προσευχή είναι απαραίτητα στοιχεία της ταυτότητας του κλήρου, γιατί ως πυρηνικά και θεμελιώδη συστατικά της πνευματικής πορείας, δεν μπορεί να απουσιάζουν από εκείνους, που έχουν πρωταρχικό χρέος να τα μεταδώσουν.
Οι βαθύτερες προσδοκίες, οι υπαρξιακές αγωνίες και η αναζήτηση της ελπίδας ως αντίδοτου στα δεινά της βιοτής είναι παρούσες και αναγνωρίσιμες. Έτσι η κάθε τοπική Εκκλησία αγωνίζεται, μέσα σ’ έναν περιβάλλον βαθιά επηρεασμένο από τον ανθρωποκεντρισμό, ακόμη κι αν αυτό δεν δηλώνεται ή δεν είναι συνειδητοποιημένο, και από την ποικιλομορφία των συνθηκών, να διακονήσει το λαό του Θεού. Και οι ποιμένες χρεώνονται με την ευθύνη να είναι εκφραστές και αγγελιοφόροι της αληθινής ζωής, όπως αυτή προσδιορίζεται στο Ευαγγέλιο, ώστε οι ναοί να αποτελούν ζωντανούς οργανισμούς και όχι νεκρωμένους χώρους, απ’ όπου να διακηρύττεται με κάθε λόγο και με κάθε πράξη, πως ο Θεός είναι παρών.