Σε κάποια πολύβουη καφετέρια των Ιωαννίνων είχα πρόσφατα ένα σύντομο διάλογο με την υπέροχη 17χρονη κόρη ενός φίλου μου, και άριστη μαθήτρια της Β τάξης Λυκείου. Πέρασε για λίγο από εκεί κουβαλώντας τη βαριά τσάντα της, καθώς τέλειωσε τα μαθήματα από το διπλανό σχολείο.
– Τι διδάσκεστε στα Αρχαία Ελληνικά, Χρυσαυγή, τη ρώτησα.
– Κάνουμε Αντιγόνη, κύριε Βαγγέλη, μου απάντησε.
– Η πιο ωραία τραγωδία του αρχαίου κόσμου. Μου δείχνεις να δω το βιβλίο;
Ανοίγει πρόθυμα την τσάντα και μου το δίνει. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο καθαρό και ατσαλάκωτο σχολικό βιβλίο που χρησιμοποιείται από μαθητή. Σαν σε βιτρίνα βιβλιοπωλείου ήταν!
– Κατακαίνουριο είναι το βιβλίο σου. Μπράβο σου Χρυσαυγή! Πώς καταφέρνεις και το κρατάς τόσο καθαρό;
– Συγγνώμη, κύριε Βαγγέλη, αλλά δεν το έχω ανοίξει καθόλου από το Σεπτέμβρη που μας το μοίρασαν. Δεν χρειάστηκε. Πρώτη φορά το παίρνω στο σχολείο, να μας δείξει η Φιλόλογος το κείμενο που θα μας βάλει αύριο στο διαγώνισμα του τετραμήνου.
– Και ποιο κομμάτι θα σας βάλει; την ξαναρώτησα
– Να αυτό εδώ στο τέλος, μου έδειξε. Μας έδωσε και τις ερωτήσεις. Εύκολα, μου είπε όλο χαμόγελο.
Διαβάζω την πρώτη σειρά του κειμένου: «Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελίας και φιλοσοφούμεν άνευ…) Έμεινα κόκαλο! Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου συμπεριλαμβανόταν ο «Επιτάφιος του Περικλέους» του Θουκυδίδη!
– Καλά βρε κορίτσι μου, της μίλησα ξυνισμένος χωρίς να της το φανερώσω. Αυτό, παιδί μου, είναι κομμάτι από τον Επιτάφιο και όχι από την Αντιγόνη! Δεν το ξέρεις; Δηλαδή τόσους μήνες κάνεις Θουκυδίδη και νομίζεις πως κάνεις Αντιγόνη;
– Ε, πού να ξέρω κύριε φιλόλογε, μου απάντησε με σεμνότητα. Εγώ δεν πάω θεωρητική κατεύθυνση, πάω θετική. Διαβάζω και κάνω φροντιστήρια μόνο στα τέσσερα μαθήματα που θα δώσω Πανελλήνιες της Γ΄ Λυκείου. Έτσι κάνουν όλα τα παιδιά από την πρώτη Λυκείου ακόμη. Είναι τόσο εντατικά που για τρία ολόκληρα χρόνια θα ξεχάσουμε και τον ύπνο. Τόσο διάβασμα και τόσο άγχος!
Αυτός ήταν ο σύντομος αλλά πραγματικός και πρωτοφανής, ομολογώ, διάλογος. Κι αλήθεια τα είπε όλα η ευγενική μαθήτρια. Είναι βέβαιο πως χιλιάδες ανάλογα θλιβερά περιστατικά διαδραματίζονται καθημερινά στα Λύκεια όλης της χώρας.
Το Λύκειο, που με την αρχαιοελληνική λέξη (Λύκειος Απόλλων = ο Θεός του φωτός, «Λύκειο» της περίφημης «Περιπατητικής Σχολής» του Αριστοτέλη) δηλώνεται ο εκπαιδευτικός εκείνος χώρος, όπου λάμπει το φως της γνώσης και του πολιτισμού, δυστυχώς στον καιρό μας βουλιάζει στα βαθιά σκοτάδια της αμάθειας. Όσες προσπάθειες και αν έγιναν για την περίφημη «αναβάθμιση», «αυτοτέλειά» και άλλες βαρύγδουπες λέξεις απέτυχαν οικτρά. Και, όσα μεγάλα λόγια ακούστηκαν από την επίσημη πολιτεία, όλα αποδείχτηκαν παντελώς κούφια.
Μη μας παραξενεύει όμως. Αφού από τα τέσσερα και μόνο μαθήματα που εξετάζονται στις Πανελλήνιες εξετάσεις εξαρτάται το επαγγελματικό μέλλον της μεγάλης πλειοψηφίας των νέων μας, είναι, αναμενόμενο. Έτσι ο μαθητής «αναγκάζεται» να επιλέγει «κατεύθυνση» από την Πρώτη τάξη του Λυκείου. Τουλάχιστον! Πρακτικά αυτό σημαίνει πως το παιδί …αποφασίζει για το μέλλον του τόσο πρόωρα και συνήθως σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονέων του. Όχι με τη δική του θέληση, τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα. Και βέβαια όχι σύμφωνα με τον «επαγγελματικό προσανατολισμό» που (υποτίθεται πως) διδάσκεται στο σχολείο του.
Γι’ αυτό και ασχολείται μόνο και μόνο με τα τέσσερα κατά περίπτωση μαθήματα που θα εξεταστεί στις πανελλαδικές εξετάσεις, όταν φτάσει με το καλό στην Τρίτη Λυκείου. Έτσι, για τη συντριπτική πλειονότητα των μαθητών, αρχίζει ένας αλλόκοτος μαραθώνιος με ανεξάντλητα τρεξίματα στα φροντιστήρια, με ξενύχτια και συχνά επώδυνες ψυχοσωματικές επιπτώσεις. Ύστερα από αυτά, πού να βρει το παιδί τη διάθεση και το χρόνο και τη δύναμη να παρακολουθήσει τα μαθήματα των τριών λυκειακών τάξεων που θα του προσέφεραν γενική μόρφωση και πραγματική Παιδεία;
Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Είναι νομοτελειακό για τα νεοελληνικά δεδομένα πως αυτή η διαστροφή θα συνεχίζεται όσο το Λύκειο θα συνδέεται με τις Γενικές Εξετάσεις. Νομοτελειακό και παράλογο μαζί. Όσο μια «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και ένας «Επιτάφιος» του Περικλή και του Θουκυδίδη, δύο από τα μεγαλύτερα έργα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας είναι νεκρά, είναι και το σχολείο, όπου (πρέπει να) τα διδάσκονται οι μαθητές, νεκρό.
Οι θλιβερές καμπάνες για τον θάνατο του Λυκείου έχουν ηχήσει προ πολλού και κάθε μέρα μας το υπενθυμίζουν. Όμως εμείς, ως γονείς, ως περισπούδαστα άτομα, ως πνευματικοί άνθρωποι, ως κοινωνικοί φορείς (συνδικαλιστικοί και άλλοι), ως πολιτικά κόμματα όλου του λεγόμενου «δημοκρατικού και προοδευτικού φάσματος», ως κοινωνία γενικά, κάνουμε πως δεν τις ακούμε. Και γιατί να τις ακούσουμε; Ούτε θέλουμε, ούτε μας συμφέρει (με τη διεστραμμένη και ατομική έννοια του όρου.)
Έτσι, είναι πολλοί, πάρα πολλοί οι νέοι μας που οδηγούνται στην ξενιτιά, τη δυστυχία, τη μιζέρια και τη βία. Την τυφλή και θανάσιμη βία! Και η κοινωνική αυτή πληγή μένει αθεράπευτη και όλο κακοφορμίζει.
Μα τι δεν καταλαβαίνεις καλή μου φίλη αναγνώστρια και καλέ μου φίλε αναγνώστη; Είναι πολλά και ποικίλα τα συμφέροντα που παίζονται πάνω στο πτώμα του Λυκείου. Κι ακόμη πιο πολλά τα «λεφτά»…!