Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790, πατέρας του ο Κίτσος Μπότσαρης και μητέρα του η Χρυσούλα Παπαζώτου Γιώτη, κόρη του παπά από τους Βαριάδες της Τσαρκοβίστας ( Δωδώνη ).
Παππούς του ο Γιώργος Μπότσαρης, ο Έλληνας προεστός , που ξεσήκωνε τους Σουλιώτες το 1772, όπως έγραφε στην επιστολή του, ο διοικητής της Πάργας Ροδόσταμος, προς τον Βενετό Γενικό προβλεφτή της Κέρκυρας. Ήταν η εποχή του ξεσηκωμού των Ελλήνων, που είναι γνωστός στην ιστορία ως Ορλωφικά.
Ο Μάρκος έφυγε από το Σούλι , μαζί με όλη την φάρα των Μποτσαραίων, μετά την μοιραία για το Σούλι, απόφαση του παππού του να δεχτεί το αρματωλίκι των Τζουμέρκων που του πρόσφερε ο Αλή πασάς, σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσει το Σούλι. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Βουλγαρέλι το 1800.
Κατά την πολιορκία του Σουλίου 1800 – 1803 ο Μάρκος μακριά από το Σούλι και σε ηλικία 13 χρονών, σε γραπτή μαρτυρία και γεμάτος ανησυχία για τους πολιορκημένους έγραφε στο περιθώριο εκκλησιαστικού βιβλίου στο Βουλγαρέλι ‘’ 1803 νοεμβρίου κάνο θήμησι το καιρό οπου μπικε το ασκερι μεσα στο σουλι και καμαν απο το ευγα του σεμτεβρίου …και ο θεος να κάμη τα δηκα του δυατη εσταβροθικαν οι χριστιανοί από τη μπινα και ο θεος να τους βγαλι σε σελυαμετι του χριστουγενου εξ αποφασεος μαρκο μποτζιαρις’’.
Λίγους μήνες μετά τον Απρίλη του 1804 έζησε την καταστροφή της οικογένειάς του στο μοναστήρι του Σέλτσου, όπου κατέφυγαν με την φάρα του, μετά την συνθηκολόγηση των Σουλιωτών και τα αιματηρά γεγονότα στο Κούγκι, στο Ζάλογγο και στη Ρηνιάσα. Ο Μάρκος με τον πατέρα του και 50 Σουλιώτες κατάφεραν να γλυτώσουν και να φτάσουν στην Πάργα και από εκεί στην Κέρκυρα. Εκεί από 16 χρονών υπηρέτησε στα σώματα που συγκρότησαν αρχικά οι Ρώσοι και μετά οι Γάλλοι. Έφτασε μάλιστα στο βαθμό του ταγματάρχη.
Το 1809 στην Κέρκυρα, με προτροπή του Γάλλου πρόξενου Πουκεβίλ, έγραψε το δίγλωσσο λεξικό της Ρωμαίικης και Αρβανίτικης απλής.Το λεξικό το ήθελε ο Πουκεβίλ για να εκπονήσει ένα Γαλλοαλβανικό λεξικό. Τα χειρόγραφα του λεξικού βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Ο συγγραφέας και καθηγητής Τίτος Γιοχάλας εκπόνησε φιλολογική μελέτη πάνω στο λεξικό του Μάρκου, η οποία εκδόθηκε το 1980 από την Ακαδημία Αθηνών. Στο λεξικό είναι γραμμένες 1701 ελληνικές λέξεις και 1494 αλβανικές από τις οποίες οι 361 προέρχονται από την ελληνική γλώσσα. Από την μελέτη συμπεραίνει ότι η μητρική γλώσσα των Σουλιωτών είναι η ελληνική.
Στην Κέρκυρα το 1810 παντρεύεται την Χρυσούλα, κόρη του Χρηστάκη Καλόγερου, διοικητή του Γαλλικού τάγματος που υπηρετούσε και απέκτησαν τρία παιδιά. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Άγγλους, ο Μάρκος έφυγε από την Κέρκυρα και εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο, στον Κακόλακκο Πωγωνίου με την οικογένειά του.
Όταν ο Σουλτάνος το 1820 κήρυξε τον Αλή πασά αποστάτη, κινήθηκε εναντίον του με πολλά στρατεύματα και κάλεσε όσους εκδιώχθηκαν να πολεμήσουν μαζί του. Έτσι έφτασαν στα Γιάννενα και οι Σουλιώτες από την Κέρκυρα για να ξαναπάρουν τα χωριά τους.Ο Ισμαήλ πασάς Πασιόμπεης καθυστερούσε να τους επιτρέψει να πάνε στο Σούλι και οι Σουλιώτες αποφάσισαν να συμμαχήσουν με τον Αλή πασά. Την συμφωνία υπέγραψε και ο Μάρκος στις 6 Δεκεμβρίου το 1820, αφήνοντας την οικογένειά του όμηρο στα Γιάννενα. Ήταν λίγο πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Για 2 χρόνια στην Ήπειρο ο Μάρκος και οι Σουλιώτες έδωσαν αμέτρητες μάχες, ξαναπήραν τα χωριά τους, συμμάχησαν με τους Λακιώτες, στα Πέντε Πηγάδια έκοψαν τον ανεφοδιασμό των Σουλτανικών στρατευμάτων και συγκράτησαν 60.000 στρατιώτες του Χουρσίτ πασά στα Γιάννενα. Έδωσαν έτσι τη δυνατότητα στους επαναστατημένους Έλληνες στο Μοριά και τη Ρούμελη να εδραιώσουν την επανάσταση. Η συμβολή των Σουλιωτών στον αγώνα ήταν τεράστια, όταν μόλις 2.000 αγωνιστές πολεμούσαν με 60.000 και τους νικούσαν στις μάχες. Ο Μάρκος ξεδίπλωσε την στρατηγική και πολεμική του ικανότητα σε τέτοιο βαθμό που με το άκουσμα και μόνο του ονόματός του σκορπούσε τον τρόμο στους εχθρούς.
Μετά τον θάνατο του Αλή πασά οι Σουλιώτες ανοιχτά πλέον, πολεμούσαν για την απελευθέρωση της κοινής πατρίδας, της Ελλάδας και αρνήθηκαν τις προτάσεις του Χουρσίτ πασά να μείνουν ειρηνικά στα χωριά τους. Πολέμησαν μέχρι το Σεπτέμβρη του 1822 και μετά τη σκληρή πολιορκία αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν και για δεύτερη φορά να εγκαταλείψουν το Σούλι.
Ο Μάρκος βρίσκεται στο Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία του και για να κερδίσει χρόνο περιμένοντας τις ενισχύσεις, συζητούσε με τους Τουρκαλβανούς την παράδοση, δήθεν, της πόλης και όταν έφτασε η βοήθεια τους λέει ότι όσο ζει ο Μάρκος χωρίς σπαθί δεν παίρνετε την πόλη. Επέπληξε μάλιστα τον Άγο Βασιάρη για τη στάση τους σε αυτόν τον πόλεμο λέγοντάς του ‘’Εσείς οι Αρβανίτες, οι οποίοι είστε μια φυλή με τους Έλληνες, έπρεπε ν’ αγκαλιάσετε την απόφαση των Ελλήνων και όλοι μαζί να πασχίσουμε να διώξουμε τους Χαλτούμπηδες, που ήλθαν και κατέκτησαν τον τόπο μας και θεωρούν εμάς σκλάβους κι εσάς ως ντουνμέδες ( αρνησίθρησκους ). Εσείς με περισσότερο ζήλο από αυτούς τρέχετε να καταστρέψετε τους Έλληνες. ‘’
Ο Μάρκος σήμερα επιβεβαιώνεται από την επιστήμη της Γενετικής, αφού οι μελέτες Ιταλών επιστημόνων στο λαό της Αλβανίας έδειξαν ότι όσοι κατοικούν κάτω από τον Γενούσο ποταμό έχουν ίδια γενετική σύσταση με τους Έλληνες και διαφορετική όσοι κατοικούν στη Βόρεια Αλβανία.
Οι χριστιανοί Αρβανίτες που πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες για την απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό είχαν όχι μόνο ελληνική συνείδηση αλλά και καταγωγή ελληνική.
Ρώτησαν κάποτε τον Μάρκο γιατί οι πολεμιστές περιφρονούν τους πολιτικούς και απάντησε’’ Γιατί το αίμα δεν έχει την ίδια αξία με το μελάνι. ‘’
Λίγους μήνες μετά το απέδειξε με τις πράξεις του. Στις 9 Αυγούστου του 1823 ο Μάρκος έπεσε πολεμώντας στη μάχη του Κεφαλόβρυσου. Την ώρα που οι πολιτικοί μοίραζαν στους οπλαρχηγούς χαρτιά στρατηγείας, αντί να οργανώσουν την άμυνα στο νέο κίνδυνο που έφτανε στο Καρπενήσι, ο Μάρκος σκίζει το χαρτί της στρατηγείας μπροστά σε όλους λέγοντας ‘’Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον εχθρό ‘’. Ξεκίνησε για το Καρπενήσι και ο μόνος οπλαρχηγός που τον ακολούθησε ήταν ο Ζυγούρης Τζαβέλλας. Οι Σουλιώτες μόνοι τους. Γιατί έτσι τόχαν οι Σουλιώτες, να πολεμούν μόνοι τους και να τρέπουν σε φυγή δεκαπλάσιες δυνάμεις.
Ο θάνατος και η κηδεία του στο Μεσολόγγι σε ηλικία μόλις 33 ετών, συγκλόνισε όλους τους Έλληνες και την Ευρώπη. Κανένας άλλος ήρωας δεν υμνήθηκε και δεν τιμήθηκε όσο ο Μάρκος Μπότσαρης.Ο Αθανάσιος Ψαλίδας σε επιστολή του το 1824 προς τον Μαυροκορδάτο έγραφε ‘’ όλες οι αρχόντισσες της Αγγλίας και Φράνσας τον φορούν κρεμασμένον με χρυσήν άλυσσον στα στήθη τους ως εγκόλπιον, πράγμα οπού κανένας στρατηγός ακόμη δεν το αξιώθηκε και οι σοφοί Γάλλοι και Άγγλοι ραψωδούν.’’
Εκατοντάδες έργα τέχνης, πίνακες ζωγραφικής, ποιήματα,τραγούδια, όπερες,θεατρικά έργα, κεντήματα, αγάλματα, δρόμοι, πλατείες, ένας σταθμός μετρό στο Παρίσι και πλατεία στο Στραβούργο. Γιατί ‘’Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος, είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκια σαν του Χριστού. Ούτε το δάκτυλό του δεν του φτάνουμε. ‘’ Αυτά έλεγε ο Γεώργιος Καραισκάκης στο φίλο του Βαγγέλη Κοντογιάννη.
Ο Σουλιώτης συμπολεμιστής του στην Ήπειρο, Σπύρος Τζίπης, γράφει στα Απομνημονεύματά του ‘’ Ο Μάρκος ήταν τόσο γλυκύς στα λόγια, όσο τρομερός στον πόλεμο. Ήξευρε ο Μάρκος να ομιλεί με ένα τρόπο, το πρόσωπό του είχε τόση ζωή, η φωνή του ήταν τόσο γλυκειά, τη γενναιότητα της καρδιάς του ήξερε να την ρίχνει μέσα στην καρδιά των συντρόφων του, ώστε μαζί με αυτόν καπετάνιο, όλοι εγίνονταν αντρείοι, παλληκάρια σαν και αυτόν. Τί άνθρωπος ήταν ο Μάρκος! ‘’
Πέρασαν 200 χρόνια από τον ηρωικό του θάνατο και ο Μάρκος έμεινε στην ιστορία ως ο Αετός του Σουλίου. Ήταν η πιο σεμνή και ευγενική φυσιογνωμία της Ελληνικής Επανάστασης
Join the Conversation