Αν θέλουμε να βιώσουμε την Ανάσταση, ώστε το “Χριστός Ανέστη” να μην είναι μια τυπική ευχή, αν θέλουμε να γίνουμε αναστημένοι ως χαρακτήρες, ως καρδιές, ως πρόσωπα, ως άτομα, ως κοινωνία αξίζει να σταυρώσουμε, να νεκρώσουμε τα πάθη μας. Για να αναστηθεί το μέσα μας, πρέπει να θανατωθεί ό,τι εμποδίζει την προσωπική ανάστασή μας. Πόσο παραστατικά είναι τα λόγια: “Αν πεθάνεις, πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις”.
Ίσως, όμως, να αναρωτιόμαστε πώς άραγε μπορούμε εμείς να βεβαιώσουμε και να διακηρύξουμε τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού, τη στιγμή, που δεν τα είδαμε με τα μάτια μας.
Η απορία φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογική. Δεν είναι όμως. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο τρόπος με τον οποίο αποκτάμε γνώση για κάτι, δεν επηρεάζει καθολου την ποιότητα αυτής της γνώσης.
Η Σταύρωση του Χριστού και η Ανάστασή του, δεν είναι παραμύθι, όπως υποστηρίζουν κάποιοι ορθολογιστές, που τα θεωρούν κατασκευάσματα ανθρώπινα, αλλά είναι αληθινά γεγονότα, επιβεβαιωμένα ιστορικά.
Δικάστηκε από την άδικη και διεφθαρμένη και καταχρηστική θρησκευτική και πολιτική εξουσία της εποχής εκείνης, η οποία στο πρόσωπο και στο κήρυγμά του του είδε ότι απειλούνται τα συμφέροντά της.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα, που όλοι εμείς οι δήθεν πιστοί του, είμαστε στην ουσία, οι σταυρωτές του, αφού καταπατάμε βάναυσα τις αξίες, που μας παρέδωσε.
Δεν προσπάθησε, βεβαιώνουν αυτόπτες μάρτυρες, ούτε να κρυφτεί, ούτε να διαφύγει τη σύλληψή του και δέχτηκε ήρεμα και γαλήνια το γεγονός της προδοσίας του από τον μαθητή Του, τον Ιούδα, αισθανόμενος, ίσως, μια εσωτερική πικρία.
Η παρουσία του όχλου εναντίον Του ήταν υπαρκτή και τον αποτελούσαν εκπρόσωποι της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, πληρωμένοι μπράβοι και φανατισμένα άτομα.
Μαστιγώθηκε, καθώς η μαστίγωση ήταν σε κοινή χρήση κατά τη ρωμαϊκή εποχή κι ένα είδος βαριάς τιμωρίας για τους ενόχους.
Σταυρώθηκε και δεν υπήρξε ουδέποτε από πλευράς ιστορικής καμία ουσιαστική αμφισβήτηση σχετικά με τα γεγονότα της θανατικής καταδίκης και της σταύρωσης.
Αναστήθηκε, δεν ξέρουμε τον τρόπο, γνωρίζουμε, όμως, ότι κανένας δεν παρουσιάστηκε να αρνηθεί την ύπαρξη του κενού τάφου, αλλά κάποιοι επιχειρώντας μια “λογική” αιτιολόγηση του γεγονότος αυτού, επέλεξαν να κάνουν φθηνή κριτική και να μιλήσουν για την ύπαρξη “απάτης”, την οποία δεν μπόρεσαν να αποδείξουν.
Άλλωστε μαρτυρία ατράνταχτη της Ανάστασης του Χριστού είναι οι διηγήσεις των εμφανίσεών Του μετά την ταφή του, που δεν εκφράζουν απλά κάποια πνευματική εμπειρία των μαθητών Του, αλλά είναι εκθέσεις γεγονότων, τα οποία πραγματοποιήθηκαν και βεβαιώθηκαν μπροστά σε ανθρώπους.
Επιπλέον οι αφηγήσεις περί Σταύρωσης και Ανάστασης δεν είναι μόνο χριστιανικές καταγραφές, αλλά πλέον, με την πρόοδο της τεχνολογίας, κάποιες από αυτές έχουν επιβεβαιωθεί και αρχαιολογικά. Για παράδειγμα αρχαιολόγοι βρήκαν τα απομεινάρια ενός Εβραίου, που είχε, με τον ίδιο τρόπο, όπως ο Χριστός, μαρτυρικό θάνατο. Βρέθηκε, ένα από τα ελάχιστα απομεινάρια σταυρωμένων, οστό φτέρνας με το σιδερένιο καρφί περασμένο ακόμα μέσα του.
Ωστόσο παρά την έλλειψη πολλών λεπτομερειών και συγκεκριμένων αναφορών στις ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης, πράγμα που θα μας ενδιέφερε ιδιαίτερα, η ιστορική αξιοπιστία των πηγών και η ιστορικότητα των ιερών προσώπων και των γεγονότων της Καινής Διαθήκης και του ίδιοι του Ιησού Χριστού, δεν μπορεί να μην αξιολογείται από την αντικειμενική μελέτη.
Από κει και πέρα, όμως, η ενασχόληση με αυτά τα θέματα, δεν είναι μια εύκολη και ανώδυνη υπόθεση. Ιδιαίτερα, μάλιστα, σ’ έναν κόσμο σαν το δικό μας, που η επιστημονική σκέψη και η τεχνοκρατική νοοτροπία αναζητεί απαντήσεις κυρίως μέσω της έρευνας και της λεπτολόγου αναδίφησης και εξειδίκευσης.
Ό,τι υπερβαίνει τη δυναμική της λογικής μας, τείνουμε να μην το αποδεχτούμε ως φυσική και ιστορική κατάσταση, γιατί μας φαίνεται ακατάληπτο. Η χριστιανική πίστη στηρίζει τη βεβαιότητά της και τη βιωματική εμπειρία στη Σταύρωση και στην Ανάσταση του Χριστού ως πραγματικών ιστορικών γεγονότων, που έτσι αποκτούν “λειτουργία ζωής”.
Επιπλέον χρειάζεται μια καθολικότερη αντιμετώπιση των γεγονότων αυτών υπό το πρίσμα όχι μόνο των αποδείξεων. Η ορθή ερμηνεία τους προϋποθέτει την κατανόησή τους ως ψυχικών καταστάσεων, που διενεργήθηκαν, όμως, μέσα στην ιστορία.
Τα βιώματα, που συντελούνται στο χρόνο, έχουν χαρακτήρα ιστορικό, έστω και αν ξεπερνούν τις αντιλήψεις και τις εκφραστικές δυνατότητες του παρόντος.
Οι βιβλικές μαρτυρίες και στην περίπτωση της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού δεν επιδέχονται “απομύθευση”, γιατί ακριβώς δεν είναι ούτε μύθος, ούτε φιλολογικές διηγήσεις.
Είναι εμπειρίες, που κοινοποιήθηκαν, επιβεβαιώθηκαν και διασώθηκαν, χωρίς να είναι αποτέλεσμα κάποιας παροξυμένης πίστης ή αχαλίνωτης θρησκευτικής και παθολογικής φαντασίας.
Αυτό, που αξίζει να δούμε καθαρά είναι ότι η Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού, όταν ριζώσουν στην ψυχή μας, γκρεμίζουν το κενό μέσα μας, κάνουν κομμάτια την ψεύτικη προσωπίδα μας και διώχνουν τη γύμνια της συνείδησης και το ξεθώριασμα ζωής.
Σε μια εποχή, που τα όνειρα για το μέλλον λείπουν και ειναι ματωμένα, που τα ιδανικά σιγοπεθαίνουν, που πλημμυρίζει η καρδιά από κρύο αγέρα και δυσοσμίες, ακούγονται βήματα και ζυγώνει ένα φως. Είναι τα βήματα και το φως του Σταυρωμένου και Αναστημένου Χριστού. Αυτού, που χάσαμε. Αυτού, που ψάχνουμε να βρούμε.
Join the Conversation