Η τραγωδία των Τεμπών, που συγκλόνισε το Πανελλήνιο, είναι μια ολοκληρωτική εθνική τραγωδία.
Τραγωδία πρώτα για τα άγνωστα ακόμη αθώα θύματαν -ανάμεσα στα οποία πολλοί νέοι- τραγωδία για τις οικογένειές τους που θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους -θύματα της κρατικής αβελτηρίας- τραγωδία, τέλος, για όλους εμάς που συμμεριζόμαστε, με άφατη θλίψη, τον πόνο τους και τον κάνουμε δικό μας πόνο, καθώς νιώθουμε, κατά το Σεφέρη, πως «η φρίκη αυτή δεν κουβεντιάζεται, γιατί είναι ζωντανή, είναι αμίλητη και προχωράει».
Είναι, τέλος, τραγωδία εθνική. Και όπως κάθε τραγωδία, ως μορφή πράξης, «μέγεθος εχούσης», σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Αριστοτέλης, θα πρέπει να επιφέρει «πέραίνουσα, δι’ ελέου και φόβου, την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Η κάθαρση αυτή, αν προέλθει, θα προέλθει από μια συλλογική εθνική αφύπνιση. Αφύπνιση, παρόμοια με εκείνη που εξέφρασε τη σοφία του λαού και εκδηλώθηκε στις μέρες του ’21 -μιας και πριν δυο χρόνια γιορτάσαμε, όπως τα γιορτάσαμε!!!, τα 200 χρόνια του.
Τότε που οι Έλληνες αποφάσισαν να καταθέσουν τη ζωή τους ως ενέχυρο της ελευθερίας, κινούμενοι από ένα πνεύμα βαθύτατα ανθρωπιστικό. Αυτό το πνεύμα ήταν η ζωντανή παρουσία του Γένους, μοναδική και ανεπανάληπτη σύνθεση όλων των στοιχείων της εθνικής μας παράδοσης. Αυτό ακριβώς το πνεύμα μας άφησαν ως παρακαταθήκη, με τα λόγια τους, οι αγράμματοι, αλλά μορφωμένοι στην ψυχή, αγωνιστές του 21:
“Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την Επανάσταση -είπε προς τους νέους στην Πνύκα ο Κολοκοτρώνης- ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας, και όλοι, μικροί και μεγάλοι, συμφωνήσαμεν εις αυτόν τον σκοπό. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο όπου εμείς ελευθερώσαμε».
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα ο Μακρυγιάννης θα προσθέσει: «Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμε και όλοι μαζί, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, και να μην λέγει ούτε ο δυνατός εγώ, ούτε ο αδύνατος. Όταν αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν τότε να λέμε εμείς. Είμαστε στο εμείς και όχι εις το εγώ».
Δεν πέρασαν όμως πολλές δεκαετίες και αυτό το ομαδικό πνεύμα, αυτή η συλλογική εθνική αφύπνιση, εξαφανίστηκαν. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό, τις δεκαετίες του 1870 και 1880, οπότε, όπως παραδίδουν ιστορικοί και μελετητές της εποχής, «Κράτος,κοινωνία, τέχνη, ολόκληρη η δημόσια και η ιδιωτική ζωή παράδερναν σ’ένα αηδιαστικό τέλμα. Η αρρώστια ήταν βαριά, και σύμπτωμά της η αδιαφορία για όλους και για όλα. Ήταν τόσο χοντρός ο επίπαγος της κοινής αδιαφορίας, ώστε κανένα βέλος δεν μπορούσε να τον τρυπήσει». Αυτή ακριβώς η εντύπωση δημιουργείται, σε όποιον έτυχε να διαβάσει τον «Ασμοδαίο» του Ροίδη και το «Μη χάνεσαι» του Γαβριηλίδη, που είχαν αναλάβει τον ηρωικό ρόλο, με τα γραφόμενά τους, να ρίξουν πέτρες στο τέλμα, χωρίς όμως να πετύχουν και πολλά πράγματα.
Αυτό φάνηκε στη συνέχεια, με τα δεινά που στιγμάτισαν, διαχρονικά μάλιστα, την εθνική μας ζωή: Η ήττα και το όνειδος του 1897, ο εμφύλιος του 1915-1916, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Εμφύλιος του 1946-1949 και η χούντα του 1967, με την πτώση της οποίας, ύστερα από επτά οδυνηρά χρόνια, φτάσαμε στη μεταπολίτευση, με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Ποια Δημοκρατία όμως αποκαταστήσαμε; Δεν είχε, δυστυχώς, τα ουσιαστικά της γνωρίσματα που αποδίδει σ’αυτήν ο Αριστοτέλης, με τις τρεις διακριτές μορφές της, τη βουλευτική που νομοθετεί, την εκτελεστική που εφαρμόζει τους νόμους, και τη δικαστική που ελέγχει τη νομιμότητα των ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας.
Αυτή η μορφή της Δημοκρατίας μεταλαμπαδεύτηκε στην Ευρώπη, τα νεότερα χρόνια, με το μεγάλο πολιτικό και πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού, το οποίο εκδηλώθηκε βασικά με το έργο του Μοντεσκιέ, «Το Πνεύμα των Νόμων», με τη δημοσίευση του οποίου ειπώθηκε πως «ο πολιτικός Διαφωτισμός του Αριστοτέλη μεταφέρθηκε στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα».
Στο έργο αυτό με έμφαση τονίζεται: «Δεν υπάρχει ελευθερία, όταν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο διοικητικό σώμα, η νομοθετική με την εκτελεστική δύναμη. Όλα είναι χαμένα αν ο ίδιος άνθρωπος ή το ίδιο σώμα ασκεί και τις τρείς εξουσίες».
Αυτό ακριβώς κάναμε. Δημιουργήσαμε, στην αρχή, ένα αρχηγικό κομματικό κράτος στο οποίο η βούληση του ενός, κάλυπτε την αβουλία των άλλων οργάνων της εξουσίας. Μετά δε τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος, το 1985, μετατρέψαμε την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία σε πρωθυπουργική μονοκρατορία. Και αυτό το ίδιο συνεχίστηκε, κακέκτυπα, με τους διαδόχους τους.
Αυτοί, όσο πιο αδύνατοι και πιο ανασφαλείς ένιωθαν, τόσο πιο συγκεντρωτικοί και αυταρχικοί γίνονταν. Τα πάντα σιγά-σιγά κομματοποιήθηκαν: συνδικαλισμός, δημόσια διοίκηση, τοπική αυτοδιοίκηση.
Τα πολιτικά κόμματα παρουσίαζαν εικόνα παρόμοια με αυτήν που παρουσιάζει για «την απατηλή συνταγματικότητα της Γερμανίας της εποχής του», ο Μαx Weber, στο βιβλίο του «Η Πολιτική ως Επάγγελμα»: Τα κόμματα, γράφει «ήταν μηχανές -αγέλες- χωρίς ψυχή που υπάκουαν σ’ έναν αρχηγό και αγωνίζονταν για την εξουσία για να αρπάξουν θέσεις και να θεραπεύσουν ιδιοτελείς σκοπούς. Οι πολιτικοί ζούσαν από την πολιτική και όχι για την πολιτική».
Έτσι τέθηκαν τα θεμέλια της εθνικής χρεοκοπίας, σε όλους τους τομείς, με πιο εμφανή τον οικονομικό, που είχαν ως αποτέλεσμα τα μνημόνια, την οικονομική κρίση, τις ευτελιστικές επιτηρήσεις των δανειστών μας, το μη δυνάμενο να εξυπηρετηθεί μέχρι σήμερα δημόσιο χρέος, και το καθολικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Τα πάντα βγήκαν στο σφυρί: Αεροδρόμια, λιμάνια, τράπεζες, ΟΤΕ, ΔΕΗ, σιδηρόδρομοι, ακόμα και τα λαχεία, σε ένα σχιζοφρενικό ξεφάντωμα, προκειμένου να καλυφθούν τα δικά τους σκάνδαλα, οι παχυλές τους αμοιβές και οι καταναλωτικές ανάγκες των ψηφοφόρων τους χωρίς τον ανάλογο παραγωγικό αντίκτυπο.
Και το χειρότερο από όλα: οι κάθε είδους εραστές της εξουσίας που κατηγορούσαν αυτούς που την ασκούσαν, όταν αυτοί την κατακτούσαν, με τα διάφορα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, έκαναν τα ίδια και χειρότερα. Επιβεβαίωναν, έτσι, κατά τρόπο που συχνά προκαλούσε τον πολίτη,τις απόψεις που διατυπώνει στο βιβλίο του «Η Φάρμα των Ζώων», ο Όργουελ.
Το κράτος δε, παρέμενε μακριά από την κοινωνία και τα προβλήματά της, γιατί έπρεπε να εκτελούν τις εντολές αυτών, ντόπιων ή ξένων, από τους οποίους είναι εξαρτημένη η εξουσία τους. Ο τόπος αυτός, σύμφωνα με το μήνυμα που μας έστειλε ο Σεφέρης, «ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε..κατά πώς δείχνουν οι στατιστικές,θα βουλιάξει».
Ας θυμηθούμε μονάχα τις φωτιές στην Ηλεία με τα δεκάδες αθώα θύματα, τις πλημμύρες στη Μάντρα με τα επίσης δεκάδες θύματα, τις φωτιές στο Μάτι με θύματα πάνω από τα εκατό, το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, που ο αριθμός των θυμάτων είναι είναι ακόμα άγνωστος και ας βγάλουμε τα συμπεράσματά μας…
Πάντως, ο τόπος αυτός, για να παραφράσω την επιλογική φράση του Δημήτρη Τσάτσου, από το έργο του «Η Μεγάλη Παρακμή», «αντέχεται, θα έλεγα και αγαπιέται, μόνο σε συνάρτηση στην προσδοκία μιας αποφασιστικής συλλογικής εθνικής αφύπνισης, που ίσως φέρει τη μεγάλη ανατροπή»:
Να μετατρέψει το ισχύον πολιτικό σύστημα από πρωθυπουργική μονοκρατορία που είναι, σε ουσιαστική Δημοκρατία που πρέπει να είναι, με ενεργές, σε πλήρη λειτουργία και ανεξαρτησία τις τρεις διακριτές εξουσίες, και με σεβασμό στη συνταγματική επιταγή για τη λαϊκή κυριαρχία ως θεμέλιο του Πολιτεύματος, με την καθιέρωση ενός πάγιου εκλογικού συστήματος με το οποίο η κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση θα αντιστοιχεί πλήρως με την ψήφο του λαού.
Να υποχρεώσει το ισχύον πολιτικό προσωπικό να απαλλαγεί από το πάθος της εξουσίας, με κάθε μέσο, που το εκτρέπει σε ύβρεις, συκοφαντίες και διχαστικές τάσεις, και να συνειδητοποιήσει πως δεν πρέπει να είναι μόνο ζηλωτής της εξουσίας και των αγαθών της, αλλά ταυτόχρονα, και κυρίως, εθνικός πολιτικός ηγέτης και παιδαγωγός.
Άλλη διέξοδος για να βγούμε από το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε, δεν υπάρχει. Λόγια στα χαμένα με τα σημερινά δεδομένα, θα μου πείτε. Αυτή όμως είναι η αλήθεια, πικρή βέβαια, για ορισμένους, αλλά όσο πικρή κι αν είναι πρέπει κάποτε να τη λέμε.
Join the Conversation