Η βιβλική καταστροφή και οι τραγικές εικόνες από τους πρόσφατους σεισμούς στην Τουρκία και τη Συρία έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το θέμα της αντισεισμικής θωράκισης των πόλεών μας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, πως παρά τα σημαντικά προβλήματα που υπάρχουν σ’ αυτές τις χώρες σε σχέση με την ασφάλεια των κατασκευών, ήταν τόσο θηριώδες το μέγεθος των συγκεκριμένων σεισμών που δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν επαρκώς ούτε με τις καλύτερες κατασκευές ή τον καλύτερο κανονισμό.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 157 ενεργά σεισμικά ρήγματα που έχουν δώσει 570 σεισμούς μεγαλύτερους των 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Τέτοιοι ισχυροί σεισμοί δεν θα πάψουν ποτέ στη χώρα μας και σε βάθος χρόνου διατρέχουμε, ίσως όχι τον ίδιο γιατί δεν έχουμε τέτοια μεγάλα ρήγματα , αλλά ανάλογο κίνδυνο. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν πρέπει να σταματά η αντισεισμική προστασία αλλά εντελώς αντίθετα η καταστροφή των γειτόνων μας πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για μια «επανεκκίνηση» της αντισεισμικής πολιτικής στη χώρα μας, η οποία έχει με τα χρόνια ατονήσει.
Αν ανατρέξει κανείς στο σχετικό χάρτη, όπου φαίνονται οι εστίες των σεισμών στον ελλαδικό χώρο από το 1900 έως και το 2017, με τα αντίστοιχα μεγέθη, θα διαπιστώσει ότι είναι ξεκάθαρη η επικινδυνότητα του ρήγματος Ιονίου- Αδριατικής που επηρεάζει κυρίως τη Θεσπρωτία και την Πρέβεζα. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο σεισμός έντασης 5,1 Ρίχτερ το Νοέμβριο του 1979 προκάλεσε σοβαρές ή μικρότερες βλάβες στα 700 περίπου από τα 1600, τότε, σπίτια της Ηγουμενίτσας ενώ ο οικισμός της Κρυόβρυσης (Πέστανης) σχεδόν ισοπεδώθηκε.
Μπορεί όλα αυτά να φαντάζουν μακρινά και απίθανα να επαναληφθούν, όμως, όπως εξήγησα προηγουμένως, δεν είναι έτσι. Δεν αρκεί να περιμένουμε να δοκιμαστούμε από μια φυσική καταστροφή. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη των άλλων και να πάρουμε την επιτελική απόφαση να εφαρμόσουμε πρωτόκολλα προληπτικών ελέγχων. Τα ακραία φαινόμενα είναι αυτά για τα οποία πρέπει να προετοιμάζεται η Πολιτική Προστασία. Και επειδή ο σεισμός χτυπάει κυρίως τους φτωχούς που μένουν σε κτίρια χαμηλής ποιότητας κατασκευής, τα οποία δεν συντηρούνται, οι Δήμοι πρέπει να μπουν στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας με πραγματικό ενδιαφέρον και όσες δυνατότητες διαθέτουν για να προστατεύσουν τους πολίτες τους.
Σε μια ισχυρή σεισμική δόμηση είναι σημαντικό να παραμείνουν άθικτα τα κρίσιμα δημόσια (νοσοκομεία, κέντρα υγείας, αστυνομία κλπ) και δημοτικά κτίρια (σχολεία, δημαρχεία, αθλητικά κέντρα κλπ), δηλαδή γενικά οι χώροι συνάθροισης κοινού αλλά και οι βασικές υποδομές όπως οι γέφυρες. Ο λόγος είναι, αφενός για να μην υπάρχει συγκεντρωμένος πληθυσμός με θύματα και αφετέρου για να συνεχίσουν να παρέχονται υπηρεσίες στους πληγέντες την περίοδο μετά το σεισμό.
Επιπλέον, πρέπει να υπάρχουν ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, παιδικές χαρές, χώροι στάθμευσης κλπ) όπου θα οργανωθεί η προσωρινή διαμονή και θα συγκεντρωθούν οχήματα, πρώτες βοήθειες, τρόφιμα και άλλες δραστηριότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή στην Τουρκία, 5.000 άστεγοι έχουν βρει καταφύγιο σε προσωρινούς καταυλισμούς και 380.000 διαμένουν σε αθλητικά κέντρα, σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια ενώ 2,2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν φύγει από τις πληγείσες περιοχές.
Για το πρώτο, είναι αναγκαίο στα συγκεκριμένα κτίρια (τουλάχιστον γι’ αυτά που είναι κατασκευασμένα πριν τον καινοτόμο αντισεισμικό κανονισμό του 1985) να διενεργηθεί σε επίπεδο Δήμου πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος και στη συνέχεια, όπου χρειαστεί, δευτεροβάθμιος και μετά από αυτόν, αν προκύψει ανάγκη, να πραγματοποιηθούν εργασίες αντισεισμικής ενίσχυσης.
Για το δεύτερο, πρέπει να διαμορφωθούν και να διανοιχθούν όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι που προβλέπονται στα πολεοδομικά σχέδια και όχι να καταπατούνται ή να επιχειρείται η αλλαγή της χρήσης τους.
(*)Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην υπουργός και πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ (δομοστατικός)
Join the Conversation