Έφυγε, τις προάλλες, από τη ζωή ο πρώην βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος, με τη γνωστή πολιτική του συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης θητείας του, που οδήγησε σε δυο διαδοχικά πραξικοπήματα, αυτό της 15ης Ιουλίου 1965, το οποίο έφερε την αποστασία, και το άλλο της 21ης Απριλίου 1967, που έφερε τη δικτατορία, με όλα τα επώδυνα γεγονότα που σημάδεψαν την εθνική μας ζωή.
Ως άνθρωποι «αποδίδομεν, εικότως, το συμπαθές» προς τον, από το 1974, απλό ιδιώτη Κωνσταντίνο. Ως Έλληνες όμως ευλόγως αναλογιζόμαστε, λαμβάνοντας υπόψη την μακροχρόνια ιστορία μας, ότι ο θεσμός της βασιλείας, θεσμός καθαρά τυραννικός, διαχρονικά δεν είχε καμιά σχέση με την εξέλιξη αυτού του τόπου, και μόνο αναρίθμητα δεινά μας επισώρευσε.
Οφείλουμε συνεπώς να συμφωνήσουμε με όσα ο Σωκράτης, σύμφωνα με το έργο του Πλουτάρχου «Των Επτά Σοφιστών Συμπόσιον», διατύπωσε,απευθυνόμενος προς τον τύραννο των Συρακουσών, Διονύσιο:
«Βασιλείς και άρχοντες, Διονύσιε, δεν είναι εκείνοι που έχουν σκήπτρο, αλλά εκείνοι που ξέρουν να άρχουν. Κι αυτοί είναι εκείνοι που ξέρουν να κυριαρχούν στα πάθη τους. Τέτοια πάθη είναι το θράσος, η απληστία και ο φθόνος. Αυτά τα πάθη αναγκαστικά συνοδεύουν τους βασιλείς».
Όλες οι απόψεις άλλωστε, που διατυπώθηκαν, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, για τη βασιλεία, έχουν κοινό σημείο αναφοράς και ταυτίζονται πλήρως. Το βλέπουμε αυτό στον Επιτάφιο του Περικλή, που καυχιέται για το Πολίτευμα που έφερε το όνομα «Δημοκρατία». Γλώσσα και Δημοκρατία ήταν το καύχημα των αρχαίων Ελλήνων. Γλώσσα και ελευθερία -που εξασφαλίζει η Δημοκρατία- ήταν το όραμα του Σολωμού.
Ο μεγαλύτερος Δάσκαλος του Γένους, ο Αδαμάντιος Κοραής, στο μνημειώδες έργο του «Η Πολιτική Διαθήκη», συμβουλεύει τους Έλληνες, αν επιθυμούν να είναι ελεύθεροι, να μείνουν αβασίλευτοι.
«Αβασίλευτοι, διότι η βασιλεία πρόκειται να αμαυρώσει όλους τους αγώνες σας για την ελευθερία και να σας καταβυθίσει στον έσχατο βαθμό της ατιμίας». Και δεν έπεσε έξω…
Γνωστή σε όλους η βασιλεία του Όθωνα που υπέγραφε τα διατάγματα, όπως δείχνει το παρατιθέμενο βασιλικό διάταγμα ως «Ελέω Θεού Βασιλεύς των Ελλήνων», οι δε αντιβασιλείς του αποκαλούσαν τους Έλληνες «υπηκόους του βασιλιά», παρέπεμπαν αγνούς αγωνιστές του ’21 σε δίκες και τους καταδίκαζαν σε
θάνατο (Κολοκοτρώνης-Πλαπούτας-Μακρυγιάννης), και ενώ, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα», ήρθαν «ψωριασμένοι κόντηδες έφυγαν με μιλιούνια τάλαρα και κοροϊδεύουν εμάς τους ανόητους Έλληνες».
Αυτά τα αμαρτήματα οδήγησαν στην έξωση του Όθωνα, το 1862. Αυτοί όμως που μας «προστάτευαν», άλλο «φέσι» μας φόρεσαν. Διώξαμε τους Βαυαρούς, μας έφεραν τους Γλύξμπουργκ. Και το κακό συνέχισε την πορεία του, με κορύφωση το όνειδος του 1897, το διχασμό του 1914-1915 και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Όταν το 1935 τέθηκε θέμα επαναφοράς της βασιλείας στην Ελλάδα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, με ένα φλογερό άρθρο του στην εφημερίδα «Ακρόπολις», επισήμανε:
«Τα Έθνη που δεν έχουν ιδανικά καταφεύγουν στα είδωλα. Η εθνική μας ενότητα δεν χρειάζεται βασιλεία. Αλίμονο αν ο Ελληνικός Λαός πιστέψει ότι οφείλει να στηρίξει τη σωτηρία του σε ψεύτικα είδωλα. Η Ιστορία εκδικείται και ο αντίκτυπος από μια τέτοια απόφαση θα είναι βαρύτατος και θα κλονίσει ανεπανόρθωτα την εθνική μας αξιοπρέπεια και οντότητα».
Και ο άλλος καθηγητής, ο Κων/νος Τσάτσος, αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, συμπλήρωνε: «Οι Έλληνες ποτέ δεν λιποψύχησαν μπροστά στην αυλική ευτέλεια. Η Δημοκρατία είναι πρωταρχικά προυπόθεση της πολιτικής μας ζωής, είναι, τέλος η αρχή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου».
Στον αγώνα κατά της βασιλείας και η δημοσιογραφία. Το προπύργιο του δημοσιογραφικού συντηρητισμού, έγραφε για τη βασιλεία: «Εδώ σήμερα υπάρχει ηφαίστειο. Και πώς μπορεί να πωματεστεί ο κρατήρας ενός ηφαιστείου με ένα εστεμμένο φελλό; Γιατί φελλός, ευγενέστατος, ήρεμος, αγαθός, είναι η βασιλεία. Τίποτε άλλο»!
Και από το 1935 στα 1967. Ύστερα από τις πικρές εμπειρίες που αποκτήθηκαν σε όλο αυτό το διάστημα, σε συνομιλία του με αμερικανό δημοσιογράφο, το Δεκέμβριο του 1967, ο Κων/νος Καραμανλής, που με βασιλική εύνοια είχε αναρριχηθεί,το 1955, στον πρωθυπουργικό θώκο, θα επισημάνει:
«Όλες οι κακοδαιμονίες στην Ελλάδα προέρχονται από τα λάθη του θρόνου».
Εφτά χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1974, και με δική του πρωτοβουλία, η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού, με δημοψήφισμα, έδωσε τέλος στο θεσμό της βασιλείας, και «τις κακοδαιμονίες» του, εκτός όμως από μία:
Το DNA της κληρονομικότητας στον τομέα της εξουσίας, που μας είχε κληροδοτήσει η βασιλεία, είχε ριζώσει βαθιά μέσα μας, και ιδιαίτερα σε κάποιους που δεν έχουν κατανοήσει, είτε αυτοί ανήκουν σε «πορφυρογέννητους γόνους», είτε είναι “παιδιά” κάποιου «κομματικού σωλήνα», πως η Δημοκρατία δεν είναι τύπος, είναι ουσία, δεν είναι αγώνας για την κατάκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας με όλα τα μέσα από κάποιους που «κατά συμβεβηκός» και όχι «κατ’ ιδιότητα» βρέθηκαν σε αυτό το χώρο.
Και για να μην παρεξηγηθώ, όταν λέω «κατ’ ιδιότητα» εννοώ τα βασικά γνωρίσματα που πρέπει να διακρίνουν μια γνήσια Δημοκρατία: Αυτά τα γνωρίσματα μας τα άφησε ως παρακαταθήκη ένας άνθρωπος που πίστεψε στη Δημοκρατία, με μια εμπνευσμένη ομιλία του μέσα στο Ναό της Δημοκρατίας, που είναι το Κοινοβούλιο:
«Τότε μόνο υπάρχει αληθής δικαίωσις της Δημοκρατίας -είπε- όταν διά της αναδείξεως των αρίστων εκ των κόλπων της, μέσω της Παιδείας, γίνη αληθής Αριστοκρατία. Όταν οι άριστοι ηγούνται του Λαού, όταν όλα τα τάλαντα της Φυλής, βοηθηθούν από το σύνολον, κατορθώσουν να σταδιοδρομήσουν και να λάβουν την θέσιν η οποία τους ανήκει μέσα στην κοινωνία». Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο συνέβη στα χρόνια της μεταπολίτευσης…
Αν, λοιπόν, έχουμε τη γνώμη πως κάτι δεν πήγε καλά στον τόπο μας στα πενήντα αυτά χρόνια που πέρασαν από την κατάργηση του επάρατου θεσμού της βασιλείας -συνθήκη οπωσδήποτε αναγκαία, όχι όμως και ικανή για μια γνήσια Δημοκρατία-και αν δεν είμαστε ικανοποιημένοι από την κατάσταση που ζήσαμε και ζούμε και στις μέρες μας, δεν πρέπει να παραπονούμαστε και να κατακρίνουμε τους άλλους, αν δεν κάνουμε πρώτα την αυτοκριτική μας. Αυτό, άλλωστε είναι το νόημα της προτροπής που μας στέλνει, μέσα από την «Ασκητική»του, ο Καζαντζάκης: «Να αγαπάς την ευθύνη και να λες εγώ, εγώ θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω».
Κι αν πάλι διερωτηθούμε τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε, την απάντηση μας τη δίνει ο Ελύτης με τον «αφορισμό»του: «Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου μένουν μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι. Που σημαίνει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Και αυτός σε δεύτερο πρόσωπο -δηλαδή στον καθένα μας χωριστά και σε όλους μαζί- απευθύνεται, με τον άκρως συμβολικό, αλλά κατανοητό «αφορισμό» του.
Join the Conversation