Όταν αποφάσισα να αναφερθώ στο Συμπόσιο, που έγινε στην Παραμυθιά πριν απο 2 χρόνια για τον Σπύρο Μουσελίμη, αναρωτήθηκα: Τι απ’ όσα άκουσα και έμαθα, αυτές τις δυο μέρες, να μεταφέρω στους αγαπητούς αναγνώστες του Ηπειρωτικού Αγώνα; Πόσα να χωρέσουν σε μια σελίδα της εφημερίδας; Στριμώχνονται οι εικόνες και οι σκέψεις στο μυαλό μου και δεν χωράνε…
Μέσα σε τόσο λίγο χρόνο ξεδιπλώθηκαν η πολυτάραχη ζωή ενός ανθρώπου και η ιστορία του τόπου του. Αυτή την ιστορία προσπάθησε να αναδείξει και να τη μεταφέρει και στους μαθητές του. Δεν έχει νόημα, έλεγε, να μελετάει κανείς την παγκόσμια ιστορία, αν πρώτα δεν γνωρίζει την ιστορία του τόπου του.
Με το καταπληκτικό ντοκιμαντέρ του Νίκου Παπαθανασίου για τον Σπύρο Μουσελίμη, την καλαίσθητη και πλούσια έκθεση ιστορικού και αρχειακού υλικού, που με επιμονή και ευλάβεια είχε αφήσει ο τιμώμενος, και με τους δώδεκα ομιλητές (πανεπιστημιακούς, αρχαιολόγους, ιστορικούς, λαογράφους, συγγραφείς, εκπαιδευτικούς, ποιητές), με ένα πολυπολιτισμικό γίγνεσθαι τιμήθηκε ο Σπύρος Μουσελίμης. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό που ακούστηκε στην αίθουσα αλλά και από ανθρώπους που τον έχουν γνωρίσει ήταν η λέξη: Άνθρωπος! πάνω απ’ όλα.
Ένας φωτισμένος δάσκαλος, συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός, αρχαιολόγος και λαογράφος, και πάνω απ’ όλα πατριώτης που το απέδειξε και με την αντιστασιακή του δράση στα βουνά της Θεσπρωτίας και με το «παράσημο» από το επίσημο κράτος, τις διώξεις και τις εξορίες…
«Ένας αλάρωτος άνθρωπος», ήταν το επίγραμμα τού Αλέκου Μουσελίμη, φιλόλογου και ανεψιού του, στην ομιλία του «Σπύρος Μουσελίμης, μια πολυσχιδής προσωπικότητα, ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας αλάρωτος άνθρωπος».
«Εχτός από τους γονέους μας που μας έφεραν στον κόσμο, μας κουνάρησαν, μας ανέθρεψαν, μας μεγάλωσαν, έχουμε χρέος και στον τόπο που πρωτογνωρίσαμαν, στα δένδρα, στο σπίτι που πρωτοβυζάξαμαν το μητρικό γάλα, στον ήλιο το δικό μας, στους συμπατριώτες μας, καλούς ή κακούς, στην ξεχωριστή μας πατρίδα. “Πατρός τε και μητρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτατον η Πατρίς”. Το χρέος αυτό ξεπλερώνω.» (από χειρόγραφο του Σπύρου Μουσελίμη).
Αγαπητοί αναγνώστες κι εγώ «ξεπληρώνω» κάποιο χρέος προς αυτόν τον Άνθρωπο που υπήρξε τόσο κοντά μας και τόσο… μακριά μας.
Από τη ζωή του
Ο Σπύρος Μουσελίμης (όπως αναφέρεται στο δελτίο του Συμποσίου, αποσπάσματα του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για ετούτο το άρθρο) γεννήθηκε στο Πόποβο το 1898. Μεγάλωσε σε ένα αγροτικό ποιμενικό περιβάλλον και κράτησε βαθιά μέσα του μέχρι το τέλος της ζωής του τις εικόνες εκείνης της ζωής. Η γλώσσα των κτηνοτρόφων γονέων του έγινε το εργαλείο που ξεδίπλωσε τις σκέψεις του. Μια γλώσσα ρωμαλέα και αυθεντική, πιο κοντά στις αρχαίες ρίζες από την κατασκευασμένη δημοτική των λογίων.
Το απομονωμένο χωριό του τον επηρέασε στις απόψεις του. Οι κάτοικοι, τραχείς ορεσίβιοι, ανυπότακτοι, ληστές κι αντάρτες, δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με την εξουσία. Σκαρφαλωμένοι στα κακοτράχαλα βουνά τους, αντιστάθηκαν στους Οθωμανούς, στους αρβανίτες μπέηδες, στους Ιταλούς και στους γερμανούς κατακτητές.
Όταν αποφοίτησε από το Σχολαρχείο του χωριού του, πήγε στο Γυμνάσιο κι αργότερα στο διδασκαλείο στα Γιάννενα. Υπηρέτησε δάσκαλος για 40 χρόνια. Ξεκίνησε ως δάσκαλος αλληλοδιδακτικής στα σχολεία περιοχής της Παραμυθιάς κι εξελίχθηκε σ’ έναν από τους καλύτερους δασκάλους που πέρασαν ποτέ από αυτά.
Έμαθε στους μαθητές του ν’ αγαπάνε τη γλώσσα των μανάδων και των πατεράδων τους και φύσηξε μέσα στην ψυχή τους την αγάπη για τη λευτεριά.
Κυνηγήθηκε για τις ιδέες του από τους επιθεωρητές, αλλά ποτέ δε έσκυψε το κεφάλι. Συνέχισε με το ίδιο πάθος τη διδασκαλία αν και τον διέκοπταν οι εξορίες και οι απολύσεις. Ακόμη και στα ξερονήσια συνέχισε να υπηρετεί τον λαό διδάσκοντας τους αγράμματους!
Το πάθος για την ελευθερία τον έφερε συχνά αντιμέτωπο με την κάθε μορφής εξουσία. Από το καθεστώς του Μεταξά μέχρι τους ιταλούς και γερμανούς κατακτητές. Ήταν από τους πρώτους αντιστασιακούς της Παραμυθιάς αλλά και ολόκληρης της Θεσπρωτίας. Στο ταβάνι του σπιτιού του έκρυβε με κίνδυνο της ζωής του μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Η τεράστια εκτίμηση, που έτρεφαν γι’ αυτόν και το έργο του ακόμη κι οι αντίπαλοί του, δεν τον έφεραν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Από παιδί άρχισε να σκαρφαλώνει στα βουνά και να ψάχνει για αρχαία κάστρα, πόλεις, τάφους και χαλάσματα. Επισκέφτηκε και την τελευταία στάνη και κατέγραψε τον τρόπο ζωής, τα τραγούδια και τις ιστορίες των απλών ανθρώπων του λαού. Συχνά δημοσίευε τα έργα του στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, μελέτες, διηγήματα, ποιήματα, παραμύθια, ιστορικά λαογραφικά και αρχαιολογικά θέματα. Βραβεύτηκε πολλές φορές για το έργο του από την Ακαδημία Αθηνών, τα Ηπειρώτικα Χρονικά, τη Γλωσσική Εταιρεία, την Ηπειρωτική Εταιρεία και τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Πολλά από τα έργα του τα εξέδωσε ο ίδιος σε βιβλία.
Το δημοτικό τραγούδι τον επηρέασε βαθύτατα και γέμισε το λογοτεχνικό του έργο με τη νοσταλγία του χωριού και της στάνης. Ένα μεγάλο κομμάτι του σπουδαίου έργου του μένει αδημοσίευτο φυλαγμένο με προσοχή στο αρχείο του.
Παθιασμένος με την αρχαιολογία, ανακάλυψε αρχαίες οχυρώσεις πάνω στα βουνά που ακόμη και σήμερα δεν έχουν ανασκαφεί. Συνεργάστηκε με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και διέσωσε αρχαιότητες που θα είχαν χαθεί αν δεν τις είχε φροντίσει ο ίδιος.
Συνεργάστηκε με «ιερά τέρατα» της αρχαιολογίας, όπως ο Nikolas Hammond, o Δημήτριος Ευαγγελίδης κι ο Σωτήριος Δάκαρης. Είχε συνεχή επικοινωνία μαζί τους αλλά και με άλλους λόγιους της Θεσπρωτίας που ασχολούνταν με τις αρχαιότητες όπως ο Κώστας Μιχαηλίδης στον Άγιο Βλάσιο…
Θα ήταν, αγαπητοί αναγνώστες, μεγάλη η δική μου παράλειψη αν δεν σας μετέφερα και μέρος των μαρτυριών που είχα τη τύχη να συλλέξω από τα τρία από τα δέκα παιδιά του που βρίσκονται στη ζωή και από τις γυναίκες τους που τον έζησαν από κοντά.
Ελένη Τζώη, κόρη, 83 χρονών, νοικοκυρά, Παραμυθιά
Μια ζωή φευγάτος…
Εγώ τον πατέρα δεν τον γνώρισα καλά. Μια ζωή φευγάτος. Οι πόλεμοι, οι εξορίες, το τρέξιμο στα βουνά και στα λαγκάδια να ανακαλύπτει αρχαία, στα χωριά να μαζεύει ιστορίες και τραγούδια…
Εκείνο όμως που θυμάμαι πολύ καλά ήταν να με στέλνει σε μια χήρα, με πολλά παιδιά, πάμφτωχη, και να της δίνω χρήματα όταν πληρωνόταν από το δασκαλίκι. Γιατί, όταν τον έπαυαν από το σχολείο ή όταν ήταν εξορία, δεν είχε μισθό.
Γιώργος Μουσελίμης, γιος, 81 χρονών, αυτοκινητιστής, Γιάννενα
Αυτά θα τα ξοδιάσω για σένα πατρίδα μου!
Ένας άνθρωπος απλός που δεν διεκδικούσε τίποτε από κανέναν! Άπλωνε το χέρι να βοηθήσει, και ειδικά τη φτώχεια. Ένας άνθρωπος ο οποίος την πάλευε τη ζωή και αγωνίστηκε για τη λευτεριά του λαού. Ένα φωτισμένο μυαλό που έβλεπε μακριά, κι ένας πρεσβευτής των γραμμάτων, ο οποίος τραγούδησε τον λαό με τους στίχους του, μιας και ήταν γέννημα και θρέμμα αυτού του λαού. Οι στίχοι του «Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί» είναι του πατέρα μου, το έγραψε το 1926, ήταν 28 χρονών! Κυκλοφόρησε σε δίσκο 33 στροφών. Στον δίσκο επάνω γράφει ότι παίζει κλαρίνο ο Καρακώστας και κατ’ απαίτηση του πατέρα μου προς τη δισκογραφική εταιρεία να γραφτεί: στιχουργός άγνωστος! Τόσο απλός και σεμνός. Δεν του άρεσε ποτέ η προβολή.
Ήμασταν δέκα παιδιά. Τα δυο χάθηκαν στην κατοχή από κοιλιακό τύφο. Οι συνθήκες μάς ανάγκασαν να μην σπουδάσουμε όλοι, κυρίως ο κατατρεγμός του πατέρα μας γιατί ήταν κομμουνιστής. Όλα τα παιδιά μάθαμε γράμματα, άλλοι το Δημοτικό και άλλοι το Γυμνάσιο, ο μικρότερος έγινε δάσκαλος. Ο μεγαλύτερος έδωσε εξετάσεις στον ΟΤΕ, πρώτος ήταν στον κατάλογο εισαγωγής. Το όνομά του εξαφανίστηκε! Και αυτός ο ίδιος υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο κολαστήριο της Μακρονήσου…
Ο πατέρας τον περισσότερο χρόνο ήταν εξορία, η μάνα μας ήταν εκείνη που μας μεγάλωσε. Πήγαινε στο Φανάρι και μάζευε καλαμπόκια και στάρια για να μας ταΐσει.
Σχετικά με το Νεκρομαντείο θυμάμαι μερικά πράγματα. Ήμουν 17 χρονών. Και ήμουν εκεί στις ανασκαφές και βοηθούσα και τους μαγείρευα να φάνε, γιατί τότε το πιο κοντινό χωριό, που είναι το Μεσοπόταμο, είχε πολύ λίγα σπίτια, οι άνθρωποι λείπανε στα χωράφια, στα ζώα, τι να φάνε οι εργάτες που όλη μέρα σκάβανε; Λοιπόν σκάψαμε γύρω στα τρία μέτρα, από πάνω ήταν το εκκλησάκι ο Άγιος Ιωάννης. Είχαμε την τύχη να σκάβουμε πάνω από τη σκεπή του Νεκρομαντείου! Φτάνοντας στα τριάμισι μέτρα αρχίσαμε να βρίσκουμε διάφορα μικρά αντικείμενα χάλκινα, αλλά το Νεκρομαντείο πουθενά! Πάμε να φύγουμε, ο Όμηρος δεν ήξερε τι έγραφε, άκουσα τον Δάκαρη να λέει, γιατί ο πατέρας μου είχε διαβάσει τον Όμηρο και είχε συμπεράνει ότι το Νεκρομαντείο ήταν σε αυτή τη θέση. Επέμενε, λοιπόν, ο πατέρας μου και στα 30 εκατοστά είδαμε τον πρώτο βράχο! Άρχισαν να πηδάν από τη χαρά τους!
Θα ήθελα να σας αναφέρω και ένα άλλο γεγονός, αξιοσημείωτο, που συνέβη το 1978. «Οι φίλοι του Σουλίου» τού κάναν μια γιορτή για να τον τιμήσουν. Ήταν εκεί ο Βρέλλης, ο Μάλαμας και πολύς κόσμος. Την κύρια ομιλία την είχε ο λογοτέχνης Βασίλειος Κραψίτης, μίλησε δυο ώρες, όμως για την προσφορά του στην Εθνική Αντίσταση δεν ανέφερε τίποτε! (Εμείς μεταξύ μας το σχολιάσαμε μετά.) Ο πατέρας είπε μονάχα ετούτα: Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε. Η πολιτεία έστω και αργά με θυμήθηκε. Κι ένα κύτταρο να αναδεύει στον εγκέφαλό μου και η τελευταία ρανίδα του αίματός μου και μια σταξιά μελάνι να μείνει στην πένα μου αυτά θα τα ξοδιάσω για σένα Πατρίδα μου…
Σοφία Μουσελίμη, νύφη, σύζυγος του Γιώργου, 71 χρονών, νοικοκυρά, Γιάννενα
…ακούραστη γυναίκα!
Απλός άνθρωπος, πολύ καλός, εργατικός. Όταν δεν έλειπε, ήταν μέρα νύχτα κλεισμένος στο γραφείο του διάβαζε, έγραφε. Δεν ήθελε να τον ενοχλεί κανείς και να πειράξει τα πράγματα του, όλα ήταν σε τάξη!
Εμείς τότε μέναμε στην ίδια αυλή, στην Παραμυθιά, έβλεπα να έρχονται φοιτητές και από την Παραμυθιά, από τα Γιάννενα, από όλη την Ελλάδα, τον ρωτούσαν διάφορα πράγματα, τους εξηγούσε, τους ξεναγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους. Έρχονταν και φίλοι από την Αμερική, από τη Γερμανία νέοι αρχαιολόγοι. Φιλοξενούσε πολύ κόσμο, στο κρεβάτι του! Αυτός κοιμόταν στο γραφείο και η πεθερά μου στην κουζίνα. Ήταν πολύ φιλόξενη και η πεθερά μου, ακούραστη γυναίκα! Εκείνος έφευγε πρωί πρωί με ένα σακίδιο στον ώμο και το καπέλο στο κεφάλι, και γύριζε αργά το βράδυ. Συχνά ώρες και μέρες πέρναγε στα βουνά και στα χωριά, η πεθερά μου του έλεγε, πες μας κατά πού πας για να σε βρούμε αν σου τύχει κάτι! Μια φορά έσπασε το πόδι στα κατσάβραχα που γύρναγε…
Έδινε χρήματα σε φτωχούς ή δάνειζε και δεν τα έπαιρνε πίσω.
Άνθρωπος που δεν ησύχαζε ποτέ. Άνθρωπος αλάρωτος…
Λευτέρης Μουσελίμης, γιος, 78 χρονών, δάσκαλος, Παραμυθιά
Ήταν ένας συγγραφέας «σιωπηλός»
Εγώ τι να πω για τον πατέρα; Δεν τον βλέπαμε ποτέ! Ήταν συνέχεια στις εξορμήσεις, όταν δεν ήταν στα ξερονήσια…
Ο πατέρας μου ήταν ένας συγγραφέας «σιωπηλός». Χωρίς φιλοδοξίες προβολής, με το μεγάλο προσόν του ήθους και της αρετής. Ένας εργάτης της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας στη Θεσπρωτία.
Η προσφορά του στον τομέα τον ιστορικό αλλά και στον τομέα της γραμματολογίας γενικότερα ήταν ανεκτίμητη.
Συνδύαζε το πάθος του αρχαιολόγου, τη χαρά του λαογράφου, την πνοή του ποιητή. Η ανακάλυψη του Νεκρομαντείου, της Στύγας, οι ανασκαφές του Κουγκίου και άλλων πολλών αρχαιολογικών χώρων ήταν δικές του υποδείξεις. Και η συστηματική έρευνα μαζί με τον Δάκαρη έφεραν στο φώς το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης.
Μάχη Μουσελίμη, νύφη, σύζυγος του Λευτέρη, 75 χρονών, μοδίστρα, Παραμυθιά
Νόμιζες ότι ζούσες σ’ εκείνη την εποχή!
Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από τον πεθερό μου! Όχι μόνο εγώ, όλες οι νύφες. Και μας καμάρωνε καθώς και τις τρεις κόρες του. Ήταν αξιοσέβαστος, αγαπούσε τον κόσμο όλον για τον οποίον και αγωνιζόταν, και τον αγαπούσαν όλοι.
Πολύ συχνά μας έπαιρνε μαζί με τις εγγονές του, όσοι χωράγαμε στο αυτοκίνητο, πάντα υπήρχαν φίλοι με αυτοκίνητο, και μας πήγαινε παντού. Νεκρομαντείο, Νικόπολη, Δημόκαστρο, και άλλους αρχαιολογικούς χώρους, με βάρκα στον Αχέροντα και μας εξηγούσε πώς πηγαίναν οι ψυχές στον Άδη, για τις ανασκαφές, την ιστορία του κάθε τόπου. Μας τα εξηγούσε τόσο ωραία! Νόμιζες ότι ζούσες σ’ εκείνη την εποχή! Για την παλιά Πάργα, πώς φέρανε τις πρώτες ελιές από την Μεσοποταμία, για το Σούλι, παντού. Όταν ανακάλυπτε κάποιον αρχαιολογικό χώρο, βήμα-βήμα πήγαινε, με οδηγό τα δικά του πατήματα και τα λεγόμενα των βιβλίων. Αλλά όταν πρωτοεντόπιζε κάτι, πήγαινε πάντα με κάποιον αρχαιολόγο ή με την αστυνομία, ποτέ μόνος!
Πέθανε από καλπάζοντα καρκίνο. Και ένα μήνα πριν είχε πάει να ξεναγήσει στο Σούλι ένα πούλμαν με τουρίστες! Πήγαινε εσύ Σπύρο που τα ξέρεις καλύτερα, του είπαν. Ξενάγησε κόσμο και κοσμάκη!
Πέθανε ήσυχα στο κρεβάτι του. Λίγες ώρες πριν, μάς είχε ρωτήσει: Πού είμαι τώρα; Στο δωμάτιό σου, του είπαμε. Μα πώς; Εγώ δε έχω ξαναδεί τέτοιο τοπίο με τόσα δέντρα! Τόσα λουλούδια! είπε.
Δίπλα στο κομοδίνο του βρήκαμε τους στίχους:
Γέρος του Ολύμπου Σταυραϊτός
Κείτομαι χαμωπούλι
Χωρίς καρδιά και δύναμη
Και με φτερά κομμένα
Απο την Εφημερίδα “Ηπειρώτικος Αγών”
Join the Conversation