Στις 28 Αυγούστου του 1948, οι κομουνιστές αντάρτες εκτελούν στο χωριό Λιάς της Θεσπρωτίας (το οποίο επί μήνες ήλεγχαν) μια 41χρονη γυναίκα, την Ελένη Γκατζογιάννη. Το «έγκλημά» της ήταν ότι φυγάδευσε τα παιδιά της από το χωριό για να αποφύγουν το λεγόμενο «παιδομάζωμα» των κομουνιστών. Πριν μερικές ημέρες συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τη θυσία της Ελένης Γκατζογιάννη, της «Ελένης» που έγινε βιβλίο και κινηματογραφική ταινία και η ιστορία της μαθεύτηκε στα πέρατα του Κόσμου, και με αφορμή, κυρίως, το μνημόσυνο που τελέστηκε στη μνήμη της, το «Περιοδικό» φιλοξενεί μια μακροσκελή συνέντευξη του γιου της, του Νίκου Γκατζογιάννη.
Αν και η ιστορία της «Ελένης» είναι λίγο έως πολύ γνωστή, πάντα υπάρχουν ενδιαφέροντα πράγματα που μπορείς να μάθεις από τον γιο τής ηρωίδας, τον δημιουργό του βιβλίου. Αλλωστε η προσωπικότητα του κ. Νίκου Γκατζογιάννη δεν περιορίζεται σε αυτή την ιστορία, όσο συγκλονιστική και αν είναι, γι’ αυτό και η κουβέντα μαζί του εξαπλώθηκε σε μια σειρά από άλλα θέματα: Για τα δικά του πρώτα χρόνια στις ΗΠΑ, για το χωριό του που υπεραγαπά, για την Ελλάδα και την κρίση που βιώνει, για τον κομουνισμό, για την ελληνική κυβέρνηση, για την Δημοσιογραφία στις ΗΠΑ.
«Με συγκινεί που η θυσία της μάνας μου αναγνωρίζεται και εκτιμάται από τόσους πολλούς ανθρώπους σε όλο τον Κόσμο. Αυτό είναι κάτι που απαλύνει κάπως τον πόνο που εξακολουθώ και αισθάνομαι μετά από 70 χρόνια», λέει στο «Περιοδικό» με φωνή της οποίας η χροιά ούτως ή άλλως προδίδει συγκίνηση.
Εξίσου συγκινητικές, εξάλλου, ήταν και οι στιγμές το πρωί της Τρίτης 28 Αυγούστου, όταν στον Αγιο Δημήτριο στον Λιά (στην ίδια εκκλησία που η Ελένη Γκατζογιάννη βαφτίστηκε και παντρεύτηκε) τελέστηκε το μνημόσυνο για τα 70 χρόνια από την εκτέλεσή της με την παρουσία των συγγενών της (παιδί, εγγόνια, δισέγγονα, ανίψια), των συγχωριανών της, αλλά και αγνώστων που την γνώρισαν μέσα από το βιβλίο.
Οταν ο Νίκος Γκατζογιάννης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1939 στον Λιά, ο πατέρας του εργαζόταν ως μάγειρας στην Αμερική και με τα χρήματα που έστελνε στην πατρίδα συντηρούσε την οικογένειά του -την σύζυγο, τις δύο τους κόρες και τον γιο τους. Εννιά χρόνια μετά, το 1948, και ενώ στην Ελλάδα μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος, ο μικρός Νίκος θα γλιτώσει ως εκ θαύματος από την καταδίωξη των κομουνιστών και θα καταφέρει να φτάσει μαζί με τις αδελφές του στις ΗΠΑ, για να γίνει με κόπους και θυσίες ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος και ένας επιφανής συγγραφέας που με την έρευνα και την πένα του θα κάνει γνωστή παντού την μαρτυρική ιστορία της μητέρας του. Η «Ελενη» που κυκλοφόρησε το 1983, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 30 γλώσσες, πούλησε περισσότερο από 4 εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ η κινηματογραφική μεταφορά της δύο χρόνια αργότερα, το 1985, παρά το λυσσαλέο κυνηγητό που γνώρισε στην Ελλάδα, είχε τεράστια επιτυχία.
Ο Νίκος Γκατζογιάννης έρχεται στην Ελλάδα με την οικογένειά του δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Φέτος ήρθε τον Ιούλιο και έμεινε μέχρι τα τέλη Αυγούστου, και για να παραστεί στα εγκαίνια του Μουσείου Τέχνης στο χωριό του, τον Λιά, στις 13 Αυγούστου, αλλά και βέβαια για να τελέσει το μνημόσυνο στη μνήμη της μητέρας του, την Τρίτη 28 Αυγούστου, με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την εκτέλεσή της.
Αγαπά το χωριό του («υπεραγαπά» ίσως θα ήταν το πιο σωστό ρήμα), και παρά το γεγονός ότι ζει και δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες σε μια νέα γι’ αυτόν πατρίδα, δεν το έχει ξεχάσει και κάνει τα πάντα για το κρατήσει ζωντανό.
– Τι σημαίνει «Λιάς» για εσάς; τον ρωτάμε.
«Οπως όλοι μας, το μέρος όπου γεννηθήκαμε το πονάμε. Εδώ βέβαια είναι ο τόπος στον οποίο η μάνα μου θυσίασε τη ζωή της για εμένα και τις αδερφές μου. Ξαναέχτισα το πατρικό σπίτι τής μάνας μου και πριν από 30 χρόνια έχτισα έναν ξενώνα στο χωριό που λειτούργησε ως πόλος έλξης, αφού και άλλοι χωριανοί είδαν ότι είχαν κάπου να μείνουν όταν έρχονταν εδώ. Τελικά χτίστηκαν 51 καινούργια σπίτια στο χωριό μας την ίδια στιγμή που στα διπλανά χωριά δεν έχει χτιστεί ούτε ένα νέο σπίτι, ενώ και οι υπόλοιποι ξενώνες στα άλλα χωριά έχουν κλείσει. Ο Λιάς, που ανήκει στον Δήμο Φιλιατών, τον μεγαλύτερο Δήμο της Ελλάδας που έχει 46 χωριά, έχει τους περισσότερους κατοίκους από τα άλλα χωριά της περιοχής. Ωστόσο, όλα τα χωριά έχουν πρόβλημα γιατί δεν γίνεται καμιά προσπάθεια από τις κυβερνήσεις να τα σώσουν», λέει και συνεχίζει: «Εγώ από την πλευρά μου, έκανα και κάνω ό,τι μπορώ, όχι μόνο για τον Λιά, αλλά για όλη την Ελλάδα, είτε γράφοντας άρθρα για την Ελλάδα, είτε μιλώντας σε επιχειρηματίες που γνωρίζω να επενδύσουν στη χώρα. Ποτέ δεν πήρα ένα διαμέρισμα στην Ελλάδα, ούτε μια μετοχή στην Ελλάδα, δεν συμμετείχα σε καμιά επιχειρηματική δραστηριότητα γιατί δεν ήθελα κανένας να πει ότι ο Νίκος Γκατζογιάννης εκμεταλλεύεται την πατρίδα. Ευτυχώς στην Αμερική είναι πολλές οι ευκαιρίες και κατάφερα να βρω ό,τι χρειαζόμουν για να εξασφαλίσω τη ζωή μου. Ολα αυτά τα χρόνια προσπαθούσα να προσφέρω στην Ελλάδα και όχι να αποκτήσω από αυτήν».
– Η μουριά που περιγράφετε στο βιβλίο σας υπάρχει ακόμα; τον ρωτάμε.
«Υπάρχει ακόμα και βγάζει ωραία μούρα. Το καλοκαίρι έρχεται συνεχώς κόσμος από τα γύρω χωριά και από παντού που έχουν διαβάσει το βιβλίο και θέλουν να δουν τα μέρη που περιγράφω, έρχονται φοιτητές που μελετάνε το βιβλίο. Στις 24 Ιουλίου ήρθε ένα λεωφορείο με 37 φοιτητές από το Northeastern University που επίσης μελετάνε το βιβλίο. Είναι εκπληκτικό, το βιβλίο βγήκε το 1983, έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε αλλά ακόμα συγκινεί τον κόσμο».
– Αν γυρίζαμε τον χρόνο πίσω, θα κάνατε κάτι διαφορετικό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία της αναζήτησης των δολοφόνων της μητέρας σας ή σε σχέση με τη μνήμη της μητέρας σας;
«Μου λένε όλοι ‘γιατί δεν έκανες ένα άγαλμα για τη μάνα σου, ένα μνημείο;’ Μα, το βιβλίο μου είναι το μνημείο γι’ αυτήν. Η εκδίκηση γι’ αυτούς που την σκοτώσανε είναι ότι από αυτό το βιβλίο θα μείνει η ιστορία του εμφυλίου πολέμου. Είναι το μόνο βιβλίο που είναι σε όλα τα πανεπιστήμια, σε όλες τις βιβλιοθήκες, που μεταφράστηκε σε πάνω από 30 γλώσσες. Και όλα αυτά γιατί γράφει την αλήθεια, δεν γράφτηκε με ιδεολογικούς σκοπούς. Δεν θα έκανα λοιπόν, τίποτα διαφορετικό. Το μήνυμα του βιβλίου είναι η θυσία και η αγάπη της μάνας μου για τα παιδιά της. Ολες οι μανάδες κάνουν θυσίες για τα παιδιά τους, θυσιάζουν καριέρες, θυσιάζουν όνειρα. Η δική μου μάνα έκανε την πιο μεγάλη θυσία που μπορεί να κάνει μια μάνα, θυσίασε τη ζωή της. Και από αυτό βγήκε η αλήθεια», λέει με συγκίνηση. Και προσθέτει: «Η μάνα μου δεν είναι η μόνη από την περιοχή που θυσιάστηκε. Θυσιάστηκαν και άλλοι άνθρωποι και άλλες γυναίκες. Μια μάνα την πήραν οι Γερμανοί στο Νταχάου. Γλίτωσε από εκεί γύρισε από εκεί και την εκτέλεσαν οι ίδιοι οι συμπατριώτες της. Δίπλα σε ένα χωριό εδώ βρήκαν έναν τάφο με 114 παιδιά. Τα εγκλήματα αυτά δεν ήθελαν οι άνθρωποι αυτοί να έρθουν στην επιφάνεια. Οπως όμως είπε ο Ισπανός φιλόσοφος Σανταγιάνα ‘ένας λαός που πάει να κρύψει το παρελθόν του, θα το ξαναζήσει’. Εγώ έγραψα το βιβλίο για να γράψω την αλήθεια και κανένας μέχρι τώρα δεν βγήκε να διαψεύσει έστω και ένα γεγονός. Κανένας δεν μου έκανε μήνυση».
– Το βιβλίο «Ελένη» είναι αναμφίβολα ένα μνημείο για τη θυσία της μητέρας σας. Παράλληλα τι άλλο είναι για τον Ελληνισμό;
«Δείχνει ότι οι Ελληνες πάντα έκαναν θυσίες για την ελευθερία, για τις αξίες που διέδωσαν στον Κόσμο: την Δημοκρατία, την ελευθερία γνώμης κτλ. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο αυτό διαβάζεται ακόμα».
– Την περιμένατε την παγκόσμια επιτυχία του βιβλίου;
«Οχι καθόλου. Εγώ το έγραψα για τα παιδιά μου και τα ανίψια μου για να μάθουν τι θυσίες έκανε η γιαγιά τους για να τους προσφέρει αυτή τη ζωή που έχουν. Πίστευα ότι θα πουλούσε 5-6 χιλιάδες αντίτυπα σε Ελληνοαμερικανούς και μέχρι τώρα πούλησε πάνω από 4 εκατομμύρια σε πάνω από 30 γλώσσες».
Να σημειωθεί ότι η «Ελένη», που εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο Random House το 1983, βραβεύθηκε πολλές φορές και από επιφανείς φορείς όπως the National Book Critic’s Circle και την Royal Society of Literature in Great Britain. Στο βιβλίο «Ελένη» έκανε δημόσια αναφορά ο αείμνηστος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1987.
Ο Νίκος Γκατζογιάννης αποτελεί λαμπρό παράδειγμα Ελληνα της Διασποράς. Σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Δημόσιας Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ενώ εργάσθηκε για το «Αssociated Press», την «Boston Herald Traveler», την «WallStreet Journal», και τη «Νew York Times». Απόκτησε όνομα ως ερευνητής δημοσιογράφος στη «New York Times» και ειδικεύτηκε στο ρεπορτάζ για τη Μαφία και το οργανωμένο έγκλημα. Οταν η «New York Times» τον έστειλε µε την οικογένειά του στην Ελλάδα για να είναι ανταποκριτής για την Μέση Ανατολή, ο κ. Γκατζογιάννης βρήκε την ευκαιρία να επιτύχει ένα μεγάλο του στόχο που είχε από μικρό παιδί, να ανακαλύψει τις συνθήκες που έζησε και πέθανε η μητέρα του.
Εκτός από την «Ελένη», ο κ. Γκατζογιάννης έχει γράψει επίσης τα βιβλία «A Place for us, Hellas, Greece Land of Light, Greek Fire». Το τελευταίο είναι η ρομαντική ιστορία της σχέσης της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη ?νάση. Με την σύζυγό του, την Τζοάν Πόλσον, η οποία είναι επίσης δημοσιογράφος και συγγραφέας, απόκτησαν τρία παιδιά, τον Χρίστο ο οποίος είναι σεναριογράφος στο Χόλιγουντ, την Ελένη η οποία είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος και την Μαρίνα, η οποία είναι σχεδιάστρια.
Βασίλης Κουτσίλας – Εθνικός Κήρυκας
Join the Conversation