Συνήθως το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης γύρω από τα αποτελέσματα των απογραφών πληθυσμού, επικεντρώνεται στις βουλευτικές έδρες που χάνει, κερδίζει ή διατηρεί μια εκλογική περιφέρεια. Συνεπώς, και στην περίπτωση της τελευταίας απογραφής η πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, ασχολείται με την προοπτική μετατροπής της Θεσπρωτίας σε μονοεδρική εκλογική περιφέρεια.
Όμως από τα αποτελέσματα της απογραφής εξάγονται ορισμένα πολύ πιο σημαντικά συμπεράσματα για τον παρόν και το μέλλον της περιοχής. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η μείωση του πληθυσμού στη Θεσπρωτία κυμαίνεται σε διπλάσιο σχεδόν ποσοστό, σε σχέση με το ποσοστό συνολικής μείωσης του πληθυσμού πανελλαδικά ( 6,3% και 3,5% αντίστοιχα) και ταυτόχρονα το ποσοστό αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης πληθυσμού μεταξύ των τεσσάρων Περιφερειακών Ενοτήτων της Ηπείρου. Κάτι που αποδεικνύει ότι η πληθυσμιακή συρρίκνωση της περιοχής αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, καθώς την κατατάσσει στις πρώτες θέσεις στην σχετική κατηγορία των περιοχών με την μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού, σε όλη τη χώρα.
Τα αίτια του προβλήματος είναι γνωστά και συναποτελούνται από το συνδυασμό της αύξησης της θνησιμότητας, της μείωσης των γεννήσεων, της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και του μειωμένου αριθμού ανθρώπων που επιλέγουν την περιοχή για μόνιμη εγκατάσταση. Για τα δύο πρώτα αίτια που άπτονται δημογραφικών πολιτικών ή πολιτικών υγείας, προφανώς η κύρια ευθύνη ανήκει στο κεντρικό κράτος. Για τη μείωση όμως της ελκυστικότητας της περιοχής που οδηγεί στην μετανάστευση ή στην αποτροπή επαναπατρισμού συμπατριωτών και στην προσέλκυση νέων μόνιμων κατοίκων, η βασική ευθύνη ανήκει στους τοπικούς φορείς, χωρίς όμως και το κεντρικό κράτος να είναι άμοιρο ευθυνών, αφού αυτό καθορίζει τις αρχές της περιφερειακής, αναπτυξιακής πολιτικής.
Το δεύτερο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η αρνητική εξέλιξη του πληθυσμού, είναι ανισομερώς κατανεμημένη στο εσωτερικό πλαίσιο της Θεσπρωτίας. Η πρωτεύουσα Ηγουμενίτσα, εμφανίζει μια μικρή μείωση της τάξης των εκατό περίπου ανθρώπων. Κάτι που δείχνει μια σταθερότητα μεν, η οποία όμως ενέχει και στοιχεία στασιμότητας. Από τη μια πλευρά (τη θετική) η διατήρηση του πληθυσμού στα ίδια σχεδόν επίπεδα, αποδεικνύει την αντοχή της τοπικής κοινωνίας, σε μια δεκαετία ιδιαίτερα δύσκολη από οικονομικής, κοινωνικής και υγειονομικής άποψης. Από την άλλη πλευρά (την αρνητική) η μη αύξηση του πληθυσμού, δείχνει ότι η πόλη δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν στα χρόνια της οικονομικής ή υγειονομικής κρίσης. Για παράδειγμα, υπήρξαν πόλεις και περιοχές που κατάφεραν να προσελκύσουν ανθρώπους, οι οποίοι στα μεγάλα αστικά κέντρα αντιμετώπιζαν δυσκολίες οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και επέλεξαν να αρχίσουν μια νέα ζωή στην περιφέρεια. Δυστυχώς η Ηγουμενίτσα και η Θεσπρωτία δεν συγκαταλέγονται στις περιοχές αυτές. Επίσης, τα τελευταία χρόνια με την επέκταση της τηλεργασίας, πολλές περιοχές αποτέλεσαν έδρα αρκετών νέων που επέλεξαν την εξ΄ αποστάσεως παροχή εργασίας, με την εγκατάστασή τους σε ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον. Και στην περίπτωση αυτή η Ηγουμενίτσα και η Θεσπρωτία ήταν απούσες.
Στους άλλους δύο όμως Δήμους, το πρόβλημα εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυμένο. Στο Δήμο Σουλίου, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 1.296 άτομα, ενώ στο Δήμο Φιλιατών, η μείωση ανήλθε στα 1.359 άτομα. Τα στοιχεία αυτά μεταφράζονται σε γήρανση του πληθυσμού, συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών, εγκατάλειψη των χωριών στους ορεινούς όγκους και σε δυσκολίες στην ανάληψη αναπτυξιακών και επενδυτικών πρωτοβουλιών, από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Είναι προφανές ότι απαιτείται ο σχεδιασμός και η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων σε βάθος δεκαετίας, ώστε να ανατραπεί σταδιακά αυτή η κατάσταση. Πέραν των δημογραφικών πολιτικών, των πολιτικών ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς και των πολιτικών προστασίας της δημόσιας υγείας, που αποτελούν αρμοδιότητα του κεντρικού κράτους, η αυτοδιοίκηση πρέπει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο για την αντιστροφή της αρνητικής αυτής πραγματικότητας.
Στο επίκεντρο της πολιτικής αυτής πρέπει να είναι η δημιουργία των συνθηκών παραμονής στην περιοχή των μονίμων κατοίκων της, αλλά και προσέλκυσης ανθρώπων από άλλες περιοχές είτε αυτοί είναι απόδημοι συμπατριώτες είτε όχι. Οι δημοτικές αρχές που θα αναδειχθούν στις εκλογές του 2023 θα πρέπει να αναλάβουν το κρίσιμο αυτό έργο, ώστε στην επόμενη απογραφή να επιτευχθεί ο στόχος της αύξησης του πληθυσμού της περιοχής.
Και αυτό πρέπει να γίνει σε απόλυτη συνεργασία τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις αρμόδιες περιφερειακές και εθνικές αρχές. Στο σημείο που έχουμε φτάσει δεν έχει κανένα νόημα να αυξηθεί ο πληθυσμός της Ηγουμενίτσας και να μειωθούν περαιτέρω οι κάτοικοι των άλλων δύο Δήμων. Όπως επίσης δεν είναι σωστό να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός στα αστικά ή ημιαστικά κέντρα της περιοχής γιατί και αυτά έχουν τα όριά τους. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ισόρροπη ανάπτυξη που θα εξαπλωθεί σε όλους τους Δήμους της Θεσπρωτίας ανάλογα με τις προοπτικές και τις ανάγκες τους και θα «αγκαλιάσει» τόσο τις πόλεις όσο και τα χωριά της. Άλλωστε, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι όσο «ζωντανή» είναι μια ενδοχώρα, τόσο εύρωστα είναι τα αστικά και διοικητικά κέντρα που την εξυπηρετούν.
Στην πορεία αυτή, ο Δήμος Ηγουμενίτσας οφείλει να αναλάβει την πρωτοβουλία συνεννόησης και συντονισμού, όλων των αρμοδίων φορέων. Χωρίς ηγεμονισμούς και αλαζονείες, αλλά με πραγματική διάθεση αγώνα και προσφοράς και με σεβασμό στην αυτοτέλεια και την ιδιαιτερότητα των άλλων περιοχών, αξιοποιώντας όλα τα συνεργατικά εργαλεία που προβλέπει η νομοθεσία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με αρχή, ότι η ανάπτυξη πρέπει να είναι ολιστική και συμπεριληπτική, να περιλαμβάνει δηλαδή όλες τις περιοχές της Θεσπρωτίας, για μόνον έτσι μπορεί να είναι δίκαιη, μόνιμη και βιώσιμη.
Στην επίτευξη αυτού του κοινού στόχου, που αποκτά χαρακτηριστικά επιβίωσης για την περιοχή μας, όλες οι υγιείς και προοδευτικές δυνάμεις του τόπου πρέπει να δηλώσουν δυναμικό παρόν. Με συγκεκριμένες προτάσεις που θα διατυπωθούν σταδιακά τους επόμενους μήνες και θα τύχουν αναλυτικής κοινωνικής διαβούλευσης και επεξεργασίας, καθώς και με την συσπείρωση προσώπων και δυνάμεων γύρω από αυτή την πολιτική, θα διεκδικήσουμε την υποστήριξη της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας, προκειμένου στην πενταετία 2024 – 2029 να σχεδιαστούν και εφαρμοστούν έργα, δράσεις και πρωτοβουλίες, που θα οδηγήσουν την περιοχή μας σε σταθερή και μη αναστρέψιμη αναπτυξιακή τροχιά.
Join the Conversation