Να ξαναγινόμασταν λέει παιδιά και να βρισκόμασταν σε πανηγύρι! Σε εκείνο το κλίμα το εορταστικό και το ευφρόσυνο που μόνο ένα παιδί μπορεί να νιώσει τόσο έντονα και να το χαρεί ως τα τρίσβαθα της καρδιάς του.
Τα δικά μας πανηγύρια, τα βλαχωρίτικα, τη δεκαετία του ’60 ήταν δύο και μισό! Δυο του χωριού μας και ένα της Μίχλας που το μοιραζόμασταν με τους κοντοχωριανούς από την Οσντίνα.
Κανονικά έπρεπε να υπάρχει και ένα τρίτο, της Παναγίτσας στη Ζαγορά. Ουδέποτε όμως θυμάμαι εκεί να λαλήσουν όργανα και να στηθεί χορός. Μόνο μια ζυμαρόπιτα μας φίλευε η μάνα και μετά τα ποδάρια στην πλάτη να βγούμε όλη την ανηφόρα για το χωριό. Εκτός και ήσουν αρσενικού γένους και πήγαινες καβάλα στον γάιδαρο του παππου – Γιώρη!
Αυτοκίνητα τότε δεν είχαμαν, μα ούτε και δρόμο. Ένα μονοπάτι κακοτράχαλο ήταν και γύρω τριγύρω να οργιάζει η φύση με τα βατσούνια της. Η χαρά μου όλη αυτά τα … βατσούνια! Να με ευωδιάζουν οι χελιδρονιές και να τσιμπάω βατόμουρα.
Τουλάχιστον όταν φτάναμε στο σπίτι είχα να περιμένω τα χρόνια πολλά για τη γιορτή μου, τα δώρα και το εορταστικό τραπέζι. Η μάνα μου σε κάτι τέτοια ήταν άπιαστη. Της άρεσε να τραπεζώνει κόσμο και στη δική μου τη γιορτή τα άλλα παιδάκια του χωριού και τους συμμαθητές μου. Με το λιγοστό μισθό των εκπαιδευτικών, με τα πρωτόγονα μέσα εκείνης της εποχής. Πότε έστρωνε τον πατέρα μου να φτιάξει σουβλάκια, περασμένα σε χοντρό σύρμα, πότε πειραματιζόταν με το νέο της απόκτημα, το ψυγείο ΙΖΟΛΑ, να μας φτιάξει παγωτό! Και βέβαια τον καθιερωμένο χαλβά με σιμιγδάλι. Για να ολοκληρωθεί το event βαφτίζαμε και καμιά κούκλα και αποξεχνιόμασταν που το Δεκαπενταύγουστο το χωριό μας δεν είχε πανηγύρι ούτε και είχαμε τον τρόπο να πάμε σε γειτονικά χωριά να διασκεδάσουμε.
Το επίσημο πανηγύρι του χωριού εκείνα τα χρόνια ήταν του Αη – Δημήτρη, της εκκλησίας που δεσπόζει στο Μεσοχώρι του Πολυδρόσου. Ένας λόγος παραπάνω που οι μεγάλοι είχαν βαλθεί να τον αναστηλώσουν και είδαμε να καταφτάνει τότε στο χωριό κοτζάμ Πατριάρχης από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Έφερναν όργανα στο χωριό και το κλαρίνο και το ντέφι σου έπαιρναν τα αυτιά για δυο μέρες συνεχόμενα. Τίποτε άλλο όμως το ξεχωριστό δεν έχω σαν παιδί να θυμάμαι από το πανηγύρι αυτό. Ούτε εκδρομούλα περιλάμβανε και ήταν και ο καιρός φθινοπωρινός και ενίοτε και σχεδόν χειμωνιάτικος. Ορεινή Ήπειρος, τι περιμένεις; Άσε που δούλευε και το σχολείο και μας βάραιναν και τα μαθήματα. Μαζί και το “Μέγαν εύρατο”, το απολυτίκιο του Αγίου που ο δάσκαλος επέμενε να μας μάθει και να το ψάλλουμε κιόλας εμείς στην εκκλησία!
Για μένα μέτραγε αρνητικά και η απουσία της μάνας. Που ήταν διορισμένη σε άλλο χωριό, μακρινό, και ήταν αδύνατο να έρθει στο πανηγύρι του Αη – Δημήτρη. Μόνοι μας με τον πατέρα. Ούτε πίτες ούτε τίποτε το ξεχωριστό στο τραπέζι μας για τη μέρα της γιορτής.
Το πανηγύρι όμως της Αγια – Παρασκευής ήταν άλλο πράγμα! Στην καρδιά του καλοκαιριού και με το χωριό γεμάτο από τους ξενιτεμένους Βλαχωρίτες. Από Αθήνα, από Γερμανία, από Αίγυπτο, από Νότια Αφρική. Πανηγύρι με τα όλα του!
Κατέφταναν ακόμη και συγγενήδες και φίλοι από όλα τα γύρω χωριά. Έτσι το είχαμε τότε. Να έρχονται αυτοί στα δικά μας πανηγύρια και να πηγαίνουμε κι εμείς στα δικά τους. Και βεβαίως οι νοικοκυρές είχαν την υποχρέωση να κουβαλάνε από κοντά την ντραβιτζίκα φορτωμένη με πίτες για να κερνάνε όλους τους γνωστούς. Κι όχι τίποτε ζυμαρόπιτες, μιλάμε για πίτες κανονικές και περίτεχνες. Ρυζόπιτες, μακαρονόπιτες, κριασόπιτες κλπ.
Μαζί και οι κουρελούδες να στρώσουμε στα τσιμεντένια παγκάκια να καθίσουμε. Δηλαδή τι να καθίσουμε; Εμείς τα παιδιά κώλο κάτω δε βάζαμε. Τρέχαμε από δω, τρέχαμε από κει, όλο παιγνίδι και σκανταλιά. Η τρέλα μας η μεγάλη να πάμε κάτω στη Λούτσα να δούμε μπακακάκια και να μας κεράσουν οι μεγάλοι κανένα γλειφιτζούρι από τον πάγκο του πλανόδιου μικροπωλητή.
Εγώ χαρά μεγάλη που είχα και τη μάνα μου κοντά αλλά και τους παππούδες μου από την Αθήνα. Ένιωθα κι εγώ πως έχω οικογένεια. Και παιδομάνι μπόλικο να παίξω. Καμαρώνοντας βέβαια και για το καινούργιο φουστάνι που φρόντιζε η μάνα να μου ράψει, τα αγοραστά ρούχα εκείνα την εποχή ήταν είδος σπάνιο. Τα κατάφερνε καλά η κυρα – Σπυριδούλα και στο ράψιμο. Μαζί και με την κουμπάρα την Ελευθερία από τον Παραπόταμο που ήταν μοδίστρα και είχε και ραπτομηχανή. Κατέβαζαν οι δυο τους τα φιγουρίνια τα γερμανικά και στρώνονταν να μας κάνουν μοντελάκια!
Για τα υπόλοιπα φρόντιζε η γιαγιά, η κυρα – Δήμητρα, με τα δέματα από την Αθήνα. Παπούτσια, καπέλο, ακόμη και τσαντούλα για το χέρι σαν μεγάλη κυρία! Απαραίτητο συμπλήρωμα το χρυσό το σταυρουδάκι με τα βυσσινιά ρουμπίνια. Της γιαγιάς δώρο κι αυτό, αφού του νονού το είχαν κλέψει μαζί με τα άλλα λιγοστά χρυσαφικά της μάνας μου.
Ούτε απολυτίκια είχαμε να παπαγαλίσουμε για την Αγία Παρασκευή αλλά και ο ποδαρόδρομος ήταν εύκολος, ίσιος δρόμος και μικρός. Κι αν ήμασταν και τυχεροί πέφταμε πάνω στον θείο τον Σταύρο, τον Τσιαβο – Μάκο, και μας έπαιρνε με την κούρσα του. Άγιος άνθρωπος, τα καλύτερα έχω να θυμάμαι από εκείνον όπως και από τη θεία Αντωνία. Παρά τα χρήματα ήταν απλοί άνθρωποι, χαμογελαστοί και καταδεκτικοί.
Και να βαράν τα όργανα τα τσάμικα και να πίνουν και να τρώνε οι μεγάλοι, να γελάνε και να χορεύουν μέχρι το απόγευμα. Αυτό ήταν πανηγύρι! Και γλέντι και ξεφάντωμα για όλους.
Κατά τον Σεπτέμβρη υπήρχε βέβαια και ένα άλλο μεγάλο πανηγύρι, της Μίχλας. Πηγαίναμε πάντα. Αλλά δεν ήταν του χωριού μας. Το έκαναν οι Οσντινιάτες. Γλέντι και χορός κι εκεί και πάρα πολύς κόσμος. Για να φτάσουμε όμως από το Βλαχώρι μας έβγαινε η γλώσσα έξω. Αφού ο δρόμος τότε ήταν ένα μονοπάτι πάνω στο βουνό που σου έκοβε τα ποδάρια και σε έκανε να ξεφυσάς σαν ατμομηχανή. Φτάνοντας το συνηθισμένο ήταν να στρώσουμε κάτω κάποια κουβέρτα και να καθίσουμε γύρω γύρω. Δε θυμάμαι να καθόμαστε σε τραπέζια. Ή δεν υπήρχαν ακόμη ή ήταν λίγα και δε χωράγαμε, θα σας γελάσω. Τουλάχιστον ήμασταν ψηλά στο βουνό και απολαμβάναμε τη θέα. Μεγαλώνοντας κατάλαβα και γιατί σ’ αυτό το πανηγύρι ο πατέρας μου ήταν πάντα μουρτζούφλης. Μια τέτοια μέρα είχε φύγει η μάνα του όταν εκείνος ήταν ακόμη 6 ετών. Κι αντί για το γενέθλιο της Θεοτόκου στην καρδιά τη δική του η 8 του Σεπτέμβρη θα είναι πάντα κηδεία…
Πάντως για μένα τα παιδικά πανηγύρια είναι αξεδιάλυτα δεμένα με τη μορφή του παππούλη μου του Θεολόη. Ήταν άνθρωπος που ήξερε όχι μόνο να δουλεύει, να αγωνίζεται, να προσφέρει αλλά και να γλεντάει! Να χορεύει και να τραγουδάει και να μη φοβάται χάρο!
Σαν τύχαινε λοιπόν να ξεφύγει λίγο από τον φούρνο και να έρθει στο χωριό, δεν άφηνε πανηγύρι για πανηγύρι. Από κοντά του κι εμείς. Να διασκεδάζουμε και επιτέλους να συναντάμε και τους συγγενείς μας. Όπως την αδερφή του πατέρα, την Γκέλω, κάτω στη Βροσίνα, και όλα μας τα ξαδέρφια. Όχι πως μας έλειπαν οι παρέες ακόμη και σε πανηγύρια μακρινών χωριών, ο παππούς ο Θεολόης είχε παντού φίλους. Το κέρδος του ανθρώπου που ξέρει να βοηθά αλλά και να είναι έξω καρδιά. Και να ζει στην πράξη το μέτρον άριστον των αρχαίων.
Τον θυμάμαι το τελευταίο καλοκαίρι, κοντεύουν πια είκοσι χρόνια. Με πόση δυσκολία έφτασε στην Ήπειρο. Αργά και βασανιστικά τα βήματά του. Στο πανηγύρι όμως πού να τον κρατήσουμε! Και πήγε και μπήκε και στον χορό. Τον τελευταίο χορό. Λεβέντης ακόμη και στα 90 του και μερακλής.
Join the Conversation