Είναι μια ξεχωριστή εβδομάδα αυτή που διανύουμε για τον ΠΑΣ Γιάννινα. Την Τετάρτη 6 Ιουλίου έγινε το φιλικό των βετεράνων, σε ένα ιστορικό ραντεβού των δύο Άγιαξ. Σήμερα, Παρασκευή, ο ΠΑΣ γιορτάζει την 56η επέτειο από την ίδρυσή του (8 Ιουλίου 1966).
Συνέντευξη με τον Παραμυθιώτη ποδοσφαιριστή από την ίδρυσή του ΠΑΣ Γίαννινα Νικήτα Τσίλη, που έχει και το προνόμιο ότι έβαλε το πρώτο γκολ της ομάδας σε αγώνες πρωταθλήματος.
Είναι αντιληπτό ότι κάθεται απέναντί μας, ένας από τους πρωταγωνιστές της πρώτης παράστασης. Ανήκει σε εκείνη τη γενιά των παικτών που έζησαν τα γεγονότα της συγχώνευσης του 1966, φόρεσαν πρώτοι τη φανέλα του ΠΑΣ, τον κράτησαν όρθιο και τον παρέδωσαν δυνατό στις επόμενες γενιές, μακριά από τις κόντρες και τις προστριβές των παλιών ομάδων, Ατρόμητου, Αβέρωφ, Ολυμπιακού.
Όλοι σχεδόν οι παίκτες, στο ξεκίνημα του ΠΑΣ προέρχονταν από τις παλιές ομάδες των Ιωαννίνων. Όμως κράτησαν τη σημαία ψηλά, στήριξαν την ομάδα στα πρώτα δύσκολα χρόνια, ένωσαν τον κόσμο που ήταν πριν διχασμένος. Αυτή τη μεγάλη γενιά των παικτών τιμούμε σήμερα, μέσα από τη συνέντευξη του Νικήτα Τσίλη. Αγωνίστηκε από το 1961 μέχρι το 1966 στον Ατρόμητο Ιωαννίνων και στη συνέχεια στον ΠΑΣ Γιάννινα μέχρι το 1970. Είχε την τύχη να παίξει στο πρώτο επίσημο παιχνίδι του ΠΑΣ κόντρα στον Ολυμπιακό Πατρών, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος Β’ Εθνικής 1966-67. Άνοιξε τον δρόμο για τη νίκη πετυχαίνοντας στο 43’ το πρώτο γκολ του αγώνα αλλά και της Ιστορίας, κάνοντας μετά το 3-0 οι Μαυριδόπουλος και Τσουρλίδας. Πενήντα έξι χρόνια από εκείνο το παιχνίδι, ο Νικήτας Τσίλης περιγράφει στο στιγμές από εκείνο το ματς, το γκολ που σημείωσε, πως έγινε η συγχώνευση, ποια ήταν η δική του πορεία.
Συμφωνείτε να ξεκινήσουμε ρομαντικά, με τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων σας;
Γεννήθηκα το 1945 στην Παραμυθιά του νομού Θεσπρωτίας, στην περίοδο της Κατοχής. Δύσκολα χρόνια αλλά ήμουν μικρός και δεν καταλάβαινα. Στη δεκαετία που πενήντα που πήγαινα σχολείο, παίζαμε μπάλα ενώ βοηθούσα και τον πατέρα μου που είχε καφενείο. Δεν σταματούσαμε ούτε λεπτό. Να φανταστείς ότι ανεβαίναμε την ξακουστή «Σκάλα της Τζαβέλαινας» στο χωριό Γλυκή, εκεί που περνά και ο Αχέροντας. Είναι ένα μονοπάτι με σκαλοπάτια που οδηγεί στα χωριά του Σουλίου. Εκεί έπεσε με το άλογό της και σκοτώθηκε η Μόσχω Τζαβέλαινα, γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα.
Πως βρεθήκατε κύριε Τσίλη, μετά στα Γιάννινα;
Η Παραμυθιά εκείνα τα χρόνια ήταν πέρασμα. Όσοι ήθελαν να πάνε στην Πάργα για μπάνιο, υποχρεωτικά περνούσαν από την Παραμυθιά. Εκείνα τα χρόνια για να πάει κάποιος από τα Γιάννινα στην Πάργα ήθελε τρεις με τέσσερις ώρες. Οι περισσότεροι γιαννιώτες σταματούσαν για λίγο στην Παραμυθιά και μετά συνέχισαν για την Πάργα. Ένας λοιπόν ταξιδιώτης, ο συμβολαιογράφος Ιωαννίνων Ευθυμιάδης, είδε που παίζαμε μπάλα δίπλα από τον δρόμο και με ξεχώρισε. Ρώτησε πως λέγομαι και έδωσε τα στοιχεία μου στην ομάδα του Ατρόμητου Ιωαννίνων. Μιλάμε για το καλοκαίρι του 1961. Εγώ ήμουν δεκαέξι χρονών.
Σας ακούμε με πολύ προσοχή, συνεχίστε…
Σε λίγες ημέρες ήρθαν στην Παραμυθιά για να με πάρουν στα Γιάννινα οι παράγοντες του Ατρόμητου. Εγώ έπαιζα στην τοπική ομάδα, «Σούλι» Παραμυθιάς, αλλά χωρίς δελτίο, ανεπίσημα. Ο πατέρας μου ήταν σκεπτικός, τους λέει «τι θα κάνει στα Γιάννινα μόνο του και απροστάτευτο ένα δεκαεξάχρονο παιδί;». Τον καθησύχασαν ότι θα αναλάβει όλα τα έξοδα η ομάδα και θα με προσέχουν. Έτσι το φθινόπωρο του 1961 μετακόμισα στα Γιάννινα και συνέχισα εκεί την φοίτηση στο Γυμνάσιο. Έμενα στο ξενοδοχείο «Παλλάδιον» και έτρωγα στο εστιατόριο «Αθηναία» που είχε ο Γιώργος Μπότης, πολύ καλός άνθρωπος και παράγοντας της ομάδας. Ακόμα του χρωστάνε λεφτά.
Πως τα φέρνει η ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη.
Αν δεν με έβλεπε εντελώς τυχαία ο συμβολαιογράφος, θα έμενα στο καφενείο του πατέρα μου στην Παραμυθιά. Θα γινόμουν καφετζής. Ενώ με την μεταγραφή στον Ατρόμητο, έγινα μόνιμος κάτοικος Ιωαννίνων, έκανα οικογένεια, έπαιξα στον ΠΑΣ Γιάννινα που με διόρισε αργότερα στον ΟΤΕ, λύνοντας το επαγγελματικό μου πρόβλημα. Ο Ατρόμητος είχε καλή ομάδα, πρωταγωνιστούσε στο πρωτάθλημα Ηπείρου και από το 1962 που συγχωνεύτηκε με τον Ολυμπιακό Ιωαννίνων, έγινε πιο δυνατή ομάδα. Μάλιστα αγωνίστηκε και στη Β’ Εθνική. Με τις προπονήσεις και υπομονή μπήκα στο πνεύμα και τη νοοτροπία της ομάδας και έγινα βασικός ποδοσφαιριστής.
Φαντάζομαι ότι θα έχετε πολλά να μας πείτε για τα τοπικά ντέρμπι με τον Αβέρωφ Ιωαννίνων.
Είναι γνωστά πράγματα αυτά. Όλη η πόλη ήταν στο πόδι. Υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα. Μου έλεγαν οι μεγαλύτεροι ότι υπήρχαν και πολιτικές αντιθέσεις. Στον Αβέρωφ ήταν δεξιοί και στον Ατρόμητο αριστεροί. Εγώ, προσωπικά, δεν είδα να υπάρχουν τέτοιοι πολιτικοί διαχωρισμοί. Οι πρόεδροι του Ατρόμητου ήταν παράγοντες της δεξιάς, όπως οι Σπύρος Κωνσταντόπουλος και Ιωάννης Ρωμανέλης. Ο Ρωμανέλης ήταν ανάπηρος πολέμου, έχασε τα πόδια πολεμώντας ως έφεδρος αξιωματικός στον εμφύλιο. Μέσα στις ομάδες δεν φαινόταν κάτι τέτοιο. Στον κόσμο μπορεί να υπήρχαν και πολιτικοί διαχωρισμοί και αντιθέσεις. Ήταν δύσκολα και περίεργα χρόνια μετά τον εμφύλιο.
Πως ξεπεράστηκαν τόσο μεγάλες διαμάχες και έγινε το 1966 ο ΠΑΣ Γιάννινα με την συγχώνευση των μέχρι τότε…ορκισμένων εχθρών;
Κατά τη γνώμη μου αυτό οφείλεται κυρίως στους ποδοσφαιριστές. Εμείς μπορεί στο γήπεδο να παίζαμε με πάθος κόντρα στον Αβέρωφ, πανηγυρίζοντας σαν τρελοί τις νίκες, αλλά έξω από το γήπεδο δεν μας χώριζε τίποτα. Πολλές φορές πηγαίναμε για διασκέδαση όλοι μαζί. Το στέκι μας ήταν η ταβέρνα του Πάνου στην οδό Μιχαήλ Αγγέλου. Αν ρωτήσεις και παίκτες του Αβέρωφ, τα ίδια θα σου πουν. Βλέποντας οι παράγοντες τους παίκτες ότι είναι φίλοι μεταξύ τους, δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα, άρχισαν να μαλακώνουν και να ρίχνουν νερό στο κρασί τους, κάνοντας από το 1961 συζητήσεις για συγχώνευση. Το ίδιο και ο κόσμος. Άρχισε να βλέπει θετικά την ιδέα να υπάρχει μια ομάδα στα Γιάννινα που να μπορεί να φτάσει ακόμα και στην Α’ Εθνική.
Επειδή την Παρασκευή 8 Ιουλίου ο ΠΑΣ έχει επέτειο γενεθλίων και εσείς ζήσατε όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα, ποιοι παράγοντες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο για να γίνει η συγχώνευση του 1966;
Όσοι ήταν μέλη στην πρώτη διοίκηση του ΠΑΣ, ήθελαν την συγχώνευση. Από την δική μας πλευρά, οι δύο πρόεδροι, Σπύρος Κωνσταντόπουλος και Γιάννης Ρωμανέλης ήταν υπέρ της συνένωσης. Από τον Αβέρωφ στήριξαν την ιδέα της συγχώνευσης ο πρόεδρος Περικλής Γιαννής, ο Αχιλλέας Φίλιος, ο Ζαφείρης Μπανιώτης και άλλοι. Συνδετικός κρίκος ήταν ο Ξενοφώντας Κοντούρης, πρόεδρος της ΕΠΣΗΠ. Μετά, μπήκαν στο μέσον και πολιτικοί παράγοντες, ο δήμαρχος, ο νομάρχης, πίεσαν και τις δύο ομάδες να συγχωνευτούν. Ο Ατρόμητος λεγόταν από το 1962 και μετά Αθλητικός Όμιλος Ιωαννίνων γιατί είχε απορροφήσει τον Ολυμπιακό Ιωαννίνων, αλλά ο κόσμος μας ήξερε πάλι ως Ατρόμητο.
Το καλοκαίρι του 1966 και συγκεκριμένα στις 8 Ιουλίου, ξημέρωσε η εποχή του ΠΑΣ Γιάννινα. Πως έγινε η επιλογή των παικτών;
Οι περισσότεροι παίκτες ήταν από τον Ατρόμητο. Την επιλογή των παικτών έκαναν οι ομάδες. Οι καλύτεροι παίκτες συνέχισαν στον ΠΑΣ Γιάννινα και όσοι ήταν νεαροί και ταλαντούχοι πήγαν στον ΠΑΣ Μπιζάνι, που ήθελαν τότε να είναι το φυτώριο της μεγάλης ομάδας. Την πρώτη σεζόν 1966-67 είχαμε δύο ομάδες στη Β’ Εθνική, τον ΠΑΣ Γιάννινα και τον ΠΑΣ Μπιζάνι.
Δεν είναι δύσκολο να έχει κανείς συμπαίκτες τους μέχρι πρότινος φανατικούς αντιπάλους του;
Δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα. Ήμασταν φίλοι. Είπα και πριν, ότι μπορεί να σκοτωνόμασταν στο γήπεδο, μπορεί να παίζαμε με πολύ φανατισμό, να υπήρχαν επεισόδια, αλλά το βράδυ στη βόλτα της πλατείας, στο λεγόμενο «νυφοπάζαρο» ήμασταν όλοι μαζί. Πολύ γρήγορα ξεχάσαμε τις παλιές ομάδες και τις κόντρες. Μας ένωσε ο ΠΑΣ Γιάννινα. Υπήρχε οικογενειακό κλίμα. Στα εκτός έδρας παιχνίδια παίρναμε και τις γυναίκες μας. Γίναμε μία οικογένεια. Ενώθηκε και ο κόσμος. Ξεχάστηκαν και οι δεξιοί του Αβέρωφ, ξεχάστηκαν και οι αριστεροί του Ατρόμητου.
Πως λειτουργούσε τότε ο ΠΑΣ; Κάνατε προετοιμασία, τι σύστημα παίζατε;
Προετοιμασία κάναμε στο γήπεδο, δεν πηγαίναμε σε άλλες περιοχές. Δεν υπήρχαν χρήματα. Πολλά πράγματα από συστήματα και τακτικές μάθαμε από τον πρώτο προπονητή μας, τον Κώστα Χούμη. Ήταν διεθνής ποδοσφαιριστής του Εθνικού και μετά έκανε στη Ρουμανία μεγάλη καριέρα. Στον Ατρόμητο και στον Αβέρωφ ήταν προπονητές παλιοί παίκτες, που δεν ήξεραν πολλά πράγματα. Δεν υπήρχε τηλεόραση, τα Γιάννινα ήταν απομονωμένα με περιορισμένους ποδοσφαιρικούς ορίζοντες. Εγώ θαύμαζα από παλιά τον Σιδέρη, τον Δομάζο, τον Παπαϊωάννου, τον Νεστορίδη, τον Λουκανίδη, χωρίς να τους έχω δει στο γήπεδο! Ότι διάβαζα από τις εφημερίδες. Στον Ατρόμητο είχαμε τις κλασικές θέσεις δεξί μπακ, σέντερ μπακ, αριστερό μπακ, κέντρο, επίθεση. Ότι φανταζόταν ο καθένας το έκανε στο γήπεδο. Με τον Χούμη μάθαμε πολλά. Δεν κάθισε όμως πολύ, έφυγε. Μάθαμε αρκετά πράγματα και από τους μεταγενέστερους προπονητές, Πιτσούδη, Καραλάζο, Δεληγιώργη, τον Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού.
Θυμάστε το πρώτο ματς και το πρώτο γκολ που σημειώσατε στο πρώτο επίσημο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό Πατρών;
Ναι θυμάμαι, αν και πέρασαν πολλά χρόνια. Έγινε ένας συνδυασμός από τους Καραμανωλάκη και Τσουρλίδα, έγιναν κάποιες κόντρες και τελικά έβαλα το γκολ που ήταν το πρώτο σε επίσημο παιχνίδι πρωταθλήματος. Κερδίσαμε 3-0. Ούτε εγώ κατάλαβα πως μπήκε εκείνο το γκολ. Ήρθε η μπάλα στα πόδια μου, χωρίς να δω εστία έκανα το σουτ και άκουσα να φωνάζει ο κόσμος γκολ. Εκείνη την χρονιά είχαμε καλή ομάδα, μπορούσαμε να πάρουμε το πρωτάθλημα και να ανεβούμε στην Α’ Εθνική, αλλά μας πήγε πολύ κόντρα η διαιτησία.
Ποια ήταν η κλασική θέση σας;
Εγώ ήμουν κατά κανόνα αριστερός αμυντικός, αλλά έπαιζα και σε άλλες θέσεις. Ήμουν λεπτός, ευκίνητος και μπορούσα να βοηθήσω και μπροστά. Σε δύο παιχνίδια Β’ Εθνικής έπαιξα και τερματοφύλακας. Τότε δεν επιτρεπόταν αλλαγές. Με τους έντεκα παίκτες που ξεκινούσε η ομάδα το ματς, με τους ίδιους το τελείωνε. Δεν μπορούσε να μπει άλλος παίκτης από τον πάγκο. Σε ένα ματς με τα Χανιά στην Κρήτη αποβλήθηκε ο τερματοφύλακας Κοσμάς Μανέγας και κάθισα εγώ κάτω από τα δοκάρια, όπως το ίδιο έγινε και σε ένα παιχνίδι με την Παναχαϊκή στα Γιάννινα που τραυματίστηκε ο Μανέγας και δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Στις προπονήσεις πολλές φορές οι προπονητές, αφού τελείωνε το δίτερμα στο οποίο έπαιζα στη φυσική μου θέση, στο τέλος καθόμουν κάτω από τα δοκάρια και μου έκαναν σουτ για να τα αποκρούω. Ήμουν κατά κάποιον τρόπο ο δεύτερος τερματοφύλακας, έστω και ανεπίσημα.
Για ποια εποχή μιλάμε τώρα;
Κάπου στη διετία 1966 με 1968. Τεράστιο λάθος να μην επιτρέπουν αλλαγές. Σε κάποια ματς μας έβγαινε η γλώσσα από την κούραση. Ακόμα και τώρα, που οι παίκτες είναι καθαρά επαγγελματίες, κάνουν συστηματικές προπονήσεις, αν τους βάλεις να βγάλουν ένα πρωτάθλημα χωρίς αλλαγές και σε γήπεδα νταμάρια, δεν θα αντέξουν. Εμείς δεν κάναμε τις προπονήσεις που κάνουν σήμερα. Ερασιτέχνες ήμασταν. Απλώς ήμασταν γερά παιδιά, σκληραγωγημένα, είχαμε δυνάμεις. Ούτε λεφτά μας έδιναν. Ευτυχώς μας έβαλαν σε δουλειές, στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, σε δημόσιες υπηρεσίες και λύσαμε το βιοποριστικό μας πρόβλημα.
Άλλοι παίκτες της δικής σας γενιάς μας είπαν ότι λόγω ΠΑΣ ανέβηκαν για πρώτη φορά και σε αεροπλάνο. Εσείς;
Στην ίδια μοίρα ήμασταν όλοι. Που να έβρισκα εγώ αεροπλάνο στην Παραμυθιά; Σε αποστολή του ΠΑΣ έκανα και το πρώτο ταξίδι με αεροπλάνο. Μια φορά κινδυνέψαμε πάρα πολύ. Γυρίσαμε Γιάννινα με στρατιωτική ντακότα και παρά λίγο θα πέφταμε πάνω στο Μητσικέλι. Εμείς δεν είχαμε καταλάβει τίποτα. Αφού τελικά προσγειώθηκε το αεροπλάνο, ο πιλότος μας είπε, θυμάμαι ακόμα τα λόγια του, «αν ποτέ πάει κανείς ψηλά στο Μητσικέλι, ας κάνει μια προσευχή και να ευχαριστήσει τον Θεό που δεν μείναμε για πάντα εκεί». Πάθαμε σοκ όταν το ακούσαμε.
Μέχρι πότε αγωνιστήκατε στον ΠΑΣ;
Αγωνίστηκα μέχρι τον Απρίλιο του 1970. Σε ένα ματς με τον Απόλλωνα Αθηνών έγιναν επεισόδια, ο διαιτητής Ζαχείλας έγραψε ψέματα στο φύλλο αγώνος ότι του πέταξα πέτρα για να τον χτυπήσω και τιμωρήθηκα με αποκλεισμό δύο ετών. Έφτασα μέχρι τον Ασλανίδη που ήταν Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού. «Κύριε γενικέ σας ορκίζομαι στη ζωή μου δεν πέταξα πέτρα εγώ, βοηθήστε με να συνεχίζω το ποδόσφαιρο», του είπα. Φάνηκε να δείχνει κατανόηση, αλλά δεν μου χάρισε την ποινή. Έτσι σε ηλικία 25 ετών σταμάτησα την καριέρα μου στον ΠΑΣ. Έπαιξα λίγο στο Πέραμα, στον Παμφρουριακό και στη συνέχεια έγινα διαιτητής. Ο Ζαχείλας μου έκοψε το ποδόσφαιρο. Συναντηθήκαμε μετά από χρόνια, ως συνάδελφοι διαιτητές, σε σεμινάριο διαιτησίας στη Νέα Αρτάκη της Εύβοιας και του τα έψαλα.
Κρίμα, λίγο μετά ήρθαν και οι έξι Αργεντινοί ποδοσφαιριστές. Θα τους είχατε συμπαίκτες.
Όταν ήρθαν το 1972 αυτοί εγώ είχα αποχωρήσει. Πήγαινα και τους έβλεπα στις προπονήσεις. Εμείς πήγαμε τον ΠΑΣ μέχρι ενός σημείου, εκεί που μπορούσαμε. Αυτοί τον εκτόξευσαν. Τον ανέβασαν ψηλά. Του έδωσαν ένα άλλο τέμπο, λατινοαμερικάνικο. Ότι ήταν ο Γκάλης για το ελληνικό μπάσκετ, ήταν οι Αργεντινοί ποδοσφαιριστές για τον ΠΑΣ Γιάννινα. Αν δεν ερχόντουσαν αυτοί, δεν ξέρω ποια θα ήταν η τύχη της ομάδας και αν θα ανέβαινε ποτέ στην Α’ Εθνική.
Πως τα πήγατε με τη διαιτησία;
Έφτασα μέχρι την Β’ Εθνική ως διαιτητής. Ήμουν επόπτης και σε έναν διεθνή αγώνα της εθνικής Ελλάδας με την Κύπρο που έγινε στα Γιάννινα, με ρέφερι τον Φακή. Ήμουν διαιτητής και μετά παρατηρητής κάπου δώδεκα με δεκατρία χρόνια. Δύσκολο το έργο τότε των διαιτητών. Ήταν απείθαρχοι οι παίκτες, στα γήπεδα είχε πολύ κόσμο, γινόταν επεισόδια, δεν υπήρχαν βίντεο για να δεις που έκανες λάθη.
Είχατε ως διαιτητής καμία περιπέτεια;
Σε ένα ματς του Αίαντα στη Σαλαμίνα κυνηγούσαν με ξύλα έναν παράγοντα αντίπαλης ομάδας, ο οποίος για να σωθεί ήρθε και τρύπωσε μέσα στα αποδυτήρια των διαιτητών. Δεν είχαμε ακόμα ξεντυθεί. Βγήκα εγώ να δω τι γίνεται και νόμιζαν ότι εγώ είμαι αυτός που κυνηγούσαν και όρμησαν σε μένα. Τους απώθησα σε πρώτη φάση και τους είπα ότι είμαι ο διαιτητής. Και μια άλλη φορά κοντέψαμε να σκοτωθούμε σε τροχαίο ατύχημα, λίγο έξω από τα Γιάννινα. Γυρίζαμε και οι τρεις διαιτητές με το ίδιο αυτοκίνητο μετά από αγώνα ερασιτεχνικής κατηγορίας και έπεσε πάνω μας ένα αγροτικό αυτοκίνητο. Ευτυχώς δεν σκοτωθήκαμε. Εγώ χτύπησα με το κεφάλι στο παρμπρίζ και ζαλίστηκα. Όταν ήρθε το ασθενοφόρο νόμισαν ότι εγώ είχα τελειώσει. Μας πήγαν στο νοσοκομείο. Εκείνο το βράδυ θα γινόμουν κουμπάρος, είχαμε γάμο. Παντρευόταν η κοπέλα που είχαμε βαφτίσει. Τελικά, στεφάνωσε τα παιδιά η γυναίκα μου. Η νύφη ήρθε με το νυφικό και με είδε στο νοσοκομείο. Συγκινήθηκα πολύ.
Ποιος βάφτισε τον ΠΑΣ ως «Άγιαξ της Ηπείρου»;
Μη σου πω ψέματα δεν το ξέρω. Σίγουρα είπαν έτσι την ομάδα γιατί έπαιζε καλό ποδόσφαιρο, όπως ο Άγιαξ του Κρόιφ. Περισσότερο γνωστό έγινε το όνομα «Άγιαξ της Ηπείρου» απ’ όταν βγήκε ο ύμνος του Αλέκου Κιτσάκη. Κάπου στα 1972 με 1973 πρέπει να έγινε αυτό.
Συνέντευξη στον Βαγγέλη Γυφτόπουλο και την εφημερίδα Ηπειρώτικος Αγών
Join the Conversation