Μια σειρά από ιδιωτικά ετοιμόρροπα (μερικώς ή ολικώς) κτήρια που ελλοχεύουν κινδύνους για οδηγούς και πεζούς, βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο Παραμυθιάς. Κτήρια παρατημένα που με το πέρασμα των ετών έχουν μετατραπεί σε παγίδες, είναι διάσπαρτα στο γραφικό σημείο αυτό της πόλης, με τους επαγγελματίες και τους επισκέπτες να εκπέμπουν sos.
Βαθιά ρήγματα, αποκολλημένοι σοβάδες, γερμένα στηθαία, είναι μόνο μερικές από τις φθορές που αντιλαμβάνεται ο διερχόμενος περιπατητής που αναγκαστικά περνά από κάτω τους.
Ειδικά σε μια περιοχή με συχνούς σεισμούς, ο κίνδυνος για κάποιο σοβαρό ατύχημα φαντάζει αναπόφευκτος πόσο μάλλον οταν μερικά από αυτά βρίσκονται στην Λαϊκή Αγορά Παραμυθιάς, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Αλλά και τα έντονα καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα, φέρνουν για μία ακόμη φορά στην επικαιρότητα το θέμα με τα σημεία που κάθε άλλο παρά ασφαλής τόπος για τους διερχόμενους πολίτες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Τον Απρίλιο του 2021, τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού θέσπισαν μια νέα ρύθμιση, με την οποία θα εξετάζονται με «fast track» διαδικασία αιτήματα κατεδάφισης ετοιμόρροπων κτιρίων – όχι διατηρητέων. Η ρύθμιση, που συμπεριελήφθη στον ν. 4787/21, προβλέπει πως δημιουργούνται ειδικές επιτροπές επικινδύνως ετοιμόρροπων, μία σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση, οι οποίες θα αποφασίζουν για την κατεδάφιση επικίνδυνων κτιρίων που είναι προγενέστερα των 100 ετών. Οι επιτροπές είναι επταμελείς (με μέλη υπαλλήλους των δύο συναρμόδιων υπουργείων και πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες), θα επισκέπτονται τα κτίρια και θα αποφασίζουν εντός 15 ημερών για την κατεδάφισή τους.
Βασικός στόχος επιτροπών αυτών είναι να αρθούν οι υφιστάμενες δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, όπως οι χρονοβόρες συνεδριάσεις πολλών επιτροπών για το ίδιο θέμα, καθώς και αντιφατικές γνωμοδοτήσεις που κωλυσιεργούν μέχρι σήμερα τη λήψη απόφασης για την κατεδάφιση όσων κτιρίων είναι επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτιστικού κτιριακού αποθέματος.
Κατά τον Αστικό Κώδικα ο κύριος ή νομέας του κτίσματος ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε σε τρίτον, εξαιτίας ολικής η μερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρησή του
Η ευθύνη ενός δήμου είναι να καταγράφει τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και να προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τους ιδιοκτήτες, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις αυτό είναι αδύνατο. Υπάρχει ένα ασαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς, γιατί κάποια κτίρια ανήκουν στο Δημόσιο και κάποια έχουν πολλούς κληρονόμους. Τις περισσότερες φορές, ο δήμος δεν μπορεί να επέμβει, μόνο πρωτοβουλίες έχει τη δυνατότητα να αναλάβει, αλλά με το συγκεκριμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι πρακτικά αδύνατο.
Γιαυτο τον λογο την ευθύνη την φέρει, κατά μείζον λόγο, ο/οι ιδιοκτήτης/τες. Στο πλαίσιο αυτό βρίσκεται και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 157/ 2020), σύμφωνα με την οποία:
“Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων υπηρεσιών περί του ενδεχόμενου κινδύνου λόγω στατικής ή δομικής ανεπάρκειας κτιρίου, δεν ιδρύεται υποχρέωση διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου προς διαπίστωση της επικινδυνότητας του κτιρίου, ελλείψει δε διαπίστωσης της επικινδυνότητας δεν ιδρύεται νόμιμη υποχρέωση των ίδιων οργάνων να διατάξουν τα κατάλληλα μέτρα άρσης του κινδύνου”. Επομένως, η παράλειψη άσκησης από τη Διοίκηση των προβλεπόμενων στα άρθρα 424 και 425 του ΚΒΠΝ αρμοδιοτήτων δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη προς αποζημίωση”. Οπότε, οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να προβληματιστούν πολύ σοβαρά πλέον για το θέμα αυτό.
Join the Conversation