Για αγώνα επιβίωσης κάνουν λόγο εκπρόσωποι των αγροτών της Ηπείρου που επιδιώκουν να εναρμονίσουν τη στάση τους με τις πανελλαδικές κινητοποιήσεις.
Η συμμετοχή του γεωργοκτηνοτροφικού τομέα στην τοπική οικονομία είναι μεγάλη και πάντως ξεπερνάει κατά πολύ τον πανελλαδικό μέσο όρο που είναι 4% στην παραγωγή και το 8% με τη μεταποίηση.
Η συνεισφορά του αφορά στην παραγωγή και στην απασχόληση, στηρίζοντας ταυτόχρονα και σειρά μεταποιητικών μονάδων αλλά και αρκετών βιομηχανιών τροφίμων, που παρέχουν αγροτοδιατροφικά προϊόντα σε Ελλάδα και πολλές χώρες του εξωτερικού, ενισχύοντας τις εξαγωγικές επιδόσεις. Με βάση στοιχεία από πρόσφατες έρευνες στην Ήπειρο λειτουργούν αποτελεσματικά αρκετές επιχειρήσεις παράγοντας υψηλής ποιότητας επώνυμα προϊόντα, όπως είναι η φέτα που χαρακτηρίζεται ως η ναυαρχίδα των εθνικών εξαγωγών.
Ως γνωστόν στην Ήπειρο παράγεται περίπου το 40% του προϊόντος της πτηνοτροφίας, μεγάλο κομμάτι των ακτινιδίων και των εσπεριδοειδών καθώς και αλιευμάτων. Ωστόσο και παρά τη μεγάλη τοπική και εθνική σημασία του κλάδου τα προβλήματα αθροίζονται και υπονομεύουν την υπόσταση και τις προοπτικές του πρωτογενούς τομέα.
Η υποχώρηση του αγροτικού τομέα σχετίζεται επίσης και με την κοινωνική συνοχή, αλλά και με το δημογραφικό ζήτημα που στην Ήπειρο είναι οξύτατο. Τουλάχιστον δύο Δήμοι κατατάσσονται μεταξύ των πλέον γερασμένων στην Ευρώπη.
Επιπλέον και όπως έχει τονιστεί το θέμα της επάρκειας στην παραγωγή διατροφικών προϊόντων από τον πρωτογενή τομέα, είναι θέμα εθνικής κυριαρχίας.
Όπως σε όλη την Ελλάδα και προδήλως στην Ήπειρο, με τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, οι κύριες διαρθρωτικές αδυναμίες του αγροτικού τομέα περιλαμβάνουν τον κατακερματισμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, την αναποτελεσματική οργάνωση, την χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και εξοπλισμού, τη δυσμενή ηλικιακή και εκπαιδευτική διάρθρωση του ανθρώπινου δυναμικού, τη μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις και την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την αποτελεσματική προώθηση των Ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ η αντιμετώπιση των συνεπειών των διαρθρωτικών αδυναμιών του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα, (στασιμότητα, χαμηλή παραγωγικότητα, φθίνουσα τάση στην απασχόληση, χαμηλό επίπεδο επενδύσεων), είναι απαραίτητη για να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη της παραγωγής και τη βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος τα επόμενα χρόνια. Η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει ο εγχώριος αγροτικός τομέας καθορίζει αλλά και αλληλεπιδρά με τον τομέα των αγροτικών εφοδίων, καθώς η ορθολογική χρήση εγκεκριμένων αγροτικών εφοδίων αποτελεί ενισχυτικό παράγοντα της αποδοτικότητας των καλλιεργειών και απαραίτητο συστατικό της προσπάθειας αγροτικής ανάπτυξης.
Με εντοπισμένες τις αδυναμίες και με επίγνωση των παρεμβάσεων ανάταξης, πλέον είναι ζήτημα συνολικής αναδιάρθρωσης του αγροτοδιατροφικού τομέα. Η τεχνογνωσία αλλά και οι οικονομικοί πόροι υπάρχουν.
Η τεχνογνωσία μπορεί να αντληθεί και να διαχυθεί από τη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καθώς και από τα υπό δημιουργία αγροτοδιατροφικά ινστιτούτα και οι πόροι είναι δυνατόν να διοχετευθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Και όπως τονίζουν οι ειδικοί ο ευρύτερος στρατηγικός σχεδιασμός οφείλει να συμπεριλάβει δράσεις που αφορούν και σχετίζονται με την ανάπτυξη επωνυμίας και ταυτότητας ελληνικών τροφίμων, την ενίσχυση της εφοδιαστικής αλυσίδας και φυσικά τον προσανατολισμό στις ανάγκες της αγοράς. Κρίσιμος παράγων στον οποίο η Ήπειρος υστερεί πανελλαδικά, είναι οι υποδομές και λειτουργία υπηρεσιών logistics και μεταφοράς για έγκαιρη παράδοση.
Μολονότι διαθέτει την Ηγουμενίτσα που είναι από τις βασικές θαλάσσιες πύλες εισόδου και εξόδου προς την Ευρώπη και δύο σύγχρονους αυτοκινητόδρομους (Ιόνια- Εγνατία), η οργάνωση του εμπορίου και των μεταφορών είναι σε τριτοκοσμικό επίπεδο.
Τέλος, υπάρχει άμεση ανάγκη επενδύσεων. Επενδύσεις στην παραγωγή, τη μεταποίηση και την εμπορία ώστε τα φημισμένα Ηπειρώτικα προϊόντα να φτάσουν με ταυτότητα στις μεγάλες παγκόσμιες αγορές
Απο την ΕΡΤ
Join the Conversation