H δημοσιοποίηση στις 12 Νοεμβρίου του δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας DESI 2021 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που παρακολουθεί την ψηφιακή πρόοδο των κρατών-μελών, όχι μόνο δεν ασπάζεται το αφήγημα των κ.κ. Μητσοτάκη-Πιερρακάκη για το δήθεν «ψηφιακό άλμα» που πέτυχε το επιτελικό κράτος, αλλά επιβεβαιώνει την κριτική μας όλο το προηγούμενο διάστημα στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής.
Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η από το τέλος (25 στους 27) στην Ε.Ε. στον γενικό δείκτη DESI 2021 για το έτος 2020, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ενώ σε επιμέρους δείκτες της συνδεσιμότητας (υποδομές ) και στην ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες βρίσκεται στην τελευταία και προτελευταία θέση αντίστοιχα, ενώ και στους υπόλοιπους επί μέρους δείκτες του ανθρωπίνου κεφαλαίου και της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών βρίσκεται πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ευθύνη της κυβέρνησης που ακύρωσε εμβληματικά έργα όπως του Ultra Fast Broadband και το σύστημα μικροδορυφόρων αλλά και το διαγωνισμό για τις νέες ταυτότητες eiD που βρήκε έτοιμα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση είναι τεράστια για την υστέρηση που καταγράφεται στους συγκεριμένους τομείς. Η κυβέρνηση απαντά στις επισημάνσεις της επιτροπής και δεσμεύεται για τα συγκεκριμένα αλλά και άλλα πολλά έργα που βρήκε έτοιμα, να τα υλοποιήσει μέσω του ταμείου ανάκαμψης παρουσιάζοντας τα ως νέα χωρίς να δικαιολογεί την κωλυσιεργία 2 ετών. Ακόμη, η καθυστέρηση των βασικών έργων υποδομών της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της συνδεσιμότητας όπως το ΣΗΔΕ και ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ που βρήκαν σε εξέλιξη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και θα έπρεπε να έχουν ήδη ολοκληρωθεί, αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση επιβράδυνε την πρόοδο που είχε ξεκινήσει να συντελείται ως προς την ψηφιακή σύγκλιση της χώρας μας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε κρίσιμους τομείς.
Η έκθεση καταρρίπτει και τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης όλο το προηγούμενο διάστημα ότι πολλοί περισσότεροι πολίτες κάνουν χρήση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του κράτους καθώς ο επιμέρους δείκτης για τους χρήστες της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σημείωσε οριακή πτώση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (67% το ’21 αντί 68% το ‘19) επιβεβαιώνοντας την κριτική μας. Να σημειωθεί ότι και στις θέσεις εργασίας στον κλάδο Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών καταγράφεται σημαντική πτώση παρά τη ζήτηση που είχαν αυτές οι ειδικότητες στον καιρό της πανδημίας.
Τέλος, η δέσμευση της κυβέρνησης, σύμφωνα με την έκθεση, για παροχή δανείων 330εκ € μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης για την ψηφιοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) που βρίσκεται χαμηλά μόνο ως ανέκδοτο ακούγεται στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, όταν η συντριπτική πλειοψηφία αυτών δεν μπορεί να περάσουν ούτε απ’έξω από τις τράπεζες με τα ισχύοντα κριτήρια δανεισμού αποκλείοντάς τους έτσι από την πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Η υπόθεση της ψηφιακής μετάβασης απαιτεί αποτελεσματικότητα και σχέδιο για βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη αξιοποιώντας την ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης και δεν μπορεί να εξαντλείται στην επικοινωνιακή υπερπροβολή μικρών αυτονόητων έργων που παρουσιάζονται ως μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Το πολυδιαφημισμένο επιτελικό ψηφιακό κράτος αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων και η όποια πρόοδος έχει συντελεστεί σε επιμέρους δείκτες δεν δικαιολογεί επουδενί τους πανηγυρισμούς.
Εάν η ψηφιακή πολιτική, που επαίρεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι εκεί τουλάχιστον έχει κάνει άλματα έχει αυτά τα πενιχρά αποτελέσματα, όλοι καταλαβαίνουν το πόσο αποτυχημένη είναι στην διακυβέρνηση της χώρας.
Join the Conversation