Το κείμενο που ακολουθεί είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, το περιεχόμενο διάλεξης που διοργανώθηκε από το «Ίδρυμα Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου» και πραγματοποιήθηκε την 20 η Οκτωβρίου 2014, στην «Αίθουσα Κ. Κατσάρη» του μεγάρου της «Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών», στα Ιωάννινα.”
Θα αναρωτιέστε, ίσως, πως γίνεται ένας μαθηματικός να σας μιλάει για το 40. Επειδή, λοιπόν, και πέραν των παρεμπιπτουσών ασχολιών μου, όλα τα πράγματα έχουν την αφορμή τους, να σας πω ότι, όπως οι περισσότεροι Ηπειρώτες της γενιάς μου, μεγάλωσα και εγώ σ’ ένα σπίτι φορτωμένο με πολλές μνήμες, βιώματα και ιστορίες από τον πόλεμο του 40 και την κατοχή που ακολούθησε.
Ήμουνα γύρω στα 14-15 όταν ανακάλυψα σε κάποια χαρτιά του πατέρα μου ένα γράμμα, γραμμένο το 1950 από κάποιον συνταγματάρχη, τότε, ονόματι Κωνσταντίνο Πανταζή. Μεταξύ άλλων, του έγραφε ότι δεν ξεχνάει τις κακουχίες που περάσανε μαζί στην Αλβανία.
Ρώτησα λοιπόν τον πατέρα μου ποιος είναι ο Πανταζής και μου απάντησε ότι ήταν ο διοικητής του τάγματός του από την πρώτη ως την τελευταία μέρα του πολέμου.
Επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση. Στην μεγάλη μάχη του Καλπακίου, 2 και 3 Νοεμβρίου του 40, οι Ιταλοί υπέστησαν δεινή ήττα. Παρόλα αυτά είχαν μια πρόσκαιρη επιτυχία. Το απόγευμα της 2ας Νοεμβρίου ένα επίλεκτο τάγμα (τάγμα θανάτου) ιταλών κατέλαβε τη Γκραμπάλα, ύψωμα στρατηγικής σημασίας στη διάβαση του Καλπακίου. Ο Κατσιμήτρος ανήσυχος, μήπως δημιουργηθεί ρωγμή στη γραμμή άμυνας, διέταξε την άμεση και πάση θυσία ανακατάληψη, της Γκραμπάλας.
Και ανέθεσε τη δύσκολη αποστολή στο ΙΙΙ/15 τάγμα της Μεραρχίας του, που είχε διοικητή έναν έμπειρο ταγματάρχη, βετεράνο της μικρασιατικής εκστρατείας. Το ΙΙΙ/15 τάγμα αναρριχήθηκε μέσα στη νύχτα αθόρυβα στο ύψωμα, φτάνοντας πολύ κοντά στις θέσεις των Ιταλών. Τα χαράματα της 3ης Νοεμβρίου εξόρμησε με χειροβομβίδες και εφόπλου λόγχη και εκτόπισε τους Ιταλούς που υποχώρησαν με βαριές απώλειες. Η Γκραμπάλα λοιπόν ανακαταλήφθηκε και παρά τις πείσμονες και επίμονες προσπάθειες των Ιταλών, τις επόμενες μέρες, παρέμεινε τελικά σε ελληνικά χέρια. Διοικητής του ΙΙΙ/15 τάγματος ήταν ο Κωνσταντίνος Πανταζής και ένας από τους στρατιώτες που αναρριχήθηκαν εκείνο το βράδυ στη Γκραμπάλα ήταν και ο πατέρας μου. Από τότε χρονολογείται η φιλία τους που σφυρηλατήθηκε στη διάρκεια του πολέμου και διατηρήθηκε πολλά χρόνια μετά.
Κάποια στιγμή θέλησα να ιχνηλατήσω μέσα από τη βιβλιογραφία την πορεία του ΙΙΙ/15 τάγματος στο μέτωπο, έτσι, για να δω τα μέρη που πολέμησε ο πατέρας μου. Και επειδή το ένα βιβλίο φέρνει το άλλο…, ένα μικρό καταστάλαγμα αυτών των διαβασμάτων για το 40 είναι η σημερινή ομιλία.
Ας έρθουμε, λοιπόν στο κυρίως θέμα μας:
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα και μέχρι το 1940, οι σχέσεις Ελλάδας και Ιταλίας δοκιμάστηκαν πολλές φορές, κυρίως εξαιτίας του ζητήματος των Δωδεκανήσων, καθώς και του ζητήματος της Βορείου Ηπείρου.
Ειδικότερα, από τη ανακήρυξη του Αλβανικού κράτους το 1912 και σ’ όλο το διάστημα του μεσοπολέμου, η παρέμβαση της Ιταλίας στις σχέσεις Αλβανίας και Ελλάδας υπήρξε πάντοτε καθοριστική. Μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία η διπλωματική, και όχι μόνο, ανάμιξη της Ιταλίας εξελίχθηκε σε μια απροσχημάτιστα εχθρική συμπεριφορά προς τη χώρα μας, που, πολλές φορές, περνούσε μέσα από χονδροειδείς προπαγανδιστικές ενέργειες, αλλά και ανοιχτές προκλήσεις, που μόνο ο ηχηρός λατινογενής όρος «προβοκάτσια» θα μπορούσε να αποδώσει. Η επεισοδιακή διαδικασία της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, με τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι και τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας, την 31 Αυγούστου του 1923, είναι το πρώτο και απόλυτα ενδεικτικό δείγμα γραφής του νέου καθεστώτος. Ακολούθησε το θέμα της υπαγωγής ή μη των Τσάμηδων στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπου η Ιταλία είχε συνεχείς διπλωματικές παρεμβάσεις, μέχρι να χαρακτηριστούν, τελικά το 1926, οι Τσάμηδες ως αλβανική μειονότητα και να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Στην τελική ευθεία της περιόδου αυτής, από το 1938 και μετά, και για την προετοιμασία και τη διαμόρφωση του κλίματος της επίθεσης της 28ης Οκτωβρίου του 1940, η προπαγάνδα και οι προβοκάτσια έγιναν καθημερινή πρακτική της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της χώρας μας. Κατά τη περίοδο αυτή, στα σκοτεινά γραφεία των αξιωματούχων του φασιστικού κόμματος εκπονήθηκαν και υλοποιήθηκαν αδίστακτοι και κυνικοί σχεδιασμοί, που, με τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τότε και πέρα από τις τραγικές και καταστροφικές τους συνέπειες, πολλοί από αυτούς σήμερα φαντάζουν κωμικοτραγικοί.
Με την κατάληψη της Αλβανίας από τη Ιταλία, τον Απρίλιο του 1939, οι προθέσεις της Ιταλίας απέναντι στην Ελλάδα καθίστανται πλέον απόλυτα φανερές. Η Ιταλία σε ρόλο προστάτη των απανταχού της Βαλκανικής Αλβανών, γίνεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο ωμή στην συμπεριφορά της. Δεν θα σταθώ στις πολύ γνωστές προκλήσεις του τορπιλισμού της Έλλης και τους βομβαρδισμούς ελληνικών πλοίων μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα από ιταλικά αεροπλάνα στις παραμονές του πολέμου. Θα αναφερθώ σε λιγότερο γνωστά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κοντά στην περιοχή μας. Η δολοφονία του διαβόητου ληστή Νταούτ Χότζα και η άγρια εκμετάλλευσή της από τους φασιστικούς μηχανισμούς της προπαγάνδας, το καλοκαίρι του 1940, είναι μια πολύ γνωστή επίσης και χαρακτηριστική περίπτωση. Ενδεικτικό του κλίματος των ημερών αυτών, είναι το περιεχόμενο και το ύφος του εγγράφου που απευθύνει ο υπουργός των Εξωτερικών Τσιάνο προς τον Πρεσβευτή της Ελλάδος στη Ρώμη τον Αύγουστο του 1940. Γράφει ο Τσιάνο:
«… Οι προηγούμενες αλβανικές κυβερνήσεις παραζαλισμένες από τις πολλές σκοτούρες τους, είχανε αφήσει στην τύχη τους αυτούς τους βασανισμένους πληθυσμούς…. Η δολοφονία του Χότζα διαδηλώνει πόσο αβάσταχτη και αφόρητη έγινε η κατάσταση…. Ύστερα από την ένωση της Αλβανίας με την Ιταλία τα διάφορα προβλήματα που αναφέρονταν στις σχέσεις ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα επεκταθήκανε και περιληφθήκανε σ’ εκείνα που αναφέρονταν ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα…. Η καλόβολη αναμονή της Ιταλικής κυβέρνησης σε τούτο, όσο και σε πλήθος από άλλα ζητήματα που δημιουργηθήκανε από τις σχέσεις ανάμεσα στα δυο κράτη υπήρξε μάταιη και αποκαρδιωτική.»
Οι αλυτρωτικές διαθέσεις των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας καλλιεργήθηκαν για χρόνια και, από ένα σημείο και μετά, χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά ως όχημα προπαγάνδας για να δικαιολογηθεί η επίθεση της Ιταλίας σε βάρος της Ελλάδας το 1940.
Ένα σημαίνον στέλεχος του Ιταλικού φασιστικού κόμματος, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προετοιμασία της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα την 28 Οκτωβρίου του 40, ήταν ο Φραντσέσκο Γιακομόνι. Ο Γιακομόνι γεννήθηκε στο Ρήγιο (Ρέτζιο) της Καλαβρίας το 1893. Υπηρέτησε ως Γενικός Τοποτηρητής της Ιταλίας στην Αλβανία από το 1939 και κατά τη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα.
Στις 12-3-1945, καταδικάστηκε από ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας σε πολυετή κάθειρξη, ως συνυπεύθυνος για την ήττα της Ιταλίας στον πόλεμο της Αλβανίας. Όμως, 3 χρόνια μετά, την 6-3-1948, με απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού δικαστηρίου η πρώτη απόφαση ακυρώνεται. Από την αλληλογραφία του με τον Τσιάνο και άλλους παράγοντες της ιταλικής κυβέρνησης, ο Γιακομόνι αποκαλύπτεται ως ένας συνειδητός υπηρέτης του φασισμού, που είχε ειδικευτεί στο να παρουσιάζει στους προϊσταμένους του τα πράγματα όπως εκείνοι θα ήθελαν να τα ακούσουν. Σε συνεργασία με Αλβανούς πράκτορες, που μπαινοβγαίνουν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Τσαμουριά, βυσσοδομεί σε βάρος της Ελλάδος στη δυτική Ήπειρο και την Πίνδο.
Στόχος των ενεργειών του ήταν η διατήρηση σε υψηλούς τόνους των αλυτρωτικών διαθέσεων των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία και μιας μερίδας βλαχόφωνων στην Πίνδο. Με ύφος που ξεχειλίζει από φασιστική αλαζονεία, χτίζει μέσα από τα έγγραφά του μια, εν πολλοίς, εικονική πραγματικότητα, που από ένα σημείο και πέρα, φαίνεται να την πιστεύει ίσως και ο ίδιος. Κύριος στόχος των ενεργειών του είναι να καταγραφεί ο ίδιος ως βασικός συντελεστής του επερχόμενου ιταλικού θριάμβου κατά της Ελλάδας.
Γράφει λοιπόν ο Γιακομόνι, στον Τσιάνο, από τα Τίρανα την 17-8-1940:
«Περιστοιχιζόμενος από ένα πλήθος ενθουσιώντων αντιπροσωπευτικών τάξεων του λαού προετοιμάζω με πάσα μυστικότητα μια πολιτικο-στρατιωτική δραστηριότητα της οποίας η έναρξη θα σημάνει όταν η εξοχότητά σας δώσει το σύνθημα.
Για το σκοπό αυτό θα προσπαθήσω να στρατολογήσω:
Στοιχεία κατάλληλα τα οποία θα διεκπεραιωθούνε στο ελληνικό έδαφος και θα διαπράξουνε μόνα τους ή με συνεργασία Αλβανών της Τσαμουριάς πράξεις τρομοκρατίας για να οργανώσουνε κλεφτοπόλεμο που να αποβλέπει στην καταπόνηση του εχθρικού στρατού. … Άνθρωποι της απόλυτης εμπιστοσύνης θα πάνε στη Τσαμουριά για να προετοιμάσουνε την αλβανική μειονότητα να βρίσκεται σε επιφυλακή όταν ξεσπάσει κάποιο επεισόδιο.»
Και ξανά ο ίδιος, στον Τσιάνο, από τα Τίρανα στις 24-8-1940.
«… Πληροφοριοδότες που καταφθάσανε από την πέρα από τα σύνορα περιοχή αναφέρουνε ότι οι Τσαμουριώτες με αγωνία περιμένουνε τη στιγμή της απελευθέρωσής τους. Τούτοι δεν ζητούνε παρά όπλα για να επιτεθούνε την κατάλληλη στιγμή, ενάντια στους καταπιεστές τους. Ακόμα και οι κάτοικοι της Πίνδου ήλθανε σε επικοινωνία μαζί μας, σαν συνέχεια της θύμησης της ευτυχισμένης περιόδου (1917-1918) όταν είχαν έλθει σε επαφή με τα ιταλικά στρατεύματα και είχανε δει να κυματίζει η τρίχρωμη σημαία μας στολισμένη και με τη λύκαινα της Ρώμης. Επιθυμούνε να ενωθούνε με την Αλβανία στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας….
Ο ανώτερος φασιστικός σύμβουλος Νεμπίλ Ντίνο πήγε στην Πρέβεζα για να έλθει σε επαφή με τους φίλους του παρέμεινε εκεί μέχρι σήμερα χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς.»
Την ίδια στιγμή που προετοιμάζει τη συμμετοχή των Αλβανών στην σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Ελλάδας και δείχνει να επενδύει σ’ αυτή τη συμμετοχή, δεν διστάζει να μιλήσει άκρως υποτιμητικά γι΄ αυτούς. Ο φασιστικός και ρατσιστικός παραλογισμός σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Γράφει λοιπόν, ο Γιακομόνι προς τον Υφυπουργό των Αλβανικών Υποθέσεων Μπενίνι την 24-9-1940.
«Η επιστράτευση της αλβανικής φασιστικής Μιλίτσιας περιορίστηκε για λόγους οικονομίας σε μια μόνη λεγεώνα. Παρόλη την προθυμία για κατάταξη περιορίσαμε τον αριθμό των εθελοντών από 6000 που είχε προβλεφθεί σε 3000 για να μη δημιουργήσουμε όγκο από ήρωες της δεκάρας.»
Χαρακτηριστικά δείγματα του τρόπου αποτίμησης πραγμάτων, γεγονότων και καταστάσεων από την ανώτατη ηγεσία της φασιστικής Ιταλίας, είναι κάποια αποσπάσματα από τα Πρακτικά της Σύσκεψης στο Παλάτσο Βενέτσια στις 15-10-1940, παρουσία του Μουσολίνι. Παρόντες επίσης οι Τσιάνο, Μπαντόλιο, Σοντού, Γιακομόνι, Ροάτα και Πράσκα. Διαβάζοντας κανείς τα πρακτικά αυτά, αναρωτιέται αν η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, όπως προκύπτει μέσα από τους διαλόγους, είναι αποτέλεσμα παραπληροφόρησης ή ηθελημένης εμμονής τους σε μια πλασματική εικόνα που οι ίδιοι είχαν φτιάξει και συναγωνιζόντουσαν μεταξύ τους ποιος θα υπερθεματίσει περισσότερο γι’ αυτήν, ώστε να αποκομίσει μεγαλύτερο κομμάτι της εύνοιας του Ντούτσε.
«Τσιάνο: Υπάρχει διάσταση γνώμης ανάμεσα στο λαό και σε μια κυβερνώσα τάξη πολιτικών πλουτοκρατών η οποία ξεσηκώνει τα πνεύματα για αντίσταση κι αναζωπυρώνει την αγγλόφιλη αντίσταση στην χώρα. …ενώ όλη η άλλη μερίδα του λαού δείχνει απόλυτη αδιαφορία για οποιοδήποτε ζήτημα ακόμη και για την εισβολή.
Γιακομόνι : Έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στον ελληνικό πληθυσμό η αναγγελία της είδησης της αύξησης των μεροκάματων στην Αλβανία.
Γιακομόνι: Εγώ κάτι μπορώ να κάνω στα σύνορα. Ένα επεισόδιο ανάμεσα σε Τσαμουργιώτες και την ελληνική διοίκηση.
Πράσκα: Διαθέτουμε όπλα και βόμπες γαλλικού τύπου για να προβούμε σε μια σκηνοθετημένη επίθεση.
Ντούτσε:…. Αποβλέπω στο να γίνει θόρυβος. Αν καταφέρετε να βρείτε κάποιο τρόπο ώστε να πάρει φωτιά το φυτίλι που θα συντελέσει στο να σκάσει η βόμπα τόσο το καλύτερο.
Τσιάνο: Πότε θέλετε να δημιουργηθεί το επεισόδιο;
Ντούτσε: Στις 24.
Τσιάνο: Στις 24 θα πραγματοποιηθεί.»
Εξειδικεύοντας τις ενέργειες για τις προβοκάτσιες που αποφασίστηκαν στη σύσκεψη, ο Γιακομόνι γράφει στον Υφυπουργό των Αλβανικών Υποθέσεων Μπενίνι, από τα Τίρανα την 19-10-1940.
«…Προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία εξακριβωμένα θαρραλέα ειδικά Τσαμουριώτες τα οποία θα έχουνε αποστολή να εισέλθουν κρυφά σε ελληνικό έδαφος κι εκεί την ώρα που θα εξορμήσει ο στρατός μας να διαπράξουνε με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις:
α) καταστροφή τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συρμάτων.
β) εξάλειψη των φυλακίων και παρατηρητηρίων κατά μήκος των συγκοινωνιακών γραμμών.
γ) αφοπλισμό των χωροφυλάκων
δ) ρίψη πυροβολισμών στα νώτα των μαχομένων Ελλήνων.»
«Κατάρτισα με τον εξοχότατο Βισκόντι Πράσκα τις λεπτομέρειες των επεισοδίων που θα πρέπει να διαδραματιστούνε πριν από την ημέρα Χ για να δικαιολογήσουν την κεραυνοβόλα στρατιωτική μας επέμβαση και την δραστηριότητα που θα πρέπει να λάβει χώρα πέρα από τα σύνορα και την οποία θ’ αναλάβουνε να φέρουνε σε πέρας πυρήνες από θερμόαιμους Αλβανούς και Βλάχους τη στιγμή ακριβώς της έναρξης της επίθεσης μας.»
Εν τω μεταξύ, η αρχική ημερομηνία για την επίθεση κατά της Ελλάδας, που ήταν η 26η Οκτωβρίου, μετατίθεται για την 28η Οκτωβρίου, ώστε, μεταξύ άλλων, να συμπέσει με την επέτειο στις πορείας του Μουσολίνι τη Ρώμη, της περίφημης “Marcia su Roma” της 28-10-1922. Γράφει σχετικά ο Τσιάνο σε απόρρητο μήνυμά του στον Γιακομόνι, από τη Ρώμη στις 22-10-1940.
«Για τον εξοχώτατο Γιακομόνι. Απόλυτα προσωπικό. Να το αποκρυπτογραφήσει ο ίδιος.
Η ορισθείσα ημερομηνία είναι η 28 Οκτωβρίου. Πρέπει να προβείτε λοιπόν στα γνωστά επεισόδια στις 26. Ωστόσο αν βρίσκετε πως είναι πολύ αργά για να καθυστερήσετε στις ενέργειες των πραχτόρων στις μη σκοτιστείτε και πολύ.»
Και η άμεση απάντηση του Γιακομόνι, στον Υφυπουργό των Αλβανικών Υποθέσεων Μπενίνι, από τα Τίρανα στις 23-10-1940.
«Πληροφορήθηκα την αναβολή στις ημερομηνίας έναρξης των εχθροπραξιών για στις 28 Οκτωβρίου γι’ αυτό και συνεννόηση με το ανώτατο Αρχηγείο προέβηκα σε ενέργειες, ώστε να επιτευχθούνε τα προσδοκώμενα γνωστά επεισόδια στις ορισθείσες ημερομηνίες 25, 26 και 27, ειδικά δε τα εξής:
- Έκρηξη βόμπας στο λιμάνι Εντα (Αγιοι Σαράντα) τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου
- Σκηνοθετημένη επίθεση ενάντια σε ένα από τα φυλάκια στην περιοχή Κορυτσάς το πρωινό στις 26.
- Ρίψη σ’ αλβανικό έδαφος από αεροπλάνο το οποίο υποτίθεται ότι είναι ελληνικό ή αγγλικό προκηρύξεων στις 27 το πρωινό.»
Τη συνέχεια αναλαμβάνει το Πρακτορείο Στέφανι, γνωστό χαλκείο ψευδών ειδήσεων και προπαγάνδας, που μεταδίδει από τα Τίρανα την 26-10-1940.
«Ένας οπλισμένος με ντουφέκια και χειροβομβίδες όμιλος Ελλήνων επιτέθηκε ενάντια σ’ ένα μεθοριακό αλβανικό φυλάκιο στην περιοχή της Κορυτσάς…. Η έγκαιρη αντίδραση της αλβανικής περιπόλου και η επέμβαση στη συνέχεια άλλων αλβανικών τμημάτων συντελέσανε στο να απωθήσουνε τον όμιλο που είχε κατορθώσει να εισχωρήσει στο αλβανικό έδαφος. Έξι από τους επιτεθέντες Έλληνες συλληφθήκανε αιχμάλωτοι. Οι απώλειες των Αλβανών είναι δυο νεκροί και τρεις πληγωμένοι.
Χτες βράδι τρεις βόμπες εκραγήκανε στην περιοχής της έδρας της Ιταλικής τοποτηρητείας στο Πόρτο-Έντα. Οι Έλληνες ή οι Άγγλοι δράστες της απόπειρας καταζητούνται επιμόνως από τις αρχές.»
Η ελληνική διάψευση ήταν καταπέλτης, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Ο θόρυβος είχε γίνει. Εκτός από το πρακτορείο «Στέφανι» και η αλβανική εφημερίδα «Τομόρι» πρωτοστατούσε την ίδια περίοδο στον πόλεμο της προπαγάνδας σε βάρος της Ελλάδας. Σε αναφορά της ελληνικής πρεσβείας της Ρώμης την 27-8-1940, γίνεται εκτενής αναφορά στα δημοσιεύματα της εφημερίδας αυτής. Τα πρωτοσέλιδά της των ημερών εκείνων μιλούνε για «αιματηρά κτηνωδία» σε βάρος των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας, καθώς και για πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες «80 Αλβανοί προύχοντες χωρίου τινός εκλήθησαν εις μίαν εκκλησίαν όπου αι ελληνικαί αρχαί τους έκαυσαν ζωντανούς».
Σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της προπαγάνδας έπαιξαν, επίσης, οι ραδιοσταθμοί του Μπάρι και των Τιράνων, καθώς και του Αργυροκάστρου, αργότερα. Η εμβέλειά τους έφτανε ως τα Γιάννενα. Έντεχνη και συγκεκαλυμμένη η προπαγάνδα των εκπομπών του Μπάρι, απροκάλυπτη του σταθμού του Αργυροκάστρου, που ήταν δημιούργημα του Γιακομόνι και ο οποίος αναφέρει στον Τσιάνο, την 17-8-1940, ότι:
«Διέθεσα τον μικρό φορητό σταθμό που είχαν στα Τίρανα, με ακτίνα δράσεως 250 χλμ. και τον εγκατέστησα στο Αργυρόκαστρο, όπου προτίθεμαι να εγκαταστήσω το κέντρο προπαγάνδας γύρω από την Τσαμουριά. »
Όλη αυτήν την περίοδο υπουργοί της δωσίλογης αλβανικής κυβέρνησης δραστηριοποιούνται με διάφορους τρόπους στο πλευρό των Ιταλών. Αναφέρει ο Έλληνας πρόξενος στην Κορυτσά την 23-8-1940:
«Αφίχφη ενταύθα την παρελθούσαν Δευτέραν ο Αλβανός υπουργός της Δικαιοσύνης Τζαφέρ Ούπι. Εξ ασφαλούς πηγής πληροφορούμαι ότι σκοπός της αφίξεώς του είναι να καταρτίσει συμμορίας εκ των κακοποιών στοιχείων της περιφερείας Ερσέκας οπόθεν κατάγεται, προς τρομοκρατικήν δράσιν εντός των περιφερειών Κονίτσης και Καστορίας.»
Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί ένα μικρό απόσπασμα από την προκήρυξη του Προέδρου της Αλβανίας Βερλάτσι, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1940 και με την αναγκαία υπενθύμιση ότι αυτός που απευθύνει την προκήρυξη είναι ένας αχυράνθρωπος των Ιταλών κατακτητών της πατρίδας του.
«Λαέ της Αλβανίας! Η κυβέρνησή σας που έχει διοριστεί από τον μεγάλο βασιλέα- αυτοκράτορα Βιττόριο Εμμανουέλε της Σαβοΐας εκφράζει τον ενθουσιασμό και την πίστη της την λαμπρή αυτή για την πατρίδα μέρα. …. Σώματα του Ιταλικού στρατού, στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πολλές μονάδες Αλβανών στρατιωτών ανατρέπουνε με την ορμητική τους επέλαση κάθε ελληνικό φραγμό που έχει εγκατασταθεί στα σύνορα με την αδικία και τη βία, για να φτάσουνε στην αγαπημένη γη της Τσαμουριάς …»
Ο στρατιωτικός διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία και αρχιστράτηγος της ιταλικής επίθεσης, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, ήταν ο θεωρητικός του αστραπιαίου πολέμου μεταξύ των ιταλών στρατιωτικών και προσωπική επιλογή του Μουσολίνι για τη θέση αυτή, όπως φαίνεται από επιστολή του Μουσολίνι με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1940.
«Αγαπητέ Βισκόντι, γνωρίζετε και αν δεν το γνωρίζετε σας το λέγω εγώ τώρα, ότι αντετάχθην εναντίον όλων των αποπειρών, αι οποίαι έγιναν όπως σας αφαιρεθή η διοίκησις κατά την παραμονήν της δράσεως. Πιστεύω ότι τα γεγονότα και προπάντων η ιδική σας δράσις, θα μου δώσουν δίκαιον. Επιτεθήτε με την μεγαλυτέραν ορμήν και αποφασιστικότητα. Η επιτυχία της δράσεως θα εξαρτηθή προπάντων από την ταχύτητά σας.»
Υπήρχαν δύο κατηγορίες υψηλόβαθμων ιταλών αξιωματικών που υπέβλεπαν τον Πράσκα. Εκείνοι που ήθελαν τη θέση του αρχηγού των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, πιστεύοντας ότι η βέβαιη νίκη θα τους άνοιγε το δρόμο για ανώτατες επιτελικές θέσεις και εκείνοι που, όντας σε ανώτατες θέσεις. θεωρούσαν ότι ο Πράσκα θα τους υποσκελίσει αν πάει καλά η επίθεση. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε ο Ροάτα, υπαρχηγός του επιτελείου, στον οποίο ο Πράσκα καταλογίζει πολλές ραδιουργίες σε βάρος του πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Όμως ο Πράσκα επελέγη τελικά ως αρχιστράτηγος γιατί απωθημένο του Μουσολίνι ήταν ο ιταλικός στρατός να φανεί αντάξιος σύμμαχος του γερμανικού και εξίσου ικανός στο “blitzkrieg” που με τόση επιτυχία είχε εφαρμόσει ο Χίτλερ εναντίον των γειτονικών του χωρών. Ο Μουσολίνι έγινε έξαλλος όταν πληροφορήθηκε, εκ των υστέρων και χωρίς να έχει επίσημη ενημέρωση από τους συμμάχους του, την είσοδο της Γερμανίας στη Ρουμανία. Και, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του ο Τσιάνο, ο Μουσολίνι εδήλωσε ότι «θα πληρώσει τον Χίτλερ με το ίδιο νόμισμα και ότι θα μάθει από τις εφημερίδες την κατάληψη της Ελλάδας από την Ιταλία.» Όμως, η απόπειρα εφαρμογής του ιταλικού αστραπιαίου χτυπήματος κατά της Ελλάδας, ξεκίνησε από την αρχή λανθασμένα. Οι Ιταλοί, εξέλαβαν την προσχεδιασμένη σύμπτυξη της ελληνικής προκάλυψης, την πρώτη μέρα του πολέμου, ως υποχώρηση. Ο Τσιάνο γράφει στο ημερολόγιό του στις 28 Οκτωβρίου:
«Παρά την κακοκαιρία τα στρατεύματά μας προελαύνουν γρήγορα μολονότι δεν υποστηρίζονται από την αεροπορία… Ο Ντούτσε είναι ευδιάθετος,…. ουδείς κινείται να βοηθήσει τους Έλληνες. Τώρα είναι απλώς θέμα ταχύτητας.»
Ο Μουσολίνι, βέβαιος για το θρίαμβο, αναθέτει στον πτέραρχο Πρίκολο να μεταβεί στις 2 Νοεμβρίου στο μέτωπο και να επιδώσει επιστολή στον αρχιστράτηγο Πράσκα, με την οποία τον συγχαίρει για τη μέχρι στιγμής εξέλιξη των επιχειρήσεων. Ο στρατηγός Πράσκα, τραγικά και επικίνδυνα ανυποψίαστος για την κατάσταση και με ασύγγνωστη έπαρση απαντά:
«Μπορείτε να ανακοινώσετε στον Ντούτσε ότι πρέπει να είναι τελείως ήσυχος. Με τις 3 μεραρχίες ή και χωρίς αυτές υπολογίζω να είμαι σε 3 μέρες στα Ιωάννινα και σε 1 εβδομάδα στην Πρέβεζα. Οι Έλληνες αντιτάσσουν ψεύτικη αντίσταση και τράπηκαν σε φυγή. Αφού πέρασαν 6 μέρες από την έναρξη των επιχειρήσεων, δεν υφίσταται πλέον κίνδυνος και στο μέτωπο της Κορυτσάς. Οι Έλληνες δεν επιτέθηκαν μέχρι τώρα και δεν πρόκειται να επιτεθούν πλέον».
Όμως ο στρατηγός Αρμελίνι του Γενικού Επιτελείου, από τους πολύ επιφυλακτικούς επιτελείς της Ρώμης, σχετικά με την επίθεση, σημειώνει στο ημερολόγιό του στις 3 Νοεμβρίου:
«Ο πόλεμος στην Ελλάδα προχωρεί αργά και με μεγάλες δυσχέρειες, αντίσταση κατά των στρατευμάτων μας … ενώ θα έπρεπε, κατά τις πληροφορίες που μας δίνονταν, να έχουν γίνει δεκτά με ανοιχτές αγκάλες. … Στην Ήπειρο η προέλαση εξελίσσεται αργά, στην Κορυτσά οι Έλληνες εξαπέλυσαν επίθεση με μικρές επιτυχίες. Οι επιχειρήσεις δεν είναι τόσο αναίμακτες, όπως οι Τζιακομόνι, Τσιάνο και η παρέα τους πίστευαν …».
Πράγματι, το αστραπιαίο χτύπημα του Πράσκα στο Καλπάκι τις 2 και 3-11-1940 εξελίσσεται σε φιάσκο. Τα άρματα της τεθωρακισμένης μεραρχίας Centauro κολλάνε στις λάσπες του Καλαμά ή ακινητοποιούνται από την αντιαρματική οχύρωση και το πυροβολικό των Ελλήνων. Οι Βερσαλλιέροι εγκαταλείπουν τις μοτοσυκλέτες τους και τρέπονται σε φυγή, έντρομοι από τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού. Και, τέλος, η μάχη της Γκραμπάλας δίνει στους Ιταλούς μια πρώτη, πολύ πικρή, γεύση της ελληνικής ξιφολόγχης.
Στις 4 Νοεμβρίου ο Μουσολίνι αντιδρά άμεσα. Αποφασίζει την αποστολή 12 τουλάχιστον μεραρχιών στην Αλβανία και την αντικατάσταση του στρατηγού Πράσκα με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού, πρώην υφυπουργό Στρατιωτικών.
Στις 7 Νοεμβρίου ο στρατηγός Αρμελίνι, γράφει:
«Η επίθεση στην Ήπειρο ατονεί λόγω εξάντλησης της επιθετικής δυνατότητας των μεραρχιών μας. … στον τομέα της Κορυτσάς οι Έλληνες επιμένουν στην επίθεση. … Συμπερασματικά, ακόμα κι αν επιτευχθεί να διορθωθεί η κατάσταση, πλήρης αποτυχία της επιχείρησής μας».
Αντίστοιχες διαπιστώσεις κάνει και ο πτέραρχος Πρίκολο:
«Κάθε άλλο παρά προέλαση προς Ιωάννινα και Πρέβεζα. Τα τμήματά μας έχουν αναχαιτιστεί στο Καλπάκι. … Ο Μουσολίνι, αφού εξέτασε τις αεροφωτογραφίες (τα υψώματα Γκραμπάλα, Ψηλορράχη και Ασόνισσα στο Καλπάκι), έμεινε επί αρκετά λεπτά στενοχωρημένος και σιωπηλός. … Οι Έλληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να υποχωρήσουν».
Τελικά, η διάσταση ανάμεσα στην πλασματική εικόνα και την πραγματικότητα αποδείχτηκε οδυνηρή για τους πρωτεργάτες της επίθεσης. Η απόφαση του Πράσκα να επιτεθεί με ένα σύνολο μεραρχιών, που αρκετοί επιτελείς στη Ρώμη το έκριναν απαρχής ανεπαρκές για την επιχείρηση, δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της αλαζονείας του. Είχε και το στοιχείο της ιδιοτέλειας. Ο Πράσκα ήταν νέος αντιστράτηγος και τυχόν ενίσχυση του μετώπου με επιπλέον μεραρχίες, θα απαιτούσε για την διοίκηση αρχαιότερο αντιστράτηγο. Έτσι, ο ίδιος θα έχανε τον βέβαιο θρίαμβο και την προαγωγή σε στρατάρχη, όπως προσδοκούσε. Ο Πράσκα, λοιπόν, ρίσκαρε και έχασε.
Στις 8 Νοεμβρίου, ο Σοντού κομίζει ο ίδιος στον Πράσκα την διαταγή αντικατάστασής του. Όπως αφηγείται ο Πράσκα στο βιβλίο του «Εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα», «ο Σοντού θα αναλάμβανε τη Διοίκηση της Ομάδος και εγώ, εάν δεχόμουν, θα οριζόμουν Διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου…Με παρεκάλεσε θερμότατα εκ μέρους του Μουσολίνι να αποδεχτώ… Με αγκάλιασε κατ’ επανάληψη και προσέθεσε ότι όλη την περασμένη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί με την σκέψη ότι ήταν δυνατόν να αρνηθώ. Θα δεις πόσο καλά οι δυο μας θα συνεργαστούμε. Θα ονομαστούμε και οι δυο διοικητές Στρατιάς και κατόπιν Στρατάρχες της Ιταλίας.
Αμέσως μετά από την ανάληψη της αρχιστρατηγίας ο Σοντού διατάζει γενική υποχώρηση και σταθεροποίηση των θέσεων. Ο Πράσκα, όμως, δεν θέλησε να αναγνωρίσει την ήττα του. Όπως γράφει ο στρατηγός Κατσιμήτρος στο βιβλίο του «Ήπειρος προμαχούσα», «τις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Πράσκα συνέλαβε ένα σχέδιο πράγματι εξαίρετο. Τη 10η Νοεμβρίου τηλεγράφησε στη Ρώμη και πρότεινε τα τμήματά του, που βρίσκονταν στην ακτή, να κάμουν στροφή προς ανατολάς, να οδεύσουν προς τα Ιωάννινα, για να «ανοίξουν έτσι τις πύλες της πόλεως και να προκαλέσουν την κατάρρευση ολοκλήρου του αμυντικού συστήματος του εχθρού». Ο ελιγμός αυτός θα δημιουργούσε για το ελληνικό Γενικό Επιτελείο μια κατάσταση απρόβλεπτη και σοβαρή. Αλλά ο ευφυής και τολμηρός αυτός ελιγμός δεν έγινε.»
Όμως, ο Σοντού αγνοεί τα σχέδια του Πράσκα και τον προσγειώνει στην πραγματικότητα επιμένοντας στην εκτέλεση της διαταγής υποχώρησης. Και δεν αρκέστηκε σε αυτό. «Πριν αλέκτωρ λαλήσει…», από τους εναγκαλισμούς, με μια επιστολή καταπέλτη, την 11-11-1940, τον κρίνει αυστηρότατα για όλα, δείχνοντάς του ξεκάθαρα ποιος κάνει πια κουμάντο. Ενδεικτικό είναι ένα απόσπασμα από την επιστολή του Σοντού στον Πράσκα.
«Να προσαρμοστείτε οπωσδήποτε εις τα οδηγίας μου αι οποίαι είναι προσηρμοσμέναι εις την κατάστασιν που βρήκα…Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορεί να συμβαδίζει η άποψη ότι ο εχθρός βρίσκεται σε κρίσιμη θέση και ότι ενδείκνυται να αναληφθεί στα γρήγορα πλευροκόπημά του με την διαβεβαίωση ότι ακόμα και στην περίπτωση που θα παρασχεθούνε οι αιτούμενες ενισχύσεις δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για επίθεση αλλά μόνο επίτευξη της ασφάλειας του τομέα. Η παρούσα στιγμή αποκλείει διαφωνίας και επιβάλλει αντιθέτως υπακοήν και προσαρμογήν με τον έχοντα την ευθύνην των επιχειρήσεων.»
Μετά από αυτά ο Πράσκα αναχωρεί για την Ρώμη, πράγμα που θα πράξει, λίγο αργότερα, και ο Σοντού, μετά την αντικατάστασή και εκείνου από τον στρατηγό Καμπαλέρο.
Ύστερα από ένα ολιγοήμερο διάλειμμα, τις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός αντεπιτίθεται με επιτυχία σε όλο το μέτωπο. Ο Αρμελλίνι στις 19 Νοεμβρίου σημειώνει:
«Ο Ντούτσε είχε χείριστη διάθεση εξαιτίας της κατάληψης της Ερσέκας από τους Έλληνες. Η Ερσέκα είναι ιδιαίτερα αξιόλογη θέση καθόσον διακόπτει τις συγκοινωνίες και παρέχει ευκολία ανάπτυξης δράσης κατά της Κορυτσάς».
Για να συμπληρώσει ο Τσιάνο την 21η Νοεμβρίου:
«Ο Σοντού ανακοίνωσε ότι προτίθεται να εκκενώσει την Κορυτσά και να συμπτύξει ολόκληρο το μέτωπο. Ο Μουσολίνι του ζητά να το σκεφτεί καλύτερα, αλλά η υποχωρητική κίνηση είναι ήδη σε εξέλιξη και δεν μπορεί πλέον να ανακοπεί…».
22 Νοεμβρίου οι Έλληνες μπαίνουν στη Κορυτσά και ο πτέραρχος Πρίκολο γράφει στο βιβλίο του:
«Δεν έχω παρά ελάχιστα πράγματα να προσθέσω… Η καταστροφή εκδηλώθηκε τόσο απροσδόκητα, τόσο παράλογα και ταυτόχρονα τόσο σοβαρά, ώστε όλοι μας είμαστε χαμένοι».
Αρχές Δεκεμβρίου ο στρατηγός Σοντού ομολογώντας την αποτυχία εισηγείται στον Μουσολίνι πολιτική λύση του ζητήματος! Ο Τσιάνο σημειώνει:
«Ο Μουσολίνι με καλεί στο Παλάτσο Βενέτσια. Τον βρίσκω κουρασμένο όσο ποτέ άλλοτε. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, μου λέει. Πρέπει να ζητήσουμε μέσω Χίτλερ εκεχειρία!!! Αδύνατον, του απαντώ. Οι Έλληνες θα θέσουν ως πρώτο όρο την προσωπική εγγύηση του Φύρερ ότι δεν θα ενεργήσουμε ποτέ πλέον εναντίον τους. Προτιμώ να τινάξω τα μυαλά μου παρά να τηλεφωνήσω στον Ρίμπεντροπ. … Εκείνο το οποίο έχει σήμερα σημασία είναι να αντέξουμε και να διατηρηθούμε στην Αλβανία. Ο χρόνος θα φέρει τη νίκη. Αν όμως ενδώσουμε, αυτό θα είναι το τέλος».
Όπως συμβαίνει συνήθως με τους πρωταίτιους σε όλες τις παταγώδεις αποτυχίες, ο ένας δείχνει τον άλλο και, όλοι μαζί, επικαλούνται ανόητες ή και ασήμαντες δικαιολογίες. Περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι οι δικαιολογίες που επικαλέστηκε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Στην ομιλία του στους αξιωματούχους του κόμματος στην 5η ετήσια σύνοδο, στις 18-11-1940, αναφέρει:
«Τα άγρια βουνά και οι γεμάτες λάσπη κοιλάδες δεν ήτανε καθόλου κατάλληλες για έναν «κεραυνοβόλο» πόλεμο όπως τον υπολογίσανε οι αδιόρθωτοι εκείνοι που καταστρώνουνε όμορφα θρονιασμένοι στην πολυθρόνα τους στρατηγικά σχέδια καρφώνοντας καρφίτσες στους απλωμένους στους τοίχους χάρτες.»
Οι αιχμές του Μουσολίνι την δεδομένη στιγμή αφορούν τον Πράσκα, τον οποίο όμως ο ίδιος είχε επιλέξει ως αρχιστράτηγο. Λίγες μέρες μετά, ο ίδιος, ο Μουσολίνι, σε επιστολή του στον Χίτλερ, στις 22-11-1940, αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει την αναλυτικότερα την αποτυχία του, και να πως:
«Η προέλαση των ιταλικών δυνάμεων άρχισε ελπιδοφόρα και με ταχύ ρυθμό ανακόπηκε όμως στη συνέχεια πράγμα που επέτρεψε στις ελληνικές δυνάμεις ν’ αναλάβουνε με τη σειρά τους πρωτοβουλία. Τούτο οφείλεται ιδιαίτερα σε τρεις λόγους:
Α) Στην κακοκαιρία που επιδεινώθηκε με καταρρακτώδεις βροχές εμποδίζοντας την προέλαση των μηχανοκινήτων μας δυνάμεων. Παράδειγμα το ότι μια θωρακισμένη μας μεραρχία κυριολεχτικά πνίγηκε στη λάσπη.
Β) Στην σχεδόν ολοκληρωτική λιποταξία των αλβανικών δυνάμεων που επαναστατήσανε ενάντια στα στρατεύματά μας. Μια ολόκληρη μεραρχία μας χρησιμοποιήθηκε στο να αφοπλίσει και να προωθήσει στα μετόπισθεν 6000 αλβανούς.
Γ) Στη στάση της Βουλγαρίας που επέτρεψε στους Έλληνες ν’ αποσύρουνε από τη Θράκη οχτώ μεραρχίες οι οποίες και φθάσανε σ’ ενίσχυση των δυνάμεων που ήδη βρίσκονταν αντιμέτωποί μας.»
Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη Γεώργιος Εξηντάρης, αποστέλλοντας το 1945 τα πρακτικά της δίκης των Ιταλών υπαιτίων της ήττας, (μεταξύ των κατηγορουμένων και ο Γιακομόνι), προς το Υπουργείο Εξωτερικών και σχετικά με τον δεύτερο από τους παραπάνω ισχυρισμούς αναφέρει ότι:
«Οι Αλβανοί έλαβον ενεργόν μέρος εις τον αγώνα παρά το πλευρόν του Αξονος με τμήματα του στρατού των, τόσον του τακτικού όσον και εθελοντικού, καθώς και με συμμορίας. Ελαβον δε μέρος 14 εν όλω τάγματα του τακτικού αλβανικού στρατού, 3.500 εθελονταί αποτελέσαντες ατάκτους συμμορίας και με τάγματα μελανοχιτώνων Αλβανών (Αλβανική Φασιστική Μιλίτσια), ο επικεφαλής της οποίας στρατηγός Αλεσάντρο Μπισκατσιάντι, βραβευθείς με τον Χρυσούν Φοίνικα της Ιταλίας, απηύθυνε ύμνο από του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Τιράνων στις 18 Σεπτεμβρίου 1941 “διά τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν της Αλβανικής Μιλίτσια”.»
Στην εν λόγω δίκη των πρωταιτίων της στρατιωτικής ήττας της Ιταλίας δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση πολυσέλιδη έκθεση της ιταλικής Υπηρεσίας Στρατιωτικών Πληροφοριών, στην οποία υποτίθεται ότι βασίστηκε το όλο εγχείρημα. Από την έκθεση αυτή προέκυπτε ότι ο ελληνικός λαός δεν θα αντιστέκονταν στους Ιταλούς και ότι η χώρα θα παραδιδότανε αμαχητί. Αλαζόνες και μεθυσμένοι από την έπαρση της υπεροπλίας των «οχτώ εκατομμυρίων λογχών», δεν μπόρεσαν να διανοηθούν την δύναμη που μπορεί να απελευθερώσει ο σωρευμένος θυμός ενός ολόκληρου λαού, που επί μήνες, πριν την επίθεση, έσφιγγε καθημερινά τα δόντια του μπροστά σε πρωτοφανείς προκλήσεις και προσβολές. Και που, αυτός ο λαός, μπορεί να οδηγηθεί σε ακραία όρια αυτοθυσίας και αυταπάρνησης μπροστά στον κοινό σκοπό. Την τιμωρία του αλαζόνα και την διαφύλαξη της συλλογικής του αξιοπρέπειας.
Με την αφήγηση ενός τέτοιου από τα πολλά περιστατικά αυταπάρνησης από το μέτωπο, θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου. Το διασώζει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος και είναι μια ανάμνηση του τότε συνταγματάρχη και διοικητή στο μέτωπο της 4ης Μεραρχίας Κλεάνθη Μπουλαλά, της μεραρχίας με τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω κρυοπαγημάτων.
«Συνήντησεν», γράφει ο Κόκκινος αναφερόμενος στον Μπουλαλά, «επιστρέφων από την πρώτην γραμμήν στρατιώτην μεταφέροντα μέγα δοχείον με χαλβά και βαδίζοντα ανυπόδητον και κλαίοντα. Τον ηρώτησεν διατί κλαίει και εκείνος του απήντησεν ότι τον πονούν τα πόδια του. Επρόκειτο πράγματι περί θύματος κρυοπληξίας. Τα πόδια του ήσαν μελανιασμένα και από τα νύχια έρρεεν αίμα και πύον. Ο μέραρχος τον εφοδίασεν με ζεύγος μαλλίνων καλτσών και με υποδήματα που έφερεν εις τα μαρσίππια της σέλλας του και του έδωσε σημείωμα να μεταβεί στο πλησιέστερον χειρουργείον εις το Κόλώνιο, αλλ’ εκείνος του απήντησε: «Δεν μπορώ κύριε μέραρχε να πάω στο χειρουργείο γιατί τα παιδιά εκεί απάνω είναι νηστικά και περιμένουν τον χαλβά.» Εδέησεν να ανατεθεί εις άλλον η μεταφορά του χαλβά δια να πεισθεί ο στρατιώτης να πάρει τον δρόμον του χειρουργείου.»
Κυρίες και κύριοι,
σήμερα, 74 χρόνια μετά, πολλά από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μοιάζουν απόμακρα και παρωχημένα. Όμως η ιστορία κάνει κύκλους. Οι συνθήκες που εκκόλαψαν τις δυο ακραίες εκφάνσεις του ολοκληρωτισμού τον μεσοπόλεμο στη Ευρώπη, συνθήκες οικονομικής κρίσης, ανεργίας και απογοήτευσης από την πολιτική και τους πολιτικούς, είναι και σήμερα παρούσες. Ο πειρασμός να πιστέψουμε σε απατηλούς συλλογικούς μύθους δεν έχει εκλείψει. Το μονοπάτι όπου βαδίζουν οι άνθρωποι που τους κατασκευάζουν είναι πά¬ντοτε το ίδιο. Όπως και ο Μουσολίνι, αρχικά αναρχικοί ή ακραίοι σοσιαλιστές, προσχωρούν στη συνέχεια σ’ έναν μισαλλόδοξο εθνικισμό, με μεσσιανικές ιδέες, υπερφίαλους μεγαλοϊδεατισμούς, και με πολλά φοβικά σύνδρομα για τους οπαδούς τους. Μόνο, που το μονοπάτι αυτό οδηγεί πάντοτε σε ματωμένα αδιέξοδα και οδυνηρούς απολογισμούς. Δεκατρισήμισι χιλιάδες Έλληνες νεκροί και 50.000 περίπου τραυματίες και κρυοπαγημένοι ήταν το πανάκριβο τίμημα της μικρής μας χώρας στον αρρωστημένο μεγαλοϊδεατισμό του Μουσολίνι και της παρέας του.
Ας είναι, λοιπόν, η αποψινή εκδήλωση μνήμης και ένας μικρός φόρος τιμής ταυτόχρονα, στους ηρωικούς νεκρούς του παράλογου αυτού πολέμου, αλλά και σ’ ολόκληρη την ανεπανάληπτη εκείνη γενιά, τη γενιά του 40.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Armellini Quirino, Diario di Guerra. Nove mesi al Commando Supremo, Cernusco, sul Naviglio 1946. (Εκδ. Garzanti)
Λάζαρου Αρσενίου Η ανατομία του έπους 1940-1941, Εκδ. Δωδώνη 1998.
Ciano Galeazzo, Diario 1939-1943, Milano 1963 (Eκδ.Rizzoli)
Η Ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος, Διπλωματικά έγγραφα, Βασιλικόν Υπουργείον των Εξωτερικών, Αθήναι 1940, Εκδόσεις Πελασγός 2002.
Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, Ήπειρος προμαχούσα, Έκδοση Γ.Ε.Σ, Αθήναι 1982.
Διονυσίου Κόκκινου, Ακαδημαϊκού, Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα».
Αθανασίου Κορόζη, Συνταγματάρχου ε.α. Οι πόλεμοι 1940-41, Αθήναι 1957
Κωνσταντίνου Πανταζή, Τα δύο όχι, Εκδ. Δωδώνη, 1972.
Παναγιώτου Μ. Πετρουτσοπούλου, Μερικαί άγνωσται σελίδες του έπους της Αλβανίας, Αθήναι 1958.
Pricolo Francesco, Ignavia contro eroismo, Roma 1946 (Εκδ. Nicola Ruffolo).
Ελευθερία Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 2004.
Μάριο Τσέρβι, Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος (μετάφρ. Γ. Μπόλα), ALBIN REDMAN HELLAS, Αθήνα, 1967.
Ζαχαρία Τσιρπανλή, Πως είδαν οι Ιταλοί τον πόλεμο του 1940-41, Ιωάννινα 1974.
Join the Conversation