Πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της οικίας Τζαβέλα στο Σούλι | Η οικογένεια +Φωτογραφίες

Εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα της οικογένειας μαζί με κειμήλια του αγώνα

Η πατρογονική εστία της ένδοξης οικογένειας των Τζαβελαίων στο Σούλι, άνοιξε το πρωί της Κυριακής τις πύλες της, ανακαινισμένη πλέον, με την αποκατάσταση να ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και να ολοκληρώνεται πρόσφατα με δαπάνες των απογόνων των Τζαβελαίων.

Στο αρχοντικό που ανήκει σε έναν από τους γενάρχες και συγκεκριμένα τον Λάμπρο Τζαβέλα, εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα της οικογένειας μαζί με κειμήλια του αγώνα.

Μεταξύ άλλων το παρόν στην εκδήλωση έδωσαν: O βουλευτής Θεσπρωτίας Βασίλης Γιόγιακας, ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης, ο πρ. υφυπουργός αμυνας και πρ. αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού, στρατηγός ε.α. Αλκιβιάδης Στεφανής ο αντιδήμαρχος Σουλίου Σταύρος Κωσταράς, απόγονοι της φάρας των Τζαβελαίων, εκπρόσωποι τοπικών συλλόγων και κάτοικοι του Σουλίου

Η φάρα των Τζαβελαίων

Η φάρα των Τζαβελαίων καταγόταν από την Δραγάνη της Παραμυθιάς με γενάρχη τον Παπα Ζάχο. Τα πιο ονομαστά μέλη της ήταν ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο Φώτος Τζαβέλας και ο Κίτσος Τζαβέλας.

Ο Λάμπρος Τζαβέλας (1745-1792) γεννήθηκε στο Σούλι κι αναδείχτηκε αρχηγός της φάρας των Τζαβελαίων. Το 1792 τον κάλεσε ο διαβόητος πασάς των Ιωαννίνων για να τον βοηθήσει δήθεν στην εκστρατεία του, κατά του Αργυροκάστρου. Ο Λάμπρος και το παιδί του ο Φώτος και 70 άλλοι Σουλιώτες, παρά τη γνώμη των άλλων Σουλιωτών, πήγαν να βοηθήσουν τον Αλή, αλλά κοντά στη Ζίτσα τους έπιασαν όλους και τους οδήγησαν στα Γιάννενα. Ο Αλής νόμισε πως αν δεν ήταν αρχηγός στο Σούλι ο Λάμπρος Τζαβέλας, θα μπορούσε να το καταλάβει. Τις επιθέσεις του όμως τις απέκρουσαν με ηρωισμό και τόλμη οι άλλοι Σουλιώτες κι έτσι κατέφυγε στο δόλο. Ελευθέρωσε από τα Γιάννενα τον Λάμπρο, κρατώντας όμηρο τον Φώτο, και τον έστειλε να του παραδώσει το Σούλι. Μα όταν εκείνος έφτασε στο Σούλι του έγραψε το παρακάτω ιστορικό γράμμα: «Χαίρομαι που γέλασα έναν δόλιο σαν και σένα. Είμαι δω για να διαφεντέψω το Σούλι. Αν ο γιος μου δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει για την πατρίδα, δεν είναι άξιος να ζήσει και να γνωρίζεται για γιος μου». Ο Αλής γεμάτος θυμό και λύσσα ρίχτηκε τον Ιούλιο του 1792 ενάντια στο Σούλι με μεγάλες δυνάμεις. Νικήθηκε όμως πάλι και ντροπιασμένος δέχτηκε ειρήνη κι άφησε ελεύθερους τους 70 Σουλιώτες και τον Φώτο. Στη μάχη αυτή όμως ο Λάμπρος πέθανε από τις πληγές του

Ο Φώτος Τζαβέλας (1770-1809) ήταν γιος του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Ύστερα από την απελευθέρωσή του και το θάνατο του πατέρα του, έγινε αρχηγός, των Σουλιωτών. Οι αγώνες του κατά του Αλή Πασά υπήρξαν περίφημοι. Αναδείχτηκε μεγάλος πολέμαρχος κι έδειξε τόση ανδρεία που οι Σουλιώτες ορκίζονταν “στο σπαθί του Φώτου”. Ατυχώς το Σούλι κατά το 1803 παραδόθηκε, ο Φώτος με 2.000 Σουλιώτες κατόρθωσε να περάσει στην Πάργα κι από εκεί στην Κέρκυρα, που την είχαν στην κατοχή τους οι Γάλλοι. Ο Φώτος κατατάχτηκε στο γαλλικό στρατό ως εκατόνταρχος της ελληνικής λεγεώνας. Κατά το 1809 δολοφονήθηκε στην Κέρκυρα από πράκτορες του Αλή Πασά και θάφτηκε στο μοναστήρι της Πλατυτέρας, όπου σώζεται ο τάφος του μέχρι σήμερα.

Η Μόσχω Τζαβέλα (1750-1803) ήταν γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα. Γεννήθηκε το 1750 και αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά, στη μάχη της Κιάφας, ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών. Όταν οι Τουρκαλβανοί αποπειράθηκαν να αιχμαλωτίσουν τις Σουλιώτισσες, αυτές τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να τους τρέψουν σε φυγή. Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά τραγούδια. Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από ‘κει στα Επτάνησα. Πέθανε τελικά κατά το 1803.

Ο Κίτσος Τζαβέλας (1801-1855) ήταν παιδί του Φώτου Τζαβέλα. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στο Σούλι, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος σε ηλικία μόλις 19 χρονών. Πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822-23 γύρισε και πήρε μέρος στις μάχες του Κεφαλόβρυσου μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Στις 25 Μαρτίου 1826 πρωταγωνίστησε στη μάχη της Κλείσοβας, κατά την οποία επικεφαλής 137 αγωνιστών στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας απώθησαν τα Τουρκο-Αιγυπτιακά στρατεύματα που επιχείρησαν να καταλάβουν το νησάκι, προκαλώντας τους τρομακτικές απώλειες (περίπου 3.500 Οθωμανοί νεκροί και τραυματίες). Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του συνεργάτη του, ανατέθηκε σ’ αυτόν η αρχιστρατηγία προσωρινά. Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι. Είναι ένας από τους τρεις καλύτερους πολεμιστές του 1821 μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο.



In this article

Join the Conversation