Αν και υπήρξε μία ξεχωριστή μορφή της τέχνης και του κινηματογράφου, ο απόγονος της ιστορικής οικογένειας Τζαβέλλα, από το Σούλι και κορυφαίος σκηνοθέτης της μεταπολεμικής γενιάς και ένας από τους σημαντικότερους στην Ελλάδα, ο Γιώργος Τζαβέλλας δεν έτυχε ποτέ της αναγνώρισης που του άξιζε, καθώς η ακεραιότητα του ήθους του και ο γλυκός του χαρακτήρας, που διαπερνούσε όλες του τις ταινίες, δεν ταίριαζε με το κινηματογραφικό σύστημα, που βολοδέρνει στη μιζέρια, διαφημίζει μετριότητες, προβάλει το ασήμαντο.
Τον κατέταξαν ως έναν ακόμη σκηνοθέτη του παλιού εμπορικού ελληνικού σινεμά, με τον πρέποντα σεβασμό μόνο από ελάχιστους γνώστες του έργου του, αλλά και αυτούς που έμπαιναν στην ουρά για να κόψουν εισιτήριο να δουν τις κλασικές σήμερα ταινίες “Η Κάλπικη Λίρα”, “Ο Μεθύστακας”, “Ο Γρουσούζης”, “Το Σοφεράκι”, “Μια Ζωή την Έχουμε”, ο Ζηλιαρόγατος”, “Η Δε Γυνή να Φοβείται τον Άνδρα”…
Από το μέτωπο στα «Χειροκροτήματα»
Προηγουμένως, όμως, θα πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο ως στρατιώτης και επιστρέφοντας θα ζήσει κατοχή. Λίγο πριν την απελευθέρωση, με τη βοήθεια του παραγωγού Μαυρίκιου Νόβακ θα γυρίσει την πρώτη δραματουργικά και τεχνικά άρτια ελληνική ταινία, τα «Χειροκροτήματα» επαναφέροντας στο προσκήνιο τον αλησμόνητο Αττίκ. Χωρίς χρήματα, στούντιο και τεχνικά μέσα, ο Τζαβέλλας γύρισε την ταινία στο πίσω μέρος της οθόνης του Ρεξ, ένα από τα κτήρια που οι Γερμανοί παρείχαν ηλεκτρικό ρεύμα όλο το 24ωρο. Η ταινία, σε σενάριο δικό του, έγινε τεράστια επιτυχία εκείνη τη μαύρη περίοδο, παρότι ορισμένες φορές ήταν εμφανέστατη η απειρία του νεαρού σκηνοθέτη.
Το 1946 θα γυρίσει τη δεύτερη ταινία του, «Πρόσωπα Λησμονημένα», ένα δράμα που χαρακτήριζε και ο ίδιος μέτριο και στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι Αιμίλιος Βεάκης και Μάνος Κατράκης. Δύο χρόνια μετά, επιμένοντας να γυρίζει ελληνοκεντρικά θέματα, ακόμη ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του, θα σκηνοθετήσει το αισθηματικό δράμα «Μαρίνος Κοντάρας», εμπνευσμένος από το ομότιτλο διήγημα του Εφταλιώτη, με τον Μάνο Κατράκη και σε παραγωγή και πάλι της «Νόβακ Φιλμ». Ο Τζαβέλλας δεν κάμφθηκε από τις δυσκολίες των γυρισμάτων σε Πάρο, Σαντορίνη και ως πρωτοπόρος κατάφερε να συμμετάσχει σε φεστιβάλ στο Βέλγιο, συστήνοντας τον ελληνικό κινηματογράφο στο εξωτερικό.
«Ο Μεθύστακας» και «Ο Γρουσούζης»
Το 1950 θα ξεκινήσει η θριαμβευτική δεκαετία της καλλιτεχνικής του πορείας, με την τεράστια επιτυχία “Ο Μεθύστακας”, ένα εξαίσιο συγκινητικό μελόδραμα, με τον τεράστιο Ορέστη Μακρή στον ομώνυμο ρόλο και τον Χορν, ο οποίος για τον ευαίσθητο και γλυκό χαρακτήρα του Τζαβέλλα είχε πει ότι «το μοναδικό ελάττωμα του Τζαβέλλα, αναμφισβήτητα του μεγαλύτερου Έλληνα σκηνοθέτη του κινηματογράφου, ήταν ο μελό χαρακτήρας του που αποτυπωνόταν και στις ταινίες του».
Το 1952 θα γυρίσει ακόμη ένα μελόδραμα, με έντονα κοινωνικά ηθογραφικά στοιχεία και πάλι με τον Μακρή, τον «Γρουσούζη», ένα φιλμ που θα διανθίσει με κωμικά στοιχεία, ενώ μια σειρά από αξιόλογους καρατερίστες – ανάμεσά τους και ο νεαρός Ντίνος Ηλιόπουλος σε ρόλο ενός γέροντα – θα συμβάλλουν στην επιτυχία της ταινίας, της οποίας, εκτός από την παραγωγή, ο Φίνος είχε αναλάβει και το μοντάζ!
Τον ίδιο χρόνο θα γυρίσει το αισθηματικό δράμα «Η Αγνή του Λιμανιού», με την Ελένη Χατζηαργύρη (παραγωγή Φίνος Φιλμ), ενώ τον επόμενο χρόνο θα σκηνοθετήσει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, την απολαυστική αισθηματική κωμωδία «Το Σοφεράκι» με τον Μίμη Φωτόπουλο, στο ρόλο ενός γλεντζέ άστατου ταξιτζή, που ερωτεύεται το κορίτσι (Σμαρούλα Γιούλη) που χτύπησε με το σαραβαλάκι του. Πανέξυπνο δικό του σενάριο, απίστευτες ατάκες, ρυθμός, κεφάτες ερμηνείες και στο μοντάζ ο Ντίνος Κατσουρίδης,
Η καλύτερη ελληνική ταινία
Το 1955 θα γυρίσει, για πολλούς, την καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών, μία σπονδυλωτή, την πρώτη στην Ελλάδα, λαϊκή δραματική αισθηματική κομεντί, την πάντα φρέσκια «Κάλπικη Λίρα», έχοντας ως πρωταγωνιστές τους Λογοθετίδη, Λιβυκού, Φωτόπουλο, Βρανά, Μακρή, Διανέλλο, Χορν και Λαμπέτη. Ο Τζαβέλλας, σε δικό του σενάριο, φτιάχνει μία από τις αρτιότερες ελληνικές ταινίες, αυτήν τη φορά σε παραγωγή της ΑΝΖΕΡΒΟΣ, διαπερνώντας όλη την ελληνική κοινωνία, μέσα από τις τέσσερις ιστορίες του και βάζοντας στο στόχαστρό του το χρήμα και το πόσο κάλπικο είναι. Το φιλμ έγινε η πρώτη διεθνής ελληνική επιτυχία, αφού όπου κι αν προβλήθηκε την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, ενώ στη Σοβιετική Ένωση, η ταινία «παίχθηκε» σε 1.000 κινηματογραφικές αίθουσες ταυτόχρονα. Επίσης, Επιπλέον, βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας και Μόσχας.
Ο Ζηλιαρόγατος, η Υβόν και η Αλίκη
Το 1956 θα έρθει η ώρα του «Ζηλιαρόγατου», μιας ξεκαρδιστικής κωμωδίας αισθηματικών παρεξηγήσεων, με τον Βασίλη Λογοθετίδη και ένα υπέροχο καστ συμπρωταγωνιστών, σε παραγωγή της ΑΝΖΕΡΒΟΣ. Το 1958 θα γυρίσει την αισθηματική κωμωδία «Μια Ζωή την Έχουμε», με τον Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν, που τα τερτίπια της και η συμπεριφορά της προκάλεσε την οργή όλων των συντελεστών, ενώ το ντουμπλάρισμά της που έκανε η Θεανώ Ιωαννίδου δεν κόλλαγε με τον σνομπ χαρακτήρα της. Η ταινία στην εποχή της ήταν μία αποτυχία και είναι άγνωστο αν τελικά θα γινόταν αγαπητή από το κοινό, αν πρωταγωνιστούσε η αρχική επιλογή, η Αλίκη Βουγιουκλάκη!
Η Τραγωδία και η Αντιπαροχή ονείρων
Το 1961 θα κάνει το παιδικό του όνειρο πράξη και θα μεταφέρει στην οθόνη την τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», με αποτέλεσμα πρωτοποριακό για την εποχή, που δίχασε την ελληνική κριτική, αλλά αποθεώθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Την τελευταία του ταινία θα την γυρίσει το 1964. Πρόκειται για την κλασική αισθηματική κωμωδία «Η Δε Γυνή να Φοβείται τον Άνδρα», με την οποία ανέδειξε δύο νέους ηθοποιούς ως πρωταγωνιστές, τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού, μια μεγάλη αγάπη αλλά και την εποχή της αντιπαροχής και του γκρεμίσματος όλων αυτών που μας ένωναν ως κοινωνία, παρά τα όποια στερεότυπα, τις ασήμαντες διενέξεις.
Ελληνικό Θέμα
Στις 18 Οκτωβρίου του 1976 θα πεθάνει από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, λίγες ημέρες μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για το οποίο πάσχισε ως ένθερμος υποστηρικτής του. Ο Γιώργος Τζαβέλλας που ξέφυγε από το παλιό ελληνικό σινεμά, ουσιαστικά έναν μιμητισμό του ξένου κινηματογράφου σε συνδυασμό με τα ελληνικά χαρακτηριστικά, είχε δηλώσει ότι «θα είχαμε πολλά να κερδίσουμε αν στρεφόμασταν σε θέματα καθαρώς ελληνικού χρώματος, σε συνδυασμό με τις φυσικές καλλονές του τόπου. Είναι ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε τη συντριπτική σύγκριση με τον πλούτο των σκηνικών που παρουσιάζουν τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά φιλμ. Μ’ άλλα λόγια, την έλλειψη να την κάνουμε πρωτοτυπία, δημιουργώντας ιδιότυπο ελληνικό φιλμ. Κι άλλωστε, αυτή θα είναι η προσωπικότητα του ελληνικού κινηματογράφου: το ελληνικό θέμα».
Μία άποψη, μία πεποίθηση, για έναν γνήσιο αυθεντικό ελληνικό κινηματογράφο, που ακόμη αναζητείται, μαζί με τα ασπρόμαυρα ευγενικά, γεμάτα γλυκύτητα όνειρα του Γιώργου Τζαβέλλα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Join the Conversation