Κατά τη μακρά χρονική περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν ορισμένες μεμονωμένες προσπάθειες για την αποτίναξη της υποδούλωσης. Τα μικρής διάρκειας επαναστατικά κινήματα εναντίον του ισχυρού τουρκικού ζυγού δεν ήταν εφικτό να έχουν αίσια έκβαση. Οι συνέπειες των επαναστατικών ενεργειών ήταν ολέθριες καθώς με τον παραδειγματικό θάνατο ή την υποτέλεια των εμπνευστών υποκινητών έπαυε οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια, τουλάχιστον ως άμεση συνέχεια. Ωστόσο, η ύπαρξη χρόνιας οργανωμένης αντίδρασης ανυπότακτων τοπικών κοινωνικών ομάδων στον υπόδουλο χώρο σημειώθηκε στο Σούλι, τη Μάνη και τα Σφακιά σηματοδοτώντας τη διαρκή διεκδίκηση της ελευθερίας και την αμφισβήτηση της καθολικής κυριαρχίας των κατακτητών. Ειδικότερα στην Ήπειρο,στην ιστορική περιοχή του Σουλίου, η διαμόρφωση αυτόνομης συνομοσπονδίας – συμπολιτείας των ένδεκα χωριών-του τετραχωρίου και επταχωρίου- με περισσότερα από πενήντα γειτονικά χωριά, κατέστη περίπτωση μοναδική και καθοριστική για την διεκδίκηση της ελευθερίας από τον τούρκικο ζυγό.
Η συμπολιτεία του Σουλίου σχηματοποιήθηκε σταδιακά με την αρχική εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων στην δύσβατη περιοχή[1] του ιστορικού Σουλίου, κατά την πλέον βάσιμη άποψη, το διάστημα μεταξύ του 16ου αιώνα και τις αρχές του 17ου αιώνα. Η διαμόρφωση της ευρύτερης συμπολιτείας περιλάμβανε τους οικισμούς του τετραχωρίου[2]: το Σούλι, τη Σαμωνίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο, τουςοικισμούς του επταχωρίου[3]: το Τσεκούρι, το Αλποχώρι, το Παλιοχώρι, τη Γκιονάλα, το Περιχάτι, τα Βίλια και τις Κοντάτες, και περισσότερα από πενήντα χωριά πλησίον των ανωτέρω ένδεκα οικισμών. Η πληθυσμιακή σύνδεση των γενών ως οικογένειες μεγάλων κοινωνικών ομάδων τις λεγόμενες φάρες και αποτελούσε ιδιαίτερο γνώρισμα των κατοίκων της περιοχής του Σουλίου.
Στην κοινωνική ζωή των οποίων η τήρηση των εθίμων, του όρκου, της τιμής και της πίστης υπήρξαν σημεία δεοντολογίας βασισμένα στην έννοια της ελευθερίας. Εξίσου σημαντικός δεσμός ανάμεσα στα σουλιώτικα και παρασουλιώτικα χωριάήταν η θρησκευτικότητα η οποία καθόριζε συνοχή και στην θρησκευτική ζωή των κατοίκων της συμπολιτείας. Σύμφωνα με χαρακτηριστική αναφορά του Πουκεβίλ οι Σουλιώτες «ήταν ευχαριστημένοι που θεωρούνταν και ονομάζονταν χριστιανοί»[4].Οι αναφορές σε εκκλησίες[5] στους οικισμούς του Σουλίουκαι σε ιερείς[6]αποτελούν μια πρώτη εικόνα για την θρησκευτική ζωή των Σουλιωτών.Οι εκκλησίες ήταν σχετικά μικρές με λιτά στοιχεία αρχιτεκτονικής, χωρίς μεγάλα παράθυρα και με πολεμίστρες[7]. Η ιστορία της γενεαλογίας της φάρας των Τζαβελαίων αναφέρει ως γενάρχη τον ιερέα Παπαζάχο και την αρχική ονομασία Παπαζαχαίοι ή Παπαζαχάτες. Ομοίως, μνημονεύεται ακόμα και ο ιερέας Παπαγιάννης ιδρυτής και αρχηγός της φάρας των Παπαγιανάτων. Σε σουλιώτικο συμφωνητικό του 1770 αναφέρεται το όνομα του Παπακύριου και έπειτα από την πτώση του Σουλίου σε έγγραφα τα ονόματα των Σουλιωτών ιερέων Αθανασίου ο οποίος πιστοποιεί το γάμο του Μάρκου Μπότσαρη με την Ελένη Καρακίτσου και του ιερέα Παναγιώτη Κασκαρή.
Η παρουσία και διδασκαλία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στο Σούλι το 1779[8] και επίσης η περιοδεία του στα άλλα παρασουλιώτικαχωριά της συμπολιτείας ενίσχυσε την κοινή θρησκευτική ταυτότητα των οικισμών. Στις περιοδείες του Αγίου στην περιοχή του Σουλίου αποδίδονται χαρακτηριστικοί προφητικοί λόγοι και νουθεσίες. Ασφαλώς, η παρουσία του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους κατοίκους και για συγκεκριμένους κληρικούς όπως ο ιερομόναχος Σαμουήλ ο οποίος σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές εγκαταστάθηκε πριν από το 1800 στο Σούλι[9]. Η παρουσία του ιερομονάχου Σαμουήλ ενέπνεε με θρησκευτικό τρόπο[10] τις αντιλήψεις στη ζωή των Σουλιωτών κατά την μακροχρόνια διεξαγωγή συγκρούσεων με τα στρατεύματα του Αλή Πασά. Ο ίδιος υπήρξε ακροατής των λόγων του αγίου Κοσμά γεγονός το οποίο επηρέασε την σκέψη του με εσχατολογική θεώρηση.
Οι πρώτοι πόλεμοι των Σουλιωτών εναντίον του τούρκικου ζυγού
Η ευρύτερη περιοχή του Σουλίου με την καθιέρωση της συμπολιτείας σουλιώτικων και παρασουλιώτικων χωριών και κυρίως το καθεστώς των ανυπότακτων κατοίκων αποτελούσαν διαχρονικές αιτίες για την πολεμική κατάλυση της κυριαρχίας των Σουλιωτών. Η αντι-οθωμανική δράση των Σουλιωτών διαπιστώνεται ήδη κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699). Οι μετέπειτα εχθροπραξίες μεταξύ των Σουλιωτών και των Οθωμανών αποδεικνύουν την χρόνια αντίσταση του Σουλίου στον τουρκικό ζυγό.Οι πολεμικές συγκρούσεις υπήρξαν έντονες και συνεχείς, η ενδεικτική αναφορά των αγώνων ενέχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση της όλης συμπεριφοράς των Σουλιωτών προς τους κατακτητές. Ιστορικά οι πρώτοι αγώνες των Σουλιωτών διάρκειας πενήντα και πλέον ετών εναντίον των Οθωμανών υπήρξαν κατά τα εξής έτη:
To 1721 μετά την απόρριψη της πρότασης του Ζατζή Αχμέτ (ή Χατζή Αχμέτ), Πασά των Ιωαννίνων, για την υποταγή των Σουλιωτών, πολιόρκησε το Σούλι με ισχυρή δύναμη 8.000 ανδρών. Τελικώς αναγκάσθηκε να υποχωρήσει μετά από αιφνιδιαστική νυκτερινή αντεπίθεση των Σουλιωτών και μεγάλες απώλειες.
Το 1731, κατ΄ άλλους το 1732, ξεσηκώθηκαν οι Σουλιώτες καθώς και οι κάτοικοι του χωριού Μαργαρίτιμε υποκίνηση των Ενετών. Με διαταγή του Σουλτάνου ακολούθησαν εκστρατείες, από τον Χατζή Αχμέτκαι από άλλους Μπέηδες και Αγάδες της περιοχής χωρίς επιτυχία.
Το 1754, o νέος Πασάς των Ιωαννίνων ο Μουσταφά Πασάς, επιχείρησε εκστρατεία χωρίς αποτέλεσμα.
Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες επιθέσεις με τον Τουρκαλβανό Μουσταφά Κόκκα ο οποίος επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και τον Μπεκίρ Πασά με 5.000 στρατιώτες.
Το 1759 ο Ντόστ μπέης, του Γαρδικίου, και της Παραμυθιάς ο και διοικητής του Δέλβινου, ηττήθηκε από τους Σουλιώτες.
To 1762, ο Μαξούντ Αγάς (ή ΜαζούντΑγάς) του Μαργαριτίου και Βοεβόδας(κυβερνήτης) της Αρτας, υπέστη ήττα στην περιοχή «Λάκκα» των Λελόβων αλλά απέσπασε τα γύρω χωριά της περιοχής Λελόβωνκαι Λακοπούλας.
Το 1772, ο Σουλεϊμάν Τσαπάρη ή Τζαπάρκα, Αγάς του Μαργαριτίουμε στρατό 8.000 – 9.000 ανδρών επιτέθηκε στους Σουλιώτες με αφορμή την επίσκεψη απεσταλμένου και επίδοση γραμμάτων και πυρομαχικών του Αλεξίου Ορλώφ το φθινόπωρο του 1771. Η εκστρατεία ήταν οδυνηρή για τον Αγά καθώς εκτός από τις απώλειες υπήρξε και ο ίδιος αιχμάλωτος[11].
Το 1775, ο Κούρτ Πασάς κινήθηκε επιθετικά έως την περιοχή της Ρουσιάτσας, (το χωριό Πολυστάφυλο)πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.
Οι τρείς μεγάλοι πόλεμοι των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά και η πτώση του Σουλίου
Με την παρουσία του Αλή Πασά ως νέου πασά των Ιωαννίνων ξεκίνησε μια νέα κατάσταση για την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Η προσωπική του πορεία κατέστη δυναμική, από τη ληστρική άνδρωση μέχρι το διορισμό του το 1786 ως πασά των Τρικάλων και με την προσάρτηση του σαντζακιού των Ιωαννιτών[12]. Αρχικά ο Αλή Πασάς υπέταξε τους ανυπότακτους μπέηδες με την τακτική της δολοπλοκίας, με συμμαχίες και θανατώσεις. Έπειτα θέλησε να απαλλαγεί από τους Σουλιώτες, πάλι με δολιότητα, καθώς ζήτησε τη συμμαχία τους ενάντια στους μπέηδες του Αργυροκάστρου. Η εξέλιξη της προσπάθειας να αιχμαλωτίσει την απεσταλμένη ομάδα των Σουλιωτών αποκάλυπτε τις πραγματικές διαθέσεις του. Η επιφυλακτικότητα των Σουλιωτών για την αποστολή μικρής πολεμικής ομάδας η οποία ετέθη σε ομηρία αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη πράξη των διακανονισμών και συμφωνιών μεταξύ των δύο πλευρών[13]. Με την επιστροφή του Λάμπρου Τζαβέλλα στο Σούλι υπό τον όρο να επιτεθεί στους άλλους Σουλιώτες και τη συμφωνία να παραμείνει όμηρος ο γιός του Φώτος με άλλους Σουλιώτες, αποδεικνύει τα ιδανικά της ελευθερίας, της τιμής και της ενότητας. Η απόφαση μάλιστα να αντιμετωπισθεί ένοπλα ο Αλή Πασάς και η επίθεση του στην Κιάφα επέφερε την συνθηκολόγηση μετην καταβολή λύτρων από εκείνον. Η διεξαγωγή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-1792), αποτελεί την αιτία των επόμενων πολεμικών συγκρούσεων. Με την αποστολή του Λουίτζι Σωτήρη στο Σούλι[14] τον Σεπτέμβριο του 1788και την έγγραφη πρόθεση των οπλαρχηγών[15] να πολεμήσουν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Αλή Πασάς ξεκίνησε την οργάνωση της πρώτης εκστρατείας.
Ο πρώτος πόλεμος Αλή Πασά – Σουλιωτών,κατά την άνοιξη του 1789 με τη δύναμη 10.000 Τουρκαλβανών, διήρκεσε τέσσερις μήνες και η εκστρατεία έληξε άδοξα[16]. Με νεότερα στοιχεία (έγγραφα) της περιόδου εκείνης ο Αλή Πασάς προέβη σε συνθήκη με τους Σουλιώτες με την καταβολή χρηματικού ποσού στους οπλαρχηγούς για την ανάληψη της ασφάλειας της περιοχής και την ταυτόχρονη εγγυητική αποστολή σε εκείνων πέντε παιδιών από τις οικογένειες των οπλαρχηγών για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ο δεύτερος πόλεμος Αλή Πασά – Σουλιωτών συνέβη έπειτα από το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου[17] κατά το 1792. Ο Αλή Πασάς επιχείρησε τη δεύτερη εκστρατεία με δύναμη 10.000 Τουλκαλβανών η οποία είχε επίσης άδοξο τέλος με απώλειες 2.000 Τουρκαλβανών και 74 Σουλιωτών αντίστοιχα. Η διάρκεια ομηρίας του Φώτου Τζαβέλλα και των άλλων αιχμαλώτων δεν πτόησε το φρόνιμα των Σουλιωτών. Σημειώνεται η αντίσταση με πρωτοστάτες τους Γεώργιο Μπότσαρη, Λάμπρο Τζαβέλλα και Δήμο Δράκο και τη συμμετοχή των γυναικών υπό τη Μόσχω[18] Τζαβέλλα! Με την ανεπιτυχή εκστρατεία «στα ορεινά καταφύγια που αποτελούν την άμυνα των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου (Αλή) Πασά»[19] ο οποίος δέχθηκε ορισμένες προτάσεις των Σουλιωτών για τη διοίκηση της περιοχής.
Ο τρίτος πόλεμος Αλή Πασά – Σουλιωτών ξεκίνησε το 1803[20] μετά την αλλαγή πολεμικών συνθηκών καθώς οι Γάλλοι είχαν διαδεχθεί από το 1797τους Ενετούς στα Επτάνησα. Η ήττα στη ναυμαχία στο Αμπουκίρ (Αίγυπτο) το 1798ευνόησε την κυριαρχία του Αλή Πασά ο οποίος έλαβε περισσότερο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με πολεμικές ενέργειες[21]. Αρχικά εκστράτευσε το 1800[22] στις περιοχές της Ηπείρου κα επέτυχε την κατάληψη του Βουθρωτού, της Ηγουμενίτσας και της Πρέβεζας. Με την ενίσχυση της παρουσίας του στην περιοχή ενεργούσε για τον αποκλεισμό των Σουλιωτών. Στις πολεμικές προσπάθειες του Αλή Πασά οι Σουλιώτες επιχείρησαν συσπείρωση στην εκκλησία του Αγίου Γεώργιου. Η δυναμική των οπλισμένων Σουλιωτών δεν ήταν μεγαλύτερη των 2.000. Ο αγώνας διήρκεσε τέσσερα έτη με την ηγετική παρουσία πολεμιστών (αναφέρονται Φώτος Τζαβέλλας, Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο ΒέικοςΖάρμπας, ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Η έκβαση της τρίτης εκστρατείας υπήρξε η πλέον δυσχερής πολιορκία. Παρά τις νίκες των Σουλιωτών υπήρξαν σημαντικοί λόγοι για την τελική συνθηκολόγηση με καθοριστικούς όρους. Η τακτική του Αλή Πασά για τη δημιουργία κάστρων στα κοντινά χωριά ώστε να παραταθεί η πολιορκία και η μη ανταπόκριση ενισχύσεως από τη Γαλλία και Ρωσία στις εκκλήσεις των Σουλιωτών αποτέλεσαν πιεστικές καταστάσεις.
Οι επόμενες σκληρές μάχες υπήρξαν καθοριστικές με τελευταία εκείνη της 7ηςΔεκεκμβρίου του 1803 στην τοποθεσία Κούγκι – Κιάφας. Η έλλειψη τροφίμων, ζωοτροφών[23]και πυρομαχικών ανάγκασε τους Σουλιώτες να δεχθούν υπό τους όρους του Αλή Πασά.Η αναγκαστική συνθηκολόγηση Σουλιωτών για την ελευθερία τους έθετε άμεσα την οριστική εγκατάλειψη των εδαφών του Σουλίου. Τέσσερις ημέρες αργότερα στις 16 Δεκεμβρίου αποχώρησαν με τον οπλισμό τους και όσα υπάρχοντα ήταν δυνατόν σε τρεις ομάδες. Με αυτήν την εξέλιξη της πτώσεως του Σουλίου έληξε η τρίτη και νικηφόρα εκστρατεία του Αλή Πασά. Με την πτώση του Σουλίου πριν την αρχή της Επανάστασης ολοκληρώνεται στην τοπική περιοχή η θυσιαστική προσφορά των Σουλιωτών με την ανατίναξη των πυρομαχικών στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι[24]. Κατά την εγκατάλειψη του Σουλίου μόνο η πρώτη ομάδα έφθασε χωρίς απώλειες από την ευρισκόμενη υπό ρωσικό έλεγχο Πάργα στην Κέρκυρα[25]. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1803 η δεύτερη ομάδα δέχθηκε ανηλεή επίθεση και αντιστάθηκε με μοιραίο αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών Σουλιωτών και την αυτοθυσία με κατακρημνισμό κοντά στην Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ εξήντα γυναικών με τέκνα[26]. Η μοιραία αλλά ηρωική πράξη από τις Σουλιώτισσες για την αποφυγή της αιχμαλωσίας έμεινε στην ιστορία ως χορός του Ζαλόγγου. Τέλος και η τρίτη ομάδα κινούμενη από το Βουργαρέλι προς τα Άγραφα κατά την εγκατάσταση στη Μονή Σέλτσου δέχθηκε στις 4 Απριλίου του 1804 επίθεση και πολιορκία η οποία επέφερε σφαγιασμό πολλών Σουλιωτών και τον κατακρημνισμό περισσότερων από διακοσίων γυναικών.
Επίλογος
Τα αναφερόμενα γεγονότα αποτελούν τον επίλογο της ιστορικής παρουσίας των Σουλιωτών και ταυτόχρονα τον πρόλογο της ενάρξεως της Επαναστάσεως η μετέπειτα συμβολή των Σουλιωτών στην έκβαση της οποίας αποτελεί συνδετικό σημείο της πατρογονικής αναζήτησης της ελευθερίας. Κατά τους μακροχρόνιους αγώνες των Σουλιωτών για την ελευθερία η θρησκευτική πίστη αποτέλεσε ουσιαστικό στοιχείο για την ζωή τους καθώς υπήρξε ενωτικό γνώρισμα της περιοχής του Σουλίου και ταυτόχρονα ειδοποιός διαφοροποίηση από των τουρκικό ζυγό και τον εξισλαμισμό. Στην περιοχή του Σουλίου και της Συμπολιτείας η ανέγερση ναών αφιερωμένων σε ένα σύνολο αγίων αποτελεί ένδειξη της θρησκευτικής συνοχής σε ένα περιβάλλον αλληλεπίδρασης. Η δομική κατασκευή των μικρών εκκλησιών επιτρέπει την θεώρηση ότι εξυπηρετούσαν κοινό εκκλησιασμό των σουλιώτικων γενών[27] ανάλογα με τα γένη. Διαπιστώνεται η ιστορική ύπαρξη συγκεκριμένων ναών με εξέχουσα τιμή στην Παναγία και σε αγίους των πρωτοχριστιανικών χρόνων όπως οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, Ο άγιος Γεώργιος, ο άγιος Δημήτριος, ο άγιος Νικόλαος, η αγία Παρασκευή, η αγία Κυριακή κ.α.. Παράλληλα, η απόδοση τιμής στους Ταξιάρχες, τον Προφήτη Ηλία, στην Μεταμόρφωση του Κυρίου, στον άγιο Δονάτο και τον άγιο Σπυρίδωνα συνθέτουν την εικόνα των εκκλησιών της περιοχής. Στιςεκκλησίες των σουλιώτικων και παρασουλιώτικων οικισμών με αφιέρωση στην Παναγία υπήρξαν ναοί και μοναστήρια μεαπόδοση μνήμης στην Κοίμηση, το Γενέσιον και τα Εισόδια.
Η θρησκευτική αντίληψη προστασίας από την Παναγία περιγράφεται από τον Κασομούλη αναφορικά με τον αγώνα των Σουλιωτών, «αναγκασμένος ο Τζιαβέλαςαπο τας παρακλήσεις επήγεν μέσα, ενασπάσθη την εικόνα και εκρέμασεν το σπαθί του λέγων: Παναγία μου, σήμερον όπου σε εορτάζομεν, σε αφιερώνω τούτο, και βοήθα τα παληκάργια να νικήσωμεν τον εχθρόν». Η επίδραση της θρησκείας αποδεικνύεται καθοριστική για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των Σουλιωτών σε κάθε χρονική στιγμή της ιστορίας. Η συμβολή της πίστης στη σουλιώτικη κοινωνία λειτούργησε ως ένας σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης από τις αξιώσεις των Οθωμανών και του Αλή Πασά γεγονός το οποίο επικράτησε και μετά την πτώση ζωή των Σουλιωτών και την συμμετοχή τους στην Επανάσταση.
[1] Χριστόφορου Περραιβού, Ιστορία Σουλλίου και Πάργας, Εν Αθήναις 1857, σ. 2-3.
[2] Βασίλη Σανδρή, Σούλι Οδοιπορικό στον τόπο και στην ιστορία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σ. 27.
[3] Βασίλη Σανδρή, ό.π., σ. 27.
[4] Βασίλη Σανδρή, ό.π., σ. 41, Φρ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, Εκδόσεις ΑφώνΤολίδη, Αθήνα 1994, σ. 192, 205, 206.
[5] Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1998, σ. 182-185 και Βασίλη Σανδρή, ό.π., σ. 39.
[6]Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 188.
[7] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 185 Βλ. και Λουκία Πολίτη, Το Σούλι της Ηπείρου. Οι οικισμοί και η ιστορία τους, Αθήνα 1992, σ. 158.
[8] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 188και Βασίλη Σανδρή, ό.π., σ. 39.
[9]Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 187.
[10]Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 188.
[11]Μέρτζιος Κ.Δ., Το εν Βενετία ΚρατικόνΑρχείον, Ηπειρωτικά Χρονικά, 1940, σ. 12-18.
[12]Το 1786 διορίστηκε πασάς των Τρικκάλων, και το 1788 το σαντζάκι των Ιωαννίνων προσαρτήθηκε στο πασαλίκι του.
[13] Ο Αλή Πασάς ζήτησε από τον Λάμπρο Τζαβέλα ως αντάλλαγμα για την ελευθερία του να επιτεθεί στους άλλους Σουλιώτες και εκείνοςπροσποιούμενος ότι συμφωνεί ζήτησε την άδεια να γυρίσει στο Σούλι για συνεννοήσεις. Ο Αλής του έδωσε την άδεια, με τον όρο να μείνουν ως όμηροι ο γιος του ο Φώτος και ορισμένοι από τους άνδρες του.
Douglas D., Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδου-Πατρικίου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989, σ.49-50.
[14] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 351, Ο Λουίτζι Σωτήρη στάλθηκε από την Μεγάλη Αικατερίνη την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας, ώστε να προετοιμάσει σε επανάσταση τους Σουλιώτες.
[15] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 352,Την πρόθεση τους δήλωσαν εγγράφως οι οπλαρχηγοί: Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, ΒέικοςΖάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος κ.ά.
[16] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 354-357.
[17] Το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πόλεμου έγινε κατά το 1792 με τη συνομολόγηση της Συνθήκης του Ιασίου.
[18] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 209, Βασίλη Σανδρή, ό.π., σ. 53.
[19]Κατά την αναφορά του Ενετού προνοητή (αρμοστή) της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας).
[20]Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 351.
[21]Ο Αλή Πασάς κινήθηκε στην εκστρατεία κατά του Πασά του ΒιδινίουΠασβάνογλου (1798), με διπλάσια στρατιωτική δύναμη από εκείνη η οποία του είχε ζητηθεί από το Σουλτάνο.Επομένως, με την εν λόγω ενέργεια ελάμβανε περισσότερο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
[22]Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 351.
[23] Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 398.
[24] Για την παράδοση της πυριτιδαποθήκης έμεινε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι ο ιερομόναχος Σαμουήλ με πέντε Σουλιώτες για να παραδώσει σε απεσταλμένους του Βελή, γιου του Αλή, τα πολεμοφόδια. Η πυριτιδαποθήκη ανατινάχθηκε στο αέρα κατά την παράδοση, σύμφωνα με τον Περραιβό, ο Σαμουήλ, οργισμένος από τα λόγια ενός απεσταλμένου του Βελή, αυτοπυρπολήθηκε προτιμώντας το θάνατο από το να παραδοθεί Βλ. Βασίλη Σανδρή σ. 157, 159.
[25] Βασίλη Σανδρή, ό,π., σ. 161.
[26] Βασίλη Σανδρή, ό,π., σ. 161.
[27]Βάσω Ψιμούλη, ό.π., σ. 183.
*Η ομιλία δόθηκε στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη το απόγευμα στα Γιάννενα στο πλαίσιο του Προγράμματος των Περιφερειακών Επετειακών Εορταστικών Εκδηλώσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 με την φροντίδα των πέντε Μητροπόλεων της Ηπείρου.
Join the Conversation