Οι κάτοικοι των Πέντε Εκκλησιών (Οσδίνας) δεν ξεχνούν. Δεν τους το επιτρέπει η ιστορία, δεν τους το επιτρέπει η καρδιά τους, δεν τους το επιτρέπει το ίδιο το θλιβερό γεγονός.
Κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου (1η του μηνός), εορτάζουν το ολοκαύτωμα της Μίχλας κατά την Κατοχή, εκπληρώνοντας ένα χρέος συνείδησης. Προς τους νεκρούς, προς αυτούς, που πότισαν με το αίμα τους την ελληνική γη και οι οποίοι ήταν άμαχοι, για να ανθίσει το δένδρο της λευτεριάς και να πάψει ο κατακτητής τη μαύρη και τυραννική σκλαβιά.
ΤΟΥΣ ΕΚΑΨΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΑΧΟΥΡΙ
Πολλοί Οσδινιάτες συνετέλεσαν στην ανάδειξη της επετείου και στην ανέγερση του μνημείου στο 54ο χλμ. της εθνικής οδού Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας.
Ένας από αυτούς και ο πολύ δραστήριος και διακεκριμένος εκπαιδευτικός, συνταξιούχος πλέον, Παναγιώτης Γεωργίου, που θήτευσε σε καίριες θέσεις στο υπουργείο Παιδείας, αλλά και ως μορφωτικός ακόλουθος στην Αλβανία και απ’ όπου και αν πέρασε άφησε το αποτύπωμά του.
Συνομιλήσαμε τηλεφωνικά και διαπιστώσαμε τον αγώνα και την αγωνία του να κρατήσει ψηλά την τίμια θυσία των συγχωριανών του, που μαρτύρησαν για την Πατρίδα και για το Γένος.
Όπως αναφέρει “στις 23 Αυγούστου 1944 έγινε το ολοκαύτωμα της Μίχλας. Οι Γερμανοί είχαν στρατοπεδεύσει στο Μέγα Πλάι, στο λόφο που είναι διακόσια μέτρα από εκεί, που είναι σήμερα το μνημείο, προς τη μεριά του Πολύδροσου. Τρεις στρατιώτες πήγαν στα Αχούρια, που ήταν οι χωριανοί μας. Όταν έφτασαν εκεί τους ρώτησαν αν υπάρχουν αντάρτες στο χωριό κι αυτοί απάντησαν αρνητικά. Επειδή δεν τους πίστεψαν άφησαν έναν στρατιώτη να τους φυλάει και οι άλλοι δύο πήγαν στη ράχη, για να αγναντέψουν το χωριό. Κοιτάζοντας προς τα κάτω είδαν δύο αντάρτες στο ποτάμι (στον Καλαμά) με στρατιωτικά ρούχα και όπλα και αντάλλαξαν πυροβολισμούς.
Στο μεταξύ ένας από τους κρατούμενους, ο Ευάγγελος Αθανασίου, νεαρός τότε, κατάλαβε ότι δεν θα έχουν καλό τέλος και λέει στο φίλο του και ξάδερφό του Κώστα Αθανασίου να φύγουν.
Εκείνος του είπε: “Εσύ φύγε, αλλά εγώ δεν μπορώ ν’ αφήσω την Ανθούλα και τη Γιαννούλα” (τη γυναίκα του και την ενός έτους κόρη του). Ο Βαγγέλης, αφού τους χαιρέτησε, έτρεξε στην κατηφόρα κι ενώ ο στρατιώτης τον πυροβολούσε αυτός χάθηκε στα δέντρα και στους βράχους, που πηδούσε χωρίς να υπολογίζει το ύψος. Σε λίγο γύρισαν κι οι άλλοι δύο Γερμανοί στρατιώτες. Έβαλαν και τους οχτώ χωριανούς μας σ’ ένα αχούρι (καλύβα με χορτάρι) και τους έκαψαν ζωντανούς. Στη συνέχεια, φεύγοντας οι Γερμανοί συνάντησαν άλλους τέσσερις χωριανούς μας στη θέση Ζήση, εκεί που είναι μια γκρεμισμένη καλύβα αριστερά και δίπλα στο δρόμο που πηγαίνει στο μοναστήρι, και τους σκότωσαν μαζί με το τσοπανόσκυλο που είχαν.
Στο μεταξύ ο Βαγγέλης έφτασε στο χωριό και ενημέρωσε τους χωριανούς, που είχαν μαζευτεί όλοι στην πλατεία και κοίταζαν τους καπνούς που έβγαιναν απ’ τα Αχούρια.
Όπως μου έλεγε η μάνα μου (Ελένη Γεωργίου-Νικολάου 1935-2012), μόλις νύχτωσε, η Γιαννούλα σύζ. Γιώργου Μπαλάσκα πήγε στη γιαγιά μου (μάνα της μάνας μου Όλγα Νικολάου-Μπάτση) και της είπε να της δόσει το παιδί της το Γιώργο (θείος μου, αδερφός της μάνας μου, Γιώργος Νικολάου 1920-1997), για να πάνε στ’ Αχούρια να πάρουν τους νεκρούς. Στην αρχή φοβόταν η γιαγιά μου, αλλά τον άφησε να πάει, γιατί κι ο ίδιος της έλεγε ότι θα προσέχει και δεν θα πάθει τίποτα. Έτσι, μαζί με τον Φώτιο Ζάκκα και τα δύο μουλάρια του, έφυγαν για τη Μίχλα. Όπως μου έλεγε ο μπάρμπα Φώτης είχε δέσει φανέλες στις οπλές (στα πόδια) των ζώων, για να μην ακούγεται ο θόρυβος από τα πέταλα και τους καταλάβουν οι Γερμανοί”.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ
Πολύ συγκινητική και συνάμα συγκλονιστική είναι η περιγραφή του κ. Γεωργίου, μέσα από τη διήγηση του μπάρμπα Φώτη, για τη μικρή, ενός έτους, Γιαννούλα.
” Όταν έφτασαν στ’ Αχούρια τους βρήκαν όλους καμένους. “Πέρασαν πενήντα χρόνια”, μου έλεγε ο μπάρμπα Φώτης, “και δεν μπορώ να ξεχάσω τη μικρή Γιαννούλα. Η μάνα της ήταν καμένη και την είχε στην αγκαλιά της. Της άνοιξα τα χέρια για να πάρω τη μικρή, κι ενώ η μάνα της ήταν μαύρη από τη φωτιά, αυτή ήταν άσπρη, κι όταν την πήρα από την αγκαλιά της μάνας της άνοιξε το κεφαλάκι της και χύθηκε το μυαλό της…”. Άλλους τους φόρτωσαν στα μουλάρια κι άλλους τους πήραν στην πλάτη και τους πήγαν στο μοναστήρι της Παναγίας. Εκεί έκαναν έναν πρόχειρο τάφο, πίσω από το ιερό και τους έθαψαν. Αυτά για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Εμείς θα φύγουμε και τα παιδιά μας δεν θα γνωρίζουν την ιστορία του χωριού τους. Παρά τη συναισθηματική μου φόρτιση, προσπάθησα να περιγράψω τα γεγονότα ψυχρά κι από απόσταση. Ίσως κάποιες λεπτομέρειες να σας στενοχώρησαν, αλλά νομίζω ότι έτσι θα καταλάβετε καλύτερα τα γεγονότα…”.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
Το μνημείο της Μίχλας βρίσκεται στο 54ο χλμ. της εθνικής οδού Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας και είναι η έμπρακτη απόδειξη ότι οι δολοφονημένοι από τα ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής Οσδινιάτες δεν σκεπάστηκαν από τη λήθη, αλλά φωνάζουν, κράζουν μέσα από αυτό, για την ανάγκη της ειρήνης, αλλά και της θυσίας αν χρειαστεί.
Την ιδέα της ανέγερσής του την είχε ο πρώτος πρόεδρος της Αδελφότητας, το 1967, Κ. Παππάς και υλοποιήθηκε το 1984, στα σαράντα χρόνια από το ολοκαύτωμα, από την Αδελφότητα, της οποίας πρόεδρος τότε ήταν ο Σπ. Καλογήρου και γραμματέας ο Δον. Πασχάλης, σε συνεργασία με το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού, του οποίου πρόεδρος ήταν ο Θεολόγος Μητσέλος.
Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ 2009
Όλες οι εκδηλώσεις τιμής για τους νεκρούς της Μίχλας έχουν την ξεχωριστή σημασία τους, καθώς μέσα από αυτές γεμίζει ο χώρος από την ηχώ της φωνής τους, που γίνεται η ηχώ του κόσμου.
Όμως η εκδήλωση του 2009, κατά την οποία παρέστη και κατέθεσε στεφάνι με τη γερμανική σημαία και φύτεψε και μια ελιά η επίτιμη πρόξενος της Γερμανίας στην Ήπειρο, έμεινε αξέχαστη.
Τότε ομίλησε μνημειωδώς ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Αθανάσιος Γκόντοβος, ο οποίος συγκέντρωσε και μαρτυρίες από ανθρώπους, που δεν υπάρχουν πια στη ζωή και είχαν βίωσαν την τραγικότητα εκείνων των στιγμών.
Μεταξύ άλλων επεσήμανε ότι “η δολοφονία των αμάχων των Πέντε Εκκλησιών στη Μίχλα είναι μια πράξη που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική, είναι μια πράξη προερχόμενη από τον κόσμο της βαρβαρότητας. Είναι αδύνατον να την κατανοήσουμε. Μπορούμε μόνο να την περιγράψουμε. Επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια για το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελέστηκε η πράξη αυτή στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τη ροή των γεγονότων που οδήγησαν στην εκτέλεση”.
Και πρόσθεσε: “Δε γνωρίζουμε αν οι εκτελεστές της Μίχλας πλήρωσαν ποτέ για τα εγκλήματά τους. Ξέρουμε μόνο ότι δεν δικάστηκε κανείς ποτέ ούτε από ελληνικό, ούτε από γερμανικό δικαστήριο για τα εγκλήματα που διέπραξε στην Ήπειρο η Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια της κατοχής, εκτός από το στρατηγό Λανς στα πλαίσια της συμμαχικής απόδοσης δικαιοσύνης που ξεκίνησε με την περίφημη δίκη της Νυρεμβέργης. Το έγκλημα της Μίχλας πέρασε για πολλά χρόνια απαρατήρητο και από την ελληνική ιστοριογραφία και από τη βιβλιογραφία της εθνικής αντίστασης και της κατοχής. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως είναι προτιμότερο να λησμονήσουμε αυτά τα δυσάρεστα επεισόδια του πολέμου με το επιχείρημα «πόλεμος ήταν, είχαμε θύματα». Όμως εδώ δεν πρόκειται για νεκρούς μαχητές που είχαν εμπλακεί σε ένοπλη σύγκρουση με τις στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής, αλλά για δολοφονίες ανύποπτων και ανυποψίαστων για τον κίνδυνο αμάχων που ούτε έβλαψαν, ούτε είχαν πρόθεση να βλάψουν προσωπικό ή εγκαταστάσεις της κατοχικής δύναμης. Πρόκειται για ένα κλασικό έγκλημα πολέμου”.
Για να καταλήξει: “Το να διατηρούμε στη μνήμη μας το ολοκαύτωμα της Μίχλας δεν είναι μόνον ένα χρέος απέναντι στους συμπατριώτες μας που δεν μπόρεσαν να έχουν μια φυσιολογική ζωή και έναν φυσιολογικό θάνατο, δεν πρόλαβαν καν να ζήσουν. Είναι και χρέος απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου η οποία θα ήταν άδικο να εκτοπιστεί για να μπει στη θέση της η ασύστολη προπαγάνδα σε μια εποχή που φαίνεται πως όλες οι εκδοχές της πραγματικότητας επιτρέπονται”.
Τότε είχε απευθύνει χαιρετισμό και ο Παναγιώτης Γεωργίου, ως αντιπρόεδρος της Αδελφότητας Πέντε Εκκλησιών, που με το λαγαρό λόγο του επεσήμανε ότι “το ολοκαύτωμα της Μίχλας είναι ίσως το μοναδικό, που δεν έτυχε μέχρι σήμερα της ανάλογης προβολής και οφείλουμε να αποκαταστήσουμε αυτή την παράληψη”.
Και επεσήμανε ότι “επειδή κανένας πόλεμος δεν έχει ποτέ νικητές και ηττημένους, παρά μόνο ηττημένους, γι’ αυτό το λόγο ένα πρέπει να είναι το σύνθημά μας: «Ειρήνη, ποτέ πια πόλεμος», γιατί ο πόλεμος δημιουργεί εγκλήματα σαν κι αυτό που διαπράχτηκε στη Μίχλα”.
Join the Conversation