Οι άνθρωποι προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σε καταστάσεις που αντιλαμβάνονται επικίνδυνες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν την έκθεσή τους σε πιθανούς κινδύνους. Γίνονται πιο προσεκτικοί όταν αισθάνονται ότι απειλούνται και λιγότερο προσεκτικοί όταν αισθάνονται ότι δεν κινδυνεύουν. Από το πρώτο κύμα της πανδημίας, όσοι θεωρούσαν ότι ο κορωνοϊός απειλεί την υγεία μας φρόντιζαν να φορούν μάσκες, να πλένουν τακτικά τα χέρια τους, να κρατούν ελάχιστες αποστάσεις, να αποφεύγουν πολυσύχναστους χώρους. Αυτές οι προστατευτικές συμπεριφορές με την πάροδο του χρόνου χαλάρωσαν, καθώς υπήρξε αφενός κόπωση από τα περιοριστικά μέτρα, αφετέρου «εξοικείωση» με την απειλή του κορωνοϊού.
Η διάθεση των εμβολίων εύλογα έχει δημιουργήσει ένα κλίμα αισιοδοξίας για την υπέρβαση της πανδημίας. Από την άλλη, η ύπαρξη των εμβολίων μπορεί να οδηγήσει σε πιο χαλαρή τήρηση ή και εγκατάλειψη των μέτρων αυτοπροστασίας, μειώνοντας έτσι τα οφέλη του μαζικού εμβολιασμού. Σύμφωνα με μια θεωρία, σε περιπτώσεις εφαρμογής ενός μέτρου προστασίας από έναν κίνδυνο –όπως το εμβόλιο κατά της COVID-19–, η υποκειμενική αίσθηση του κινδύνου αυτού μειώνεται και έτσι τα άτομα θεωρούν ότι πλέον έχουν το περιθώριο να πάρουν κάποιες αποφάσεις οι οποίες αυξάνουν την έκθεσή τους σε κίνδυνο.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η εφαρμογή του μέτρου προστασίας –του εμβολίου– αποδίδει λιγότερα συνολικά οφέλη από τα αναμενόμενα, γιατί αυτά «αντισταθμίζονται», έως έναν βαθμό, από συμπεριφορές αυξημένου ρίσκου, όπως η μη χρήση μάσκας σε χώρους μαζικής συνάθροισης. «Εως ένα βαθμό», γιατί αυτές οι «ρισκαδόρικες» συμπεριφορές δεν ακυρώνουν, αλλά τείνουν να αποδυναμώσουν τα οφέλη του εμβολίου: οι εμβολιασμένοι έχουν μειωμένη πιθανότητα να κινδυνέψουν αλλά όχι όση αναμένεται, λόγω της χαλάρωσης των μέτρων προστασίας από τους ίδιους και τους γύρω τους.
Οσο, μάλιστα, ο εμβολιασμός προχωράει και ενισχύεται η εντύπωση ότι είμαστε «κοντά στον στόχο», τόσο ενισχύεται η αντίληψη ότι «αξίζουμε», ότι «μας παίρνει» να μη φοράμε μάσκα, να μην τηρούμε τις αποστάσεις ή να πηγαίνουμε σε πολυσύχναστους χώρους χωρίς προφυλάξεις: επιλέγουμε συμπεριφορές που μας εκθέτουν στον κίνδυνο και ως μια επιβράβευση.
Ο μηχανισμός αυτός λέγεται «φαινόμενο Πέλτζμαν» («Peltzman Effect») και πήρε το όνομά του από τον Αμερικανό οικονομολόγο που το περιέγραψε τη δεκαετία του ’70. Στην περίπτωση των εμβολίων κατά της COVID-19 συντρέχουν οι τέσσερις βασικοί παράγοντες του «φαινομένου Πέλτζμαν»: πρώτον, το μέτρο προστασίας (εμβόλια) είναι ορατό. Δεύτερον, υπάρχει ισχυρό κίνητρο – η επιθυμία για επιστροφή στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής που είχαμε πριν από την πανδημία. Τρίτον, είναι στο χέρι του καθενός, άρα και εύκολο, να μη φοράει μάσκα ή να μην κρατάει αποστάσεις. Ο τέταρτος παράγοντας είναι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων: όσο πιο υψηλή τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα χαλάρωσης άλλων προφυλάξεων.
Καταλαβαίνουμε ότι το «φαινόμενο Πέλτζμαν» παρατηρείται συνήθως στα άτομα που κατά το παρελθόν τηρούσαν με συνέπεια τα μέτρα προληπτικής προστασίας. Οι συμπεριφορές «αντιρρησιών» των μέτρων ή αρνητών του κορωνοϊού ούτε έχουν αλλάξει σημαντικά μετά τη διάθεση των εμβολίων ούτε θεωρούνταν από τους ίδιους ως αυξημένου ρίσκου. Επομένως, η όποια απόπειρα να μετριαστεί το «φαινόμενο Πέλτζμαν» αφορά εκείνους που άλλοτε είχαν επιδείξει ισχυρή συμμόρφωση.
Το πιο σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη του «φαινομένου Πέλτζμαν» είναι ότι το «σήμα» χαλάρωσης που «εκπέμπει» η έλευση των εμβολίων μπορεί να μην προκύπτει από τα εκάστοτε επιστημονικά δεδομένα. Επιλέγουμε, δηλαδή, να είμαστε λιγότερο προσεκτικοί από ό,τι στο παρελθόν, επειδή υπάρχει το εμβόλιο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη νέες, πιο μεταδοτικές παραλλαγές του ιού, όπως η «Δέλτα», ούτε η πιθανότητα νόσησης –έστω και ελαφράς– ή και μετάδοσης του ιού από εμβολιασμένους ή και σε εμβολιασμένους.
Κατανοώντας το πώς και γιατί τα άτομα μπορεί να συμπεριφέρονται λόγω του «φαινομένου Πέλτζμαν», μπορούμε να περιορίσουμε τις αρνητικές του επιδράσεις προκειμένου να ενισχύσουμε το συνολικό όφελος των εμβολιασμών και άρα να πετύχουμε πιο γρήγορα και με μικρότερες απώλειες την «ανοσία της αγέλης». Εμπιστοσύνη στα εμβόλια, λοιπόν, γνώση των ορίων τους και επίγνωση ότι χρειάζεται να συνεχίσουμε να κάνουμε ορισμένα βασικά, ώστε να μείνουμε ασφαλείς.
Join the Conversation