Στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, που βρίσκονται σε εξέλιξη, πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε συνεργασία με τους Δήμους Ιωαννιτών, Σουλίου και Νικολάου Σκουφά, το τριήμερο Διεθνές συνέδριο με θέμα «Ελευθερία ή Θάνατος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821- Μικροϊστορικές προσεγγίσεις από τον αγώνα στον Ηπειρωτικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο».
Στη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου αυτού- που ξεκίνησαν στις 25/6/21 στην Παραμυθιά και συνεχίστηκαν στα Γιάννενα και την Άρτα στις 30 Ιουνίου και 4 Ιουλίου 2021- διατυπώθηκαν και κάποιες ατεκμηρίωτες απόψεις, σχετικά με τους πρώτους κατοίκους του Σουλίου και την καταγωγή/ μητρική γλώσσα των Σουλιωτών. Συγκεκριμένα, στην εναρκτήρια εκδήλωση του Συνεδρίου που έγινε στις 25/6/21 στην Παραμυθιά η καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Άννα Μανδηλαρά- που είχε οριστεί ως υπεύθυνη για το Συνέδριο- διάβασε απόσπασμα από το βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη «ΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ», όπου η συγγραφέας ισχυρίζεται πως τα βουνά του Σουλίου πρωτοκατοικήθηκαν από … Αλβανούς έποικους που μετοίκησαν από την Θεσσαλία!
Σχολιάζοντας την άποψη της κ. Ψιμούλη και όσων την υιοθετούν- ότι δηλαδή οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν … Αλβανοί (!) που μετοίκησαν από τη Θεσσαλία- η αντιπρόεδρος της Αδελφότητας «ΤΟ ΗΡΩΪΚΟ ΣΟΥΛΙ», απέστειλε για δημοσίευση στα ΜΜΕ της Ηπείρου, το παρακάτω με άρθρο- παρέμβαση:
Η κ. Ψιμούλη ξεκινάει από την αρχή του βιβλίου της με μια υπόθεση εργασίας, ότι δήθεν στο Σούλι εγκαταστάθηκαν… Αλβανοί βοσκοί! Συγκεκριμένα στη σελίδα 16 γράφει: «Υποθέσαμε ότι το γεγονός της εγκατάστασης θα πρέπει να συνδέεται με την έναρξη μιας μαζικότερης αλβανικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή, στα μέσα του 14ου αιώνα, εποχή κατά την οποία επισημαίνεται είσοδος αλβανικών μεταναστευτικών ομάδων στην Ήπειρο».
Με αυτή την υπόθεση η κ. Ψιμούλη θεωρεί ως … δεδομένη (!) την αλβανική προέλευση των Σουλιωτών και με την συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, αμφισβητεί:
• τον πρώτο ιστορικό του Σουλίου Χριστόφορο Περραιβό, που αναφέρει ότι στο Σούλι κατέφυγαν Ηπειρώτες από τα γύρω χωριά, οι οποίοι δεν άντεχαν τον Οθωμανικό ζυγό, όπως του αφηγήθηκαν γέροντες Σουλιώτες.
• τον Σουλιώτη αγωνιστή Λάμπρο Κουτσονίκα, ο οποίος θεωρεί ότι το Σούλι κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων και ειδικά μετά την καταστροφή των Ηπειρωτικών πόλεων από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο το 167 π. Χ.
• ότι το Σούλι υπήρξε ορεινό καταφύγιο και όλες τις αναφορές αυτές τις θεωρεί «παρεκκλίνουσες απόψεις» (σελ. 130) γιατί τάχα «στερούνται ιστορικής τεκμηρίωσης και επιστημονικής επιχειρηματολογίας. Ορισμένες εμπίπτουν στην κατηγορία θρύλων και λαϊκών δοξασιών» (σελ. 131).
Η εγκατάσταση των αλβανών ποιμένων δεν τεκμηριώνεται ιστορικά, αλλά ξεκινάει ως υπόθεση, που γίνεται με θεωρητική υπέρβαση, δεδομένη πραγματικότητα, η οποία δίνει, κατά την συγγραφέα, αναμφισβήτητο αποτέλεσμα την «αλβανική προέλευση και αλβανοφωνία» των Σουλιωτών, την οποία επαναλαμβάνει αμέτρητες φορές στο βιβλίο της, όπως τα μεγάλα ψέματα, για να τα εμπεδώσουμε.
Εμείς οι Σουλιώτες γνωρίζουμε ότι η περιοχή του Σουλίου κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων, τα χωριά Τσαγγάρι, Κορύστιανη (Φροσύνη ), Κουκουλιοί, Γλαβίτσα (Αυλότοπος) είναι πανάρχαια, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα τοπωνύμια (Καστράκια, κιβωτιόσχημοι τάφοι, νομίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών και του βασιλιά Πύρρου, αρχαίο πολυγωνικό τείχος στην περιοχή Ελλένικα κ.ά.). Στα χωριά αυτά κατοικούσαν Ηπειρώτες που μιλούσαν μόνο την Ελληνική γλώσσα, την αρβανίτικη την μαθαίναν όσοι είχαν επαφές με τους κατοίκους του κάμπου του Φαναρίου, όπου πήγαιναν κατά διαστήματα και δούλευαν στα χωράφια. Γι αυτό άλλωστε σήμερα στα Σουλιωτοχώρια, μόλις 108 χρόνια από την απελευθέρωση δεν γνωρίζει κανείς, ούτε οι παππούδες μας την αρβανίτικη διάλεκτο.
Η Βάσω Ψιμούλη αναφέρει και το δίγλωσσο «Λεξικόν της Ρωμαικής και Αρβανίτικης Απλής» που έγραψε ο Μάρκος Μπότσαρης το 1809 στην Κέρκυρα, κατά παραγγελία του Γάλλου πρόξενου Πουκεβίλ, ο οποίος ενδιαφερόταν να εκπονήσει ένα Γαλλοαλβανικό λεξικό και όχι να μάθουν οι Σουλιώτες τη μητρική τους γλώσσα, όπως ισχυρίζονται σήμερα κάποιοι.
Ο Μάρκος για να γράψει το λεξικό, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Πουκεβίλ, συμβουλευόταν συχνά τον πατέρα του, τον θείο του Νότη και τον πεθερό του Χρηστάκη Καλόγερο για τις αλβανικές λέξεις.
Ο καθηγητής- ερευνητής Τίτος Γιοχάλας μελέτησε το λεξικό, το οποίο προμηθεύτηκε σε μικροφιλμ από την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, όπου βρίσκονται τα χειρόγραφα και το 1980 εκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών η φιλολογική του μελέτη «Λεξικόν της Ρωμαικής και Αρβανίτικης απλής του Μάρκου Μπότσαρη». Στην αριστερή σελίδα του χειρόγραφου είναι γραμμένες 1701 ελληνικές λέξεις και δεξιά 1494 αλβανικές, από τις οποίες, σύμφωνα με την μελέτη, οι 361 προέρχονται απο την ελληνική γλώσσα.
Ο Τίτος Γιοχάλας είναι γνώστης, εκτός της ελληνικής γλώσσας, της αλβανικής και του τόσκικου αρβανίτικου ιδιώματος που μιλούσαν στην Ανθούσα Πάργας, τόπος καταγωγής του. Τα συμπεράσματά του, μετά την μελέτη του λεξικού (τα οποία όλως περιέργως αποσιωπά η Βάσω Ψιμούλη, προφανώς επειδή δεν εξυπηρετούν το αφήγημά της για την αλβανική προέλευση των Σουλιωτών), είναι συντριπτικά.
Γράφει ο Τίτος Γιοχάλας στη φιλολογική του μελέτη: «Άξιον ιδιαιτέρας προσοχής είναι το γεγονός ότι πολλάκις ο Μάρκος Μπότσαρης και οι συνεργάται του δεν σκέπτονται “αλβανιστί” προκειμένου ν’ αποδώσουν μιας ελληνικής φράσεως την αντίστοιχόν της αλβανικήν. Αντιθέτως σκέπτονται “ελληνιστί” και δια την εις την αλβανικήν απόδοσην της ελληνικής φράσεως, την οποία μεταφράζουν κατά λέξιν, αποδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπον εις την αλβανικήν, σύνταξη της ελληνικής γλώσσης».
Η ερμηνεία του Γιοχάλα σ’ αυτά τα φαινόμενα είναι: α) Ότι η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του είναι η ελληνική γλώσσα, αφού δεν σημειώθηκαν συντακτικά λάθη στο ελληνικό τμήμα του Λεξικού, ούτε επιδράσεις της αλβανικής στην ελληνική σύνταξη. β) Είναι επίσης δυνατόν η επίδραση της ελληνικής γλώσσας να ήταν τόσο μεγάλη επί της αλβανικής, της ομιλουμένης πιθανόν στην περιοχή του Σουλίου, ώστε να κλονίσει ακόμη και τη σύνταξή της.
Με τα συμπεράσματα αυτά ο Γιοχάλας αποδεικνύει ότι η μητρική γλώσσα των Σουλιωτών είναι η ελληνική και πως η αρβανίτικη ήταν μια γλώσσα επικοινωνίας κατά την ιστορική περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου στην Ήπειρο κυριαρχούσαν Αλβανοί πασάδες.
Το ελεύθερο Σούλι δημιουργήθηκε, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, μετά την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος των Ηπειρωτών οπλαρχηγών Πούλιου Δράκου και Μαλάμου το 1585.
Οι επαναστατημένοι κατέλαβαν την Άρτα κι έφτασαν μέχρι τα Γιάννενα, όπου νικήθηκαν μετά τις ενισχύσεις των Οθωμανών, που έφτασαν από τη Θεσσαλία. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης, οι ένοπλοι Ηπειρώτες κατέφυγαν στα βουνά. Στο Σούλι ζούσαν δυό μεγάλες φάρες. Οι Δρακαίοι και οι Μαλαμαίοι, με γνωστούς καπετάνιους. Πόσο τυχαίο είναι αυτό; Τα τοπωνύμια η Ράχη του Δράκου, μέσα στο Σούλι και η Λάκκα του Μαλάμου στο βουνό είναι συνυφασμένα με την παρουσία αυτών των οπλαρχηγών.
Έτσι εξηγείται γιατί στο Σούλι δημιουργήθηκε η πρώτη ελεύθερη πολεμική κοινωνία. Ένοπλοι άντρες από τα γύρω χωριά, βρήκαν καταφύγιο στο Σούλι, παντρεύτηκαν γυναίκες από τα ήδη υπάρχοντα χωριά των Σουλιώτικων βουνών και μαζί δημιούργησαν τον ηρωικό Σουλιώτικο λαό. Ο Σουλιώτης Λάμπρος Κουτσονίκας δεν κάνει διάκριση στα χωριά, γι’ αυτό θεωρεί την εγκατάσταση των κατοίκων από αρχαιοτάτων χρόνων στην περιοχή. Ούτε ο Σουλιώτης αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης Σπύρος Τζίπης στ’ Απομνημονεύματά του κάνει διάκριση των χωριών που υπήρχαν με αυτά που δημιουργήθηκαν σταδιακά, όλοι μεταξύ τους ήταν συγγενείς. Η μάνα του ήταν από χωριό της Λάκκας και όλοι μαζί πολεμούσαν Σουλιώτες και Λακκιώτες τα σουλτανικά στρατεύματα.
Η δεύτερη μεγάλη εγκατάσταση στο Σούλι έγινε μετά την αποτυχία και του επαναστατικού κινήματος του Διονυσίου Φιλοσόφου, Επισκόπου Τρικάλων, με καταγωγή από την Παραμυθιά, το 1611. Τότε που 1000 περίπου χωρικοί, από την ευρύτερη περιοχή της Παραμυθιάς, ξεσηκώθηκαν, οπλισμένοι ακόμη και με γεωργικά εργαλεία κι έφτασαν μέχρι τα Γιάννενα, διαμαρτυρόμενοι για τους αβάστακτους φόρους. Εκεί νικήθηκαν και βρήκαν τραγικό θάνατο οι αρχηγοί τους Διονύσιος, Δελή Γιώργος και Λάμπρος. Όσοι επέζησαν βρήκαν καταφύγιο με τις οικογένειές τους στα βουνά του Σουλίου, για να γλυτώσουν τις διώξεις και τους βίαιους εξισλαμισμούς. Έτσι δημιουργήθηκε το τετραχώρι, το εφταχώρι και τέλος η Σουλιώτικη ομοσπονδία.
Ιστορικά στοιχεία υπάρχουν για το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Μια τοπική ιστορική έρευνα θα τους βοηθήσει, όπως και μια έντιμη μελέτη πάνω στην ιστορική βιβλιογραφία. Η επιλεκτική χρήση της βιβλιογραφίας και οι αποσιωπήσεις, οδηγούν σε συμπεράσματα, σαν αυτό της Ψιμούλη, στην οποία ομνύουν, απ’ ότι φαίνεται οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, αλλά δεν υπηρετούν την αλήθεια.
Οι Σουλιώτες όμως δεν θα πάψουν να το φωνάζουν. Είμαστε Έλληνες Ηπειρώτες. Στο Σούλι δεν μετοίκησαν ποτέ μαζικά Αλβανοί βοσκοί. Γι’ αυτό τραγουδούσαν στη μητρική τους γλώσσα «Εδώ είναι το Σούλι το κακό, είναι το Κακοσούλι, που πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες, που πολεμά η Τζαβέλλαινα σαν άξιο παλληκάρι…».
Και ξεχώριζαν τους εαυτούς τους από τους Αλβανούς, «Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο, Γιώργαινα ρίξε τ’ άρματα δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων….»
Γι’ αυτό ο Μάρκος Μπότσαρης, στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, για να κερδίσει χρόνο μέχρι να φτάσουν οι ελληνικές ενισχύσεις, συζητούσε με τον Τουρκαλβανό ή Τσιάμη Άγο Βασιάρη, την παράδοση, δήθεν, της πόλης. Κι όταν ο Άγος του είπε: «Α καπετάν Μάρκο, ποτέ δεν ελπίζαμε ότι θα απατήσεις τους πατρικούς σου φίλους», ο Μάρκος του απάντησε: «Άγο, η συντροφιά αυτή καταστράφηκε από καιρό, διότι ενώ εσείς οι Αρβανίτες, οι οποίοι είστε μια φυλή με τους Έλληνες, έπρεπε ν’ αγκαλιάσετε την απόφαση της απελευθέρωσης των Ελλήνων κι όλοι μαζί να πασχίσουμε να διώξουμε τους Χαλντούμπηδες, οι οποίοι ήλθαν και κατέκτησαν τον τόπο μας και θεωρούν εμάς ως σκλάβους κι εσάς ως ντουνμέδες (αρνησίθρησκους). Εσείς με περισσότερο ζήλο απ’ αυτούς τρέχετε να καταστρέψετε τους Έλληνες, λοιπόν ποιά φιλία, συντροφιά και μεταξύ μας πίστη θα έχουμε εις το εξής.» Ο παραπάνω αποκαλυπτικός διάλογος, είναι καταχωρημένος στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», όπως τον διέσωσε ο Λάμπρος Κουτσονίκας.
Περιμένουμε από τους Πανεπιστημιακούς μεγαλύτερη εντιμότητα, πόσο μάλλον, όταν θέλουν να τιμήσουν, με την επιστημοσύνη τους, τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Επίσης, περιμένουμε και από το Δήμο Σουλίου να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ν’ αναδείξει με περισσότερο σθένος τόσο τα ιστορικά γεγονότα του Σουλίου όσο και την τεράστια προσφορά των Σουλιωτών στην Ελληνική Επανάσταση.
Σαν επίλογο, θέλουμε να σημειώσουμε, πως το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», που ήταν κυρίαρχο στην Επανάσταση του 1821, οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες το είχαν κάνει πράξη πολλά χρόνια πριν την έναρξη της Επανάστασης.
*Η Λαμπρινή Πανταζή- Ντόκου είναι εκπαιδευτικός και αντιπρόεδρος της Αδελφότητας «ΤΟ ΗΡΩΪΚΟ ΣΟΥΛΙ»
Join the Conversation