Θερτής, ένας μήνα σταθμός για μας τα παιδιά. Γυμναστικές επιδείξεις, Θεατρικό για τις εξετάσεις, ενδεικτικό και ξεγνοιασιά. Θερτής τρελό Καλοκαίρι.
Αυτό σκεπτόμαστε τα αδέλφια και το που θα πάμε. Στο χωριό της μάνας μας πάνω στα βουνά μας, που θα ανεβαίναμε στα άλογα και θα τρέχαμε κατά το μοναστήρι κατά τις ξυνομηλιές με τους βράχους που ήταν γεμάτοι πετροχελίδονα. Μπορεί.
Μπορεί όμως να μας στέλνανε στην νονά στην Κέρκυρα που θα πλατσουρίζαμε όλη μέρα και η νονά θα μας έπαιρνε γλυκά και πολλές καραμέλες. Καραμέλες γυαλιστερές που μύριζαν κανέλα.. Μπορεί εγώ να μην πήγαινα πουθενά. Η μάνα μου θα με έστελνε πάλι στην οικοκυρική σχολή να γίνω γυναίκα, να γίνω ΚΥΡΊΑ
Εγώ δεν ήθελα να γίνω γυναίκα να έχω έγνοιες ήθελα να είμαι δεσποινίς κοριτσάκι. Αυτά στις σκέψεις μου, ενώ γύρω η ζωή ήταν σε οργασμό.
Με το μικρό γκιούμι πρωί πρωί αφού το γέμιζα στην βρύση του Σέμπεη, θα το πήγαινα στην εκκλησία,, να γίνει αγιασμός να αγιάσουμε τα στόματά μας να αγιάσουμε το σπίτι μας τα περβόλια μας τα ζωντανά μας.
Σήμερα που οι χρόνοι οι μακρινοί γίνονται καημοί; εγώ θυμάμαι τους γεωργούς να κοιτάν τα στάχυα τα μεστωμένα και να προσεύχονται να μην πέσει χαλάζι και να μην μείνει το σπίτι χωρίς ψωμί.
Σήμερα θυμάμαι πως όταν ο γεωργός ένοιωθε πως τα στάρια του ή βρώμη του, η βρίζα του, ήταν έτοιμη για θέρισμα, όλη η οικογένεια με τα δρεπάνια στα χέρια έτρεχαν να περάσουν στην εκκλησιά να ανάψουν τα κεριά τους και να προσευχηθούν για την υγεία τους και για το ψωμί τους.
Να τάξουν το πρώτο ζύμωμα να είναι πρόσφορο στην εκκλησιά και ευλογία για το σπίτι τους. Με το δρεπάνι στα χέρια με το παιδί στην ποδιά και μια μπούκλα νερό και στο χωράφι. Το παιδί στο σκαφίδι και το νερό με το ψωμί κρεμασμένο στον δένδρο να μην το φαν τα ζούδια. Καμιά φορά κατάφερναν και έμπαιναν τα μυρμήγκια. Δεν το πέταγαν το τίναζαν το σταύρωναν και το έτρωγαν. Αυτά η προεργασία μετά με το δρεπάνι θέριζαν χεριές χεριές τα έκοβαν με προσοχή μη χαλάσουν και το χορτάρι και το ακούμπαγαν στο σιάδι. Εκεί θα περνούσε μια καπέλα να το δέσει χερόβολα. Έτσι θα το φόρτωναν να φτάσει στο αλώνι.
Η Ζέστη τις τσάκιζε γιατί θεριστάδες ήταν μόνο γυναίκες. Έρχονταν στην οχτιά, σκούπιζαν το ιδρώτα και έπιναν λίγο νερό που ήταν ζεστό χούχλος. Αυτό είχαν αυτό έπιναν. Κατά τις δώδεκα, δεν χρειαζόταν ρολόγια, ήξεραν από την θέση του ήλιου τι ώρα ήταν. Κάθονταν σιάδι και αφού έκαναν το σταυρό τους βύζαιναν το μαξούμι και μετά έτρωγαν μια χαψιά ψωμί με δυο τρεις ελιές. Και κει γύρω στις δυο το δρεπάνι και στην δουλειά. Μετά τον θερισμό τα δεμάτια θα πηγαίνανε στο αλώνι να αλωνιστούν με τα άλογα και να λιχνιστούν με τις τεράστιες ξύλινες πειρούνες. Και όλο να παρακαλάν τον Θεό να μην βρέξει να μην πάν τα κόπια τους χαμένα….
Και σαν τελείωνε το πανηγύρι της κούρασης αλλά και της καλής σοδειάς χαρούμενοι στα ίδια χωράφια σπέρναν όψιμα καλαμπόκι και φασούλια ή ρεβίθια.
Αυτά μέχρι το 1956 που ήρθε στα χωριά μας το θηρίο. Η θεριστική και ταυτόχρονα αλωνιστική μηχανή.
Με κόπο να βγάζεις το ψωμί σου, είπε ο Θεός στον Αδάμ. Όμως στην Ήπειρο τον άκουσαν μόνο οι γυναίκες. Και οι άνδρες δούλευαν μα είχαν χρόνο και για παρέες και για το καφενείο. . Και το έβγαζαν με πολύ ιδρώτα το ψωμί της οικογένειας οι γυναίκες. Και σήκωναν τα μάτια στον Θεό. Αν έχεις το ψωμί τα έχεις όλα. Μα πάνω από όλα είχαν χαρά. Μια χαρά που γίνονταν τα βράδια τραγούδι ξεκούρασης και αντάμωσης.
Φίλοι καλώς ορίσατε.. φίλοι κι αγαπημένοι.
Αγαπημένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω.
Και πολλά τόσα πολλά που αν λέξη λέξη τα μέτραγες στο μέτρο πιο πολύ ήταν το δάκρυ παρά το γέλιο. Μόνο που το δάκρυ ήταν δικό τους κατά δικό τους ενώ το γέλιο ήταν χαρισμένο στην φαμίλια τους στους γείτονες στον κόσμο όλο.
Τι με κοιτάς που γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου…
Καλό Καλοκαίρι πατρίδα μου.
Καλό Θερτή και σε λίγο καλόν Αλωνάρη
Θερτής = θεριστής =Ιούνιος
Φωτογραφία αρχείου. Διαβάστε όλες τις ιστορίες της βάβως, από εδώ.
*H Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, είναι συγγραφέας, ποιήτρια, βραβευμένο μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διεθνoύς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Join the Conversation